Από το μετερίζι μιας έκδοσης κινηματογραφικής, ο αποχαιρετισμός τούτος δεν μπορεί παρά να είναι σχετικά σύντομος. Αντίστροφα προς τον αχό που τον γεννά, καθώς κάποιες λέξεις είναι σκληρό, ίσως βίαιο, να γράφονται τόσο πρώιμα. Ανάλογα, έστω, με την περιορισμένη κινηματογραφική παρουσία.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ως πολυφυής, αντιφατικός, πρόωρος, έγκαιρος, διαχρονικά σπουδαίος στις καρδιές αυτών που σημαδεύει, βαθιά ελεύθερος όπως οφείλει ο καλλιτέχνης-αυλητής, και όποιος ακολουθεί-ακολουθεί, είχε το θείο τάλαντο να υπάρξει σε μια εποχή έτοιμη να τον χρειαστεί και το ανθρώπινο έρμα να εργαστεί σκληρά για να εκθέσει με ποιητική ακρίβεια όσα την συνέθεταν. Κατάφερε πάρα πολλά, πολύ νωρίς. Σαν ένα από τα πρότυπά του, τον Μπομπ Ντίλαν, πριν φτάσει τα 30 του χρόνια μπορούσε, αν το επέλεγε, να κοντοσταθεί στην, πάντα διαφεύγουσα στον καλλιτέχνη, γαλήνη της εκπλήρωσης του ρόλου του. Τηρουμένων των αναλογιών, αν χρειάζεται ποτέ στην Τέχνη τέτοια διασαφήνιση, αντιπροσώπευσε στην Ελλάδα μια εποχή πολύπλευρων τραυμάτων, επαναστατικού πνεύματος, τρόμου αποτυχίας και βαθιά ελληνικής, μέσα από γδάρσιμο, ονειρικής αυτοπεποίθησης. «Κείνο που με τρώει, κείνο που με σώζει…».
Άνθρωποι που γνωρίζουν πολλά παραπάνω από τον υπογράφοντα θα μιλήσουν τις μέρες που έρχονται για την χοάνη επιδράσεων που συστήθηκε κι ευδοκίμησε μέσα στον Διονύση Σαββόπουλο. Στην μουσική του που πάντρεψε τις πλουσιοπάροχες επιρροές του ευρύτερου τόπου και, κυριότατα, στις λέξεις, τις εμπνευσμένες ποιήσεις του που μπορούσαν (κι όμως, την ίδια στιγμή) να εκπλήσσουν το μυαλό, να προσφέρουν λυρική εγκαρδιότητα και να συνθέτουν ψυχική ορμή. Που ίσως και να πήγαζε από εκείνη την μοναδική αίσθηση που η Τέχνη καταφέρνει όταν μεμιάς αντιλαμβάνεσαι ότι βρέθηκες ενώπιον αυτού χρειαζόσουν χωρίς ακόμα να το γνωρίζεις. Και αυτό ήταν κάτι που συστηματικά στον Σαββόπουλο φωτιζόταν από μια ελπίδα, μια μοιραία αισιοδοξία προς έναν κόσμο καλύτερο – «μέρες καλύτερες θα ‘ρθούν». Αυτό, άλλωστε, δεν ήλπισαν, δεν επεδίωξαν, δεν επαγγέλθηκαν ακόμα-ακόμα, «του ’60 οι εκδρομείς»; Αυτός δεν ήταν ο ιστορικός ρόλος μιας γενιάς που γεννήθηκε από πόλεμο, βρέθηκε σε πόλεμο και ονειρεύτηκε κάτι άλλο έξω από πόλεμο;
Ο Σαββόπουλος ήξερε πρώτος και καλύτερα το «we blew it» της δικαιολογημένα αφελούς γενιάς των (διόλου) ξένοιαστων καβαλάρηδων, είχε την ευτυχή ατυχία (ή μήπως το αντίθετο;) να ζήσει αρκετά ώστε να δει τον κόσμο που έφτιαξε η γενιά του δίχως να λογαριάσει όσο έπρεπε τα τραγούδια της. Εξακολούθησε να συνεισφέρει αήττητο πνεύμα, ίσως αντάμα με αειθαλείς διαψεύσεις. Ρόκαρε, αφηγήθηκε ζεϊμπέκικα, χόρεψε δημοτικά, ενέπνευσε έντεχνες παραφυάδες, που σπάνια βρήκαν δικές τους ρίζες (κι έχουν πια τα άνθη τους χάσει το λαϊκό τους άρωμα), ήξερε ανέκαθεν πώς «σαν βγει απ’ αυτή την φυλακή κανείς δεν θα τον περιμένει», κι όμως, δεν έπαψε ποτέ να προσπαθεί να προσδίδει ποιητική φαντασία στην ιδιοσυγκρασία ενός τόπου αιώνια διχασμένου, προσβλέποντας σε ένα «ώσπου οι τροχιές να συναντάνε τις βασικές μας τις αρχές». Ορφάνεψε κόσμος χθες βράδυ.
Παρεκτράπηκα. Έπρεπε ήδη να έχω πει ότι μελώδησε το «Happy Day» του Παντελή Βούλγαρη και αυτή ήταν η βασική δοκιμή του στο ελληνικό κινηματογραφικό τοπίο του μεγάλου μήκους και βεληνεκούς. Έπρεπε ήδη να έχω πει ότι είχε και αριθμημένες παρουσίες-περάσματα, έκδηλες της θεατρικά ιδιότυπης, αν όχι χαριτωμένα ιερατικής, μορφής του. Σε δυο ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου («Τα Χρώματα της Ίριδας» και το «Βαριετέ»), που αίφνης υπενθυμίζεται αιχμηρά και η δική του απουσία. Στο «Βαριετέ» χαμογελάς λίγο παραπάνω, μιας και ηγούμενος εκεί είναι ο Βαγγέλης Γερμανός, φίλος και συγγενής, σχετικά φρέσκος τότε και με το δικό του σόλο ντεμπούτο, τα ιστορικά «Μπαράκια», όπου ο Σαββόπουλος εκτέλεσε καθήκοντα παραγωγού (και μουσικού). Έπρεπε ήδη να έχω πει το ξέφρενα απολαυστικό πέρασμα στο «Made in Greece» -οπότε και αριβάρει και ο επίσης απών πια Χάρρυ Κλυνν. Ή βέβαια, έξω από κάθε cinemagazinική «δεοντολογία», έπρεπε ήδη να έχω πει για το «Χαίρω Πολύ, Σαββόπουλος» του Λάκη Παπαστάθη που μόλις φέτος προβάλαμε, ή για το εβδομαδιαίο «Ζήτω! Το Ελληνικό Τραγούδι» της ελληνικής τιβί στην καρδιά του ’80, όπου και το αποτέλεσμα ήταν μουσικά (και σκωπτικά) ένα αισθητικό αντίβαρο σε μια καθημερινότητα που έζεχνε…εποικοδομητικά για τα χρόνια που ήδη συνέβαιναν - κι έρχονταν.
Τα ειλικρινή μας συλλυπητήρια στην οικογένεια, τους αγαπημένους και τους οικείους του. Κι αν μας επιτρέπεται, μια ρωγμή «να περάσει το φως». Χθες βράδυ, από τις 21:10 και μετά, είμαι βέβαιος πώς βάρυναν μ’ έναν τρόπο ειδικό πολλές καρδιές. Και μέσα στην νύχτα, την βαθιά νύχτα και τις πρώτες πρωινές ώρες, πολλές κασέτες, βινύλια, ίσως και cd (ίσως ακόμα και Spotify!) ανασύρθηκαν από κιτάπια και πήραν μπρος στο σκοτάδι. Και πολλά hi-fi, και πολλά pc, και πολλά κινητά τηλέφωνα θα λαμπύρισαν σαν μικρές πυγολαμπίδες στο σκοτάδι μιας δικής μας οικουμένης. Κι όλοι μαζί, με το πένθος και το ευχαριστώ μας, συμμετέχουν στο απλησίαστο δικό σας δράμα. Ο Νιόνιος ήταν και δικός μας άνθρωπος.
* σ.σ.: Ο τίτλος αποτελεί παράφραση από την «Θανάσιμη Μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη»





