Απευθυνόμενος σε πολλές γενιές, κι όχι μόνο σε αυτή της δεκαετίας του 1960, το περιοδικό Rolling Stone γράφει: «Ακόμα κι αν δεν έχετε δει ποτέ το ντοκιμαντέρ "Dont Look Back", το ξέρετε από καρδιάς. Η εναρκτήρια σκηνή του, με το "Subterranean Homesick Blues", είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πολιτιστικά σημεία αναφοράς».
Και αν διαβάζετε αυτές τις γραμμές και αναρωτιέστε εάν είναι απλά μια φράση υπερβολής για να τραβήξει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, δεν έχετε παρά να φέρετε την εικόνα του Μπομπ Ντίλαν να στέκεται σε ένα σοκάκι κρατώντας λευκές κάρτες στα χέρια του, με επιλεγμένες λέξεις και φράσεις από τους στίχους του γραμμένες επάνω τους, και να τις πετάει κάτω όσο ο θεατής ακούει το τραγούδι. Δεν υπάρχουν πολλές παρόμοιες σκηνές που να έχουν αποτυπωθεί τόσο έντονα στην πολιτιστική μας μνήμη και να έχουν επηρεάσει τόσο πολύ το χώρο της μουσικής και των εικαστικών τεχνών.
Ο Ντ. Α. Πενεμπέικερ ανήκει, όπως και οι αδελφοί Αλμπερτ και Ντέιβιντ Μέιζλς και ο Φρέντερικ Γουάισμαν, στο κίνημα του άμεσου κινηματόγραφου που δημιουργοί όπως ο Ρόμπερτ Ντρου και ο Ριτσάρντ Λίκοκ ανέδειξαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1960. Το ενδιαφέρον του στη μουσική ήταν από την αρχή στο κέντρο των αναζητήσεων του και μάλιστα ένα από τα πρώτα του μικρού μήκους ντοκιμαντέρ ήταν για τον Αμερικανό τραγουδιστή της τζαζ Ντέιβ Λάμπερτ, με το οποίο τράβηξε την προσοχή του Άλμπερτ Γκρόσμαν, μάνατζερ του Ντίλαν, ο οποίος στη συνέχεα του πρότεινε να κινηματογραφήσει την ακόλουθη περιοδεία του στη Βρετανία.
Η ταινία γυρίστηκε κατά τη διάρκεια τριών εβδομάδων, την άνοιξη του 1965, αλλά τελικά κατέληξε να είναι πολλά περισσότερα από μια απλή καταγραφή μιας περιοδείας. Για τον ίδιο τον δημιουργό του, το «Dont Look Back» (ο τίτλος είναι σκοπίμως χωρίς απόστροφο στην πρώτη λέξη) αφορά τη δεκαετία του '60 και αποτελεί πορτρέτο ενός από τους πιο σημαντικούς τραγουδοποιούς, του ανθρώπου που υπήρξε μια από τις πιο κεντρικές φιγούρες για τη μουσική εκείνη την εποχή.
Δεν υπάρχουν πολλές σκηνές που να έχουν αποτυπωθεί τόσο έντονα στην πολιτιστική μας μνήμη όσο εκείνη με τον Ντίλαν και τις λευκές κάρτες στα χέρια
Ο Πενεμπέικερ δεν βλέπει τον Μπομπ Ντίλαν μόνο σαν έναν τραγουδιστή που η μουσική βιομηχανία έκανε κράχτη για ένα ολόκληρο μουσικό είδος (folk), ούτε ένα πολύ καλό στιχουργό, την ποίηση του οποίου θα θυμόμαστε για πολλά ακόμα χρόνια. Μαζί με όλα αυτά, βλέπει σε αυτόν τη δύναμη που μετέφερε μια ολόκληρη γενιά από μια εποχή και σε μια άλλη. Με αφορμή την ταινία έγραφε για την προσωπικότητα του καλλιτέχνη ότι «οι στίχοι του είναι ασαφείς, το ύφος του αλλάζει συνεχώς και η αποφυγή της δημοσιότητας είναι εμμονική, αλλά δεν μπορούμε να μην παραδεχθούμε ότι παραμένει μια ισχυρή φωνή της εποχής μας».
Ο Πενεμπέικερ, όπως και όλοι οι δημιουργοί του κινήματος, δεν βλέπει τη δουλειά του ως μια διδακτική προσπάθεια προορισμένη να φέρει τον θεατή ενώπιον μίας και μοναδικής αλήθειας. Συνειδητά ή ασυνείδητα, ο σκηνοθέτης ακολουθεί το παράδειγμα του Ρόμπερτ Φλάερτι ο οποίος στον «Νανούκ του Βορρά» δεν προσπάθησε να μας πει τα πάντα για τη ζωή των Εσκιμώων, αλλά ήθελε απλώς να μας δείξει πώς ήταν να ζήσει κάποιος με μια μικρή κοινότητα, σε αυτό το μέρος, για ένα διάστημα.
Και αυτή ήταν η αίσθηση που προσπάθησε να αναδείξει στο έργο του κι ο Πενεμπέικερ, ακολουθώντας τον Μπομπ Ντίλαν για ένα συγκεκριμένο διάστημα, κάτω από ένα συγκεκριμένο πλαίσιο όπως αυτό μιας περιοδείας. Συνειδητοποιεί ασφαλώς από την αρχή την διάσταση της αναπαράστασης και της κατασκευής που ενέχει μια τέτοια προσπάθεια. Απλά, αντί να δίνει εντολές ο ίδιος στο υποκείμενο που κινηματογραφεί (όπως έκανε ο Φλάερτι στον «Νανούκ»), καταλαβαίνει ότι ο ίδιος ο Ντίλαν κατά μία έννοια «παίζει» ένα ρόλο, διάσταση που τη θεωρεί φυσιολογική και αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας.
Ακόμα και πολλά χρόνια αργότερα θα σημειώσει πόσο εντύπωση του έκανε η πίεση που έβλεπε «να ασκείται σε ένα άτομο ώστε να είναι τέλειο κάθε στιγμή και σε κάθε εμφάνισή του, όταν οι περισσότεροι από εμάς χρειάζεται απλά να είμαστε επαρκείς». Τελικά όμως, όπως και ο Φλάερτι, ο Πενεμπέικερ καταφέρνει να κάνει πολλά περισσότερα από αυτά που ίσως και ο ίδιος να φαντάζονταν. Κι εδώ καταφέρνει να δημιουργήσει ένα από τα καλυτέρα έργα στην ιστορία του ντοκιμαντέρ, λειτουργώντας σε πολλά επίπεδα.
Όπως κλείνει το άρθρο του το Rolling Stone, «με μια ευρύτερη έννοια μπορούμε να δούμε το ντοκιμαντέρ του ως ένα καμβά, ένα σχέδιο της εικόνας που το κοινό έχει για το Rock & Roll της δεκαετίας του 1960. Οι δόξες και η αγωνία του δρόμου, η πορεία ενός νέου ταλέντου που βάζει φωτιά στον κόσμο, οι δημοσιογράφοι που δεν γνωρίζουν τίποτα για το αντικείμενο». Και η κάμερα του Πενεμπέικερ είναι εκεί, τα καταγράφει όλα και αναδεικνύει ένα μύθο, ένα σύμβολο μια γενιάς. Ξεπερνώντας όμως αυτά τα στενά όρια, το έργο μετατρέπεται από απλή καταγραφή μιας μοναδικής στιγμής στην πορεία της μουσικής, σε ένα σύμβολο πολλών αλλαγών, μια εικόνα από το μέλλον, ένα ατόφιο κινηματογραφικό δράμα.
DONT LOOK BACK
Ηνωμένες Πολιτείες, 1967
Σενάριο, σκηνοθεσία και μοντάζ: Ντ. Α. Πενεμπέικερ Φωτογραφία: Χάουαρντ Αλκ, Τζόουνζ Αλκ, Εντ Εμσγουίλερ, Ντ. Α. Πενεμπέικερ Διάρκεια: 96'