Κάτι από την παράδοξη ομορφιά των παραμυθιών υπάρχει εδώ. Από τα πρώτα της κιόλας πλάνα, η ταινία μας καλωσορίζει σ' έναν ολότελα ασυνήθιστο, κλειστό κόσμο, όπου οι μαγικές δυνάμεις με τα θαυμαστά μαντζούνια υπερισχύουν της λογικής και η λαϊκή σοφία προηγείται της επιστήμης. Έναν μυστηριακό κόσμο όπου οι ήρωες ονειρεύονται νυφικά πέπλα να πετούν τη νύχτα σε άδειους αυτοκινητόδρομους, είναι ικανοί ν' αφήσουν ολόκληρο το σπίτι τους κρεμασμένο στον αέρα από ένα σχοινί ή βλέπουν τα πόδια τους να εγκαταλείπουν για λίγο το έδαφος και να αιωρούνται πάνω απ' αυτό.
Στο κέντρο αυτού του εξωπραγματικού, του απαλλαγμένου από φολκλόρ κόσμου, ξεκινά η εξιστόρηση μιας μικρής τραγωδίας, που μέσα της κλείνει ολοζώντανο το γνήσιο πάθος το οποίο διαπερνά τους ήρωες, μπλέκοντας τσιγγάνικες παραδόσεις και την αγνότητα που διέπει τον ιδιόρρυθμο αυτό λαό με τα φιλμικά στοιχεία της καθαρής ποίησης και του μαγικού ρεαλισμού.
Η ιστορία του νεαρού Πεχράν που επιχειρεί να επέμβει στο πεπρωμένο του, για να πληρώσει στη συνέχεια το τίμημα της πράξης του και να εξαγνιστεί λίγο πριν το τέλος, γίνεται λαϊκή παροιμία στο στόμα του Κουστουρίτσα. Και ιδανική αφορμή προκειμένου να μας μιλήσει για τη φύση της ανθρώπινης καρδιάς, την απώλεια της αθωότητας, την αιώνια αναζήτηση της ευτυχίας, αλλά και το αβάσταχτο βάρος της Μοίρας που συντρίβει τους ήρωες.
Οι ήρωές του, απλοί άνθρωποι που παίρνουν φόρα από τις λάσπες και τα χώματα και πετούν μεμιάς στ' αστέρια.
Ήρωες-τυφλοί ισορροπιστές σ' ένα αόρατο σχοινί που ταλαντεύεται ανάμεσα στη χαρά και τη λύπη, τη ζωή και το θάνατο. Απλοί άνθρωποι που παίρνουν φόρα από τις λάσπες και τα χώματα και πετούν μεμιάς στ' αστέρια. Που αρπάζουν φωτιά από το ίδιο τους το πάθος κι αφήνονται να καούν απ' αυτό. Που γράφουν μόνοι τους την ιστορία τους...
Κοντά τους, η ταινία μεταφράζεται σ' έναν παροξυσμό εικόνων και ήχων. Ο δρόμος που ακολουθεί είναι μια νοητή πορεία από τα χαμηλά (το φτωχικό σκηνικό του καταυλισμού) στα ψηλά, στον ουρανό, μια διαδρομή που πραγματοποιείται με την αιθέρια, κινητική λογική του ονείρου. Σκηνοθέτης υπό την επήρεια της πιο γλυκιάς μέθης, ο Κουστουρίτσα αναλαμβάνει αυτή την ανύψωση. Εκπέμπει θερμότητα και πυρετό μέσα από τα χρώματα της φωτογραφίας, ξεσηκώνει με τις αναστάσιμες νότες και τον κατακλυσμικό συναισθηματικό αντίκτυπο που αναδύει η λυρική μουσική του, προκαλεί λυγμό και ξαφνική συγκίνηση.
Μέσα στο παγανιστικό του συχνά παραλήρημα, ο «Καιρός των Τσιγγάνων» γίνεται ένα μεθυστικό γλέντι της καρδιάς και του βλέμματος που αναγεννιέται μέσα απ' τους καπνούς και τις φωτιές της γιορτής του Αϊ-Γιάννη, για να χαθεί στο σύννεφο της φαντασίας και της μνήμης.
DOM ZA VESANJE / TIME OF THE GYPSIES
ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ-ΙΤΑΛΙΑ, 1988
Σκηνοθεσία: Εμίρ Κουστουρίτσα Σενάριο: Γκόρνταν Μίχιτς, Εμίρ Κουστουρίτσα Φωτογραφία: Βίλκο Φίλατς Μουσική: Γκόραν Μπρέγκοβιτς Πρωταγωνιστούν: Ντάβορ Ντούσμοβικ, Λιούμπικα Άντζοβιτς, Μπόρα Τοντόροβιτς Διάρκεια: 140'