To 1958 ο Φρήντριχ Ντύρενματ, ένας πολυσχιδής κολοσσός της σύγχρονης δυτικής διανόησης για τον οποίο δεν μιλάμε αρκετά, έγραψε την «Υπόσχεση», έργο το οποίο αποτελεί την κορύφωση μιας εκπληκτικής σειράς avant garde αστυνομικών μυθιστορημάτων. Ήταν επί της ουσίας μια αναθεωρημένη εκδοχή του σεναρίου του για το «Es geschah am hellichten Tag» (διεθνής τίτλος: It Happened in Broad Daylight). Στο βιβλίο ο συγγραφέας κι ένας επιθεωρητής σε σύνταξη, στοχάζονται πάνω στα κλισέ της αστυνομικής λογοτεχνίας αναφερόμενοι στο φόνο ενός κοριτσιού. Όμως στην ταινία που σκηνοθέτησε ο ουγγρικής καταγωγής Λαντισλάο Βάιντα, παρακολουθούμε την ιστορία μέσα από τα μάτια του ντετέκτιβ που είχε αναλάβει την υπόθεση.
Αυτή την οπτική υιοθέτησαν κι όλες οι κινηματογραφικές μεταφορές που ακολούθησαν, πιο γνωστή από τις οποίες παραμένει η «Υπόσχεση» του Σον Πεν με τον Τζακ Νίκολσον. Σύμφωνα με την πιο high concept προσέγγιση, η μικρή κοινωνία μιας κωμόπολης βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά από αποτρόπαιους φόνους κοριτσιών. Οι αρχές συλλαμβάνουν έναν νεαρό μεγαλόσωμο άνδρα που κατά τη διάρκεια της ανάκρισης αυτοκτονεί (σε κάποιες εκδοχές ομολογεί πριν αυτοκτονήσει). Ο ήρωάς μας όμως, ένας ικανότατος αστυνομικός λίγο πριν τη σύνταξη, πιστεύει πως ο κατά συρροή δολοφόνος κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερος κι υπόσχεται στους γονείς ενός από τα θύματα να τον βρει, γεγονός που τον οδηγεί σταδιακά στην παράνοια. Μεθοδικά, αδυσώπητα, σχεδόν μελοδραματικά...
Εύλογα όλες οι κινηματογραφικές εκδοχές της «Υπόσχεσης» εστιάζουν σε έναν αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα και τη σισύφεια προσπάθειά του να αποδείξει σε όλους (και πιο πολύ στον εαυτό του) κάτι που δε γίνεται να αποδειχθεί. Όλες εκτός από το «Λυκόφως» του Γκιόργκι Φέχερ, ενός επίσης Μαγυάρου κολοσσού του ουγγρικού κινηματογράφου, για τον οποίο δεν μιλάμε καθόλου. Η ταινία κυκλοφόρησε το 1990 και ξεχάστηκε σχεδόν αμέσως μετά την προβολή της. Ο δε σκηνοθέτης της υπάρχει στο κοινό συνειδητό μόνο μέσα από ταυτόχρονες αναφορές στο Μπέλα Ταρ. Ο τελευταίος έχει αναφέρει επανειλημμένα το Φέχερ, σαν βασική επιρροή για το ύστερο έργο του. Μια σκήνη από το «Λυκόφως» αρκεί για να καταλάβει κανείς που βρίσκεται η αρχέγονη ρίζα για το «Satantango». Οι δυο τους άλλωστε υπήρξαν φίλοι και στενοί συνεργάτες, ενώ οι ταινίες τους μοιράζονται και αρκετούς κοινούς συντελεστές.
Ακόμη κι η αναφορά στο Μπέλα Ταρ ωστόσο, δεν είναι αρκετή ώστε να προϊδεάσει κάποιον για την αποκαλυπτική αισθητική του «Λυκόφωτος». Στο μεγαλύτερο μέρος της η ταινία αποτελείται από εκπληκτικές κινηματογραφικά συνθέσεις που ξεδιπλώνονται σε ανομοιογενή μονοπλάνα. Μέσα από αυτά η κάμερα εξερευνά λεπτομέρειες, αντιγράφοντας ή ίσως αναπαριστώντας τη μεθοδικότητα του πρωταγωνιστή. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία κι η προτίμηση στα γενικά, τα κάνουν να μοιάζουν με γκραβούρες που αναπαριστούν τον εφήμερο κύκλο μιας κοινωνίας αιφνιδιασμένης από την υφέρπουσα απειλή.
Και σίγουρα μιλάμε για μια από τις πιο απειλητικές ταινίες που έχουν γίνει ποτέ...
Το να πει κανείς πως το ο Φέχερ έκανε μια ατμοσφαιρική ταινία είναι σχεδόν υποτιμητικό. Το «Λυκόφως» δύναται να υποβάλλει στον απόλυτο βαθμό. Είναι μια μονοχρωματική καρτ ποστάλ από το τέλος της αθωότητας με τους ρυθμούς ενός παγανιστικού μυστηρίου. Είναι σκιές που κατακρίνουν στη σιωπή. Είναι παγωμένα συναισθήματα που κοιτούν το φακό στα μάτια. Κι όλα αυτά ο Φέχερ τα πετυχαίνει με ελάχιστα εκφραστικά μέσα. Η τεχνική του δεν έχει τίποτα το καινοτόμο, ακόμη και για τα δεδομένα του 1990. Η μουσική που χρησιμοποιεί θα μπορούσε να περιγραφεί σαν μικροτονική ambient, με τραγούδια δανεισμένα από παλιότερες ταινίες (συγκεκριμένα το «Νοσφεράτου» του Χέρτζογκ). Ο συνδυασμός τους όμως είναι πραγματική κοσμογονία. Είναι ένας σκοτεινός, πανέμορφος κόσμος, που στους δρόμους του ελλοχεύει η φρίκη.
Στον πυρήνα αυτού του αλλόκοσμου σκηνικού βρίσκονται ο αστυνόμος και τα εν δυνάμει θύματα ενός απρόσωπου κατά συρροή δολοφόνου. Τα κορίτσια δεν είναι ότι δεν καταλαβαίνουν, αλλά βιώνουν την κατάσταση σαν ένα τρομακτικό παραμύθι όπου ένας «γίγαντας έρχεται και τους δίνει βραχάκια». Ο αστυνόμος από τη μεριά του ζει την κοσμική αγωνία ενός υπερβατικού μυστηρίου, τα στοιχεία του οποίου βγάζουν νόημα μόνο στο υποσυνείδητό του και στη γλώσσα των παιδιών. Για τα παραπάνω υπάρχει αδιάσειστο τεκμήριο, η ανατριχιαστική σκηνή της ανάκρισης ενός κοριτσιού στο θρανίο του (αν δεν κάνω λάθος η πρώτη που ο θεατής παίρνει κάποια στοιχεία για το δολοφόνο). Εκεί γίνεται σιγά σιγά εμφανές ότι ο ήρωας μας βρίσκεται (αυτο)εξόριστος στο άχρονο, προσωπικό του πουργατόριο, κάτι που φυσικά προμηνύει πως δεν υπάρχει φινάλε. Ο τρόπος που κλιμακώνεται το φιλμ ωστόσο ξεπερνά ακόμη και το πρωτότυπο (αν δεχτούμε ότι αυτό είναι το βιβλίο και όχι το σενάριο). Το αποτέλεσμα παρότι σκληροπυρηνικά arthouse, είναι ένα élevé αστυνομικό φιλμ, με έμφαση στο είδος. Αν δεχτείς την κατανυκτική συνθήκη της που διαστέλλει το χρόνο στο υπερπέραν, είναι επίσης μια αναπάντεχα λυτρωτική διαδρομή προς την τραγική ειρωνεία.
Όσο για το κυρίαρχο αισθητικό του κομμάτι, πέρα από το ότι πρόκειται για την μάλλον ομορφότερη αστυνομική ταινία που έγινε ποτέ (και μία από τις πιο όμορφες εν γένει), αποτέλεσε καθοριστική πηγή έμπνευσής όχι μόνο για τον Μπέλα Ταρ, αλλά εξ επαγωγής για ολόκληρο το slow cinema κίνημα. Ο Φέχερ πρόλαβε να μας δώσει ένα ακόμη φιλμ (το αντίστοιχης λογικής, αλλά μικρότερης έντασης «Πάθος» του 1998) και έπειτα χάθηκε για πάντα, σε ηλικία μόλις 63 ετών. Μαζί του έσβησε κι ο θρύλος του «Λυκόφωτος», μιας ταινίας που πλέον υπάρχει μόνο σε φθαρμένες 35άρες κόπιες και ξεχειλωμένες VHS. Κάποτε όμως είχε τη δύναμη να μας κάνει να ονειροβατούμε.
TWILIGHT
ΟΥΓΓΑΡΙΑ 1990
Σκηνοθεσία: Γκιόργκι Φέχερ Σενάριο: Γκιόργκι Φέχερ, Φρήντριχ Ντύρενματ Φωτογραφία: Μίκλος Γκουρμπάν Μοντάζ: Μάρια Τσέιλικ Πρωταγωνιστούν: Πέτερ Χάουμαν, Γιάνος Ντέρζι, Γιούντιτ Πογκάνι Διάρκεια: 105’