Φάνης Μουρατίδης & Σπύρος Παπαδόπουλος μιλούν από τη «Τζαμάικα» στο cinemagazine!

Οι Φάνης Μουρατίδης και Σπύρος Παπαδόπουλος μας εξηγούν τι κρύβει η διαδρομή προς τη «Τζαμάικα», μιλούν για την παιδικότητα που διατηρούν οι άντρες, αναρωτιούνται τι προσφέρει η διαμάχη μεταξύ ποιοτικού και εμπορικού (στο σινεμά και στο θέατρο), επισημαίνουν ότι η τέχνη είναι κατά βάση λαϊκή και εξηγούν γιατί οι «Απαράδεκτοι» εξακολουθούν να λατρεύονται από τη γενιά που δεν έζησε το Πολυτεχνείο.

Συνέντευξη στον Νεκτάριο Σάκκα
Φάνης Μουρατίδης & Σπύρος Παπαδόπουλος μιλούν από τη «Τζαμάικα» στο cinemagazine!

Μία σεναριακή ιδέα του Φάνη Μουρατίδη βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα που βρήκε συνοδοιπόρους τους προερχόμενους από το τηλεοπτικό τοπίο Ανδρέα Μορφονιό (σκηνοθεσία) και Γιώργο Φειδά (σενάριο), φέρνει στη μεγάλη οθόνη μία γλυκόπικρη ιστορία με επίκεντρο δύο αποξενωμένα αδέρφια σε πορεία συμφιλίωσης.

Στην «Τζαμάικα», ο Τίμος (Φάνης Μουρατίδης) είναι ένας τηλεοπτικός σταρ που ζει την κάθε του μέρα σαν να είναι η τελευταία. Ο Άκης (Σπύρος Παπαδόπουλος) αντίθετα, δουλεύει ταξί και πασχίζει να τα βγάλει πέρα με τα χρέη και τις απαιτήσεις της γυναίκας του (Νικολέτα Κοτσαηλίδου). Κάποια στιγμή όμως, η ζωή θα τους φέρει κοντά μέσα από μια σειρά προβλημάτων, η οποία οδηγεί στον τόπο των πολύτιμων, κοινών τους αναμνήσεων. Στο πλευρό των δύο πρωταγωνιστών συναντάμε μεταξύ άλλων τους επίσης τους Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους, Νικολέτα Κοτσαηλίδου και Μελέτη Ηλία.

Με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας συναντήσαμε τους Φάνη Μουρατίδη και Σπύρο Παπαδόπουλο, προκειμένου να μας πουν περισσότερα για την «Τζαμάικα». Η ξεχωριστή όρεξη που είχαν όμως για συζήτηση βοήθησε ώστε να πέσουν πολλά ενδιαφέροντα θέματα στο τραπέζι: από τον λαϊκό χαρακτήρα της τέχνης και τον διαχωρισμό μεταξύ ποιοτικού και εμπορικού (σινεμά και θεάτρου), μέχρι τον Βέγγο και τον Τσάπλιν, το ποιες ταινίες τους κέρδισαν τα τελευταία χρόνια αλλά και το γιατί οι «Απαράδεκτοι» εξακολουθούν να λατρεύονται από τη γενιά που δεν έζησε το Πολυτεχνείο.

Φάνη, η «Τζαμάικα» αποτελεί δική σου σεναριακή ιδέα. Γιατί επέλεξες να την κάνεις σινεμά αντί για π.χ. θεατρικό ή σειρά;

Φ.Μ.: Με το σινεμά υπάρχει καψούρα εδώ και πολλά χρόνια. Με τον Ανδρέα τον Μορφονιό παλεύουμε από το 2008 να κάνουμε μία ταινία και με τη «Τζαμάικα» τα καταφέραμε. Είναι ένα απωθημένο δηλαδή που δουλεύει από πίσω, στο παρασκήνιο. Από εκεί και πέρα, είναι η ιδέα η οποία προέκυψε από αληθινά γεγονότα, τα οποία ήρθαν, κούμπωσαν και φτιάξανε ένα αφήγημα. Και πάνω στο αφήγημα αυτό δούλεψε ο Γιώργος Φειδάς που έκανε το σενάριο. Κι έτσι στήθηκε όλη αυτή η ιστορία της «Τζαμάικα».

Σπύρο, σχεδόν μία δεκαετία μετά το «Πεθαίνοντας στην Αθήνα» του Παναγιωτόπουλου επιστρέφεις στο σινεμά. Γιατί σου πήρε τόσο καιρό; Σου είχε λείψει καθόλου;

Σ.Π.: Θα μου έπαιρνε κι άλλο, σενάρια δεν υπήρχαν. Είμαι λίγο περίεργος… πώς να το πω; Διακρίνω πολύ τις προθέσεις πάνω σε αυτό το κομμάτι, και άμα δω στην πρόθεση του άλλου ένα στυλ «είμαι λίγο εξυπνάκιας και τώρα θα σας δείξω εγώ πώς γίνεται το σινεμά» και «τώρα θα κάνουμε κάτι που δεν έχει ξαναγίνει», δεν τα μπορώ αυτά. Ερχόντουσαν λοιπόν σενάρια τα οποία ήταν ας πούμε, ένα παιδί, γυμνό, με μια καπαρντίνα που κατουράει σε μια γωνία και απ’ το βάθος ο αέρας να φέρνει εφημερίδες. Δεν το βγάζω απ’ το μυαλό μου, συγκεκριμένο παράδειγμα σεναρίου είναι αυτό.

Αλλά τώρα, μετά τη «Τζαμάικα», ανακάλυψα ότι αγαπάω πολύ τον κινηματογράφο, αρκεί όμως να γίνεται έτσι, με αυτή τη συνθήκη: δηλαδή με ανθρώπους που γουσταριζόμαστε, που επικοινωνούν τα μυαλά μας, που να επικοινωνεί πρώτα και πριν απ' όλα - όσο και αν φαίνεται γραφικό - το ήθος μας. Έτσι, με αυτή τη συνθήκη που βρήκα στη «Τζαμάικα», είπα «φέρτε τώρα σενάρια, να ξαναρχίσω στα 60 μου καριέρα».

Διακρίνεις δηλαδή στο σινεμά έναν κάποιου είδους ανταγωνισμό εξυπνακίασης, τουλάχιστον σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι τον συναντάς στην τηλεόραση ή το θέατρο;

Σ.Π: Υπάρχει και στο θέατρο αυτή η «νόσος του ζωγράφου» όπως τη λέω εγώ. Δηλαδή, επειδή δεν ξέρω να ζωγραφίσω ένα γάιδαρο, έχω χρώματα, βουτάω τα δάχτυλά μου μέσα, κάνω έτσι στον τοίχο και μετά από κάτω βάζω έναν έξυπνο τίτλο. Δεν πάει έτσι όμως. Ο Πικάσο, ο Μιρό και ο Νταλί ήξεραν πολύ καλά να ζωγραφίσουν και γάιδαρο και σπίτι κλπ πριν φτάσουν εκεί που έφτασαν. Αυτό λοιπόν συμβαίνει λίγο πολύ και στον ελληνικό κινηματογράφο.

Σπύρος Παπαδόπουλος: μου αρέσει η τέχνη να είναι υπέρ του κόσμου, όχι εναντίον του.

Έζησα νέο κινηματογραφιστή, απ’ αυτούς που είπανε «τέλος ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος και οι μαλακίες αυτές, πήγαμε στο Παρίσι, σπουδάσαμε λίγο και τώρα γυρίσαμε να σας δείξουμε ποιο είναι το ελληνικό σινεμά». Και έχω επίσης ακούσει άλλον κινηματογραφιστή, τον καιρό που ήτανε στα πάνω του κιόλας να τον ρωτάνε έξω από το «Φάννυ και Αλέξανδρος» πώς του φάνηκε και να λέει «ε καλά μωρέ εντάξει, άμα υπάρχουν τα λεφτά...»! Ότι η διαφορά του με τον Μπέργκμαν αυτή ήταν, ότι δεν είχε λεφτά! (γελάει ο Φάνης)

Εμένα μ’ αρέσει η τέχνη να είναι υπέρ του κόσμου και όχι εναντίον του. Μπορεί πχ. η «Τζαμάικα» να τυχαίνει να αρέσει και στη θεία μου. Έχω παίξει όμως και σε έργα στο θέατρο που είναι για πιο «ψαγμένους» ας πούμε. Αλλά όχι δήθεν. Ό,τι κάνω, θέλω να το καταλαβαίνω και να μπορείς να το κατανοήσεις και συ. Αν τυχόν ανεβάζω πχ έναν Ντάριο Φο και δεν είσαι πολιτικοποιημένος άνθρωπος, πιθανότατα δε σου πει τίποτα. Οκ, σε αφήνω απ’ έξω, ξέρω τι κάνω. Αλλά όχι να παίζω εναντίον σου. Γιατί υπάρχουν και ηθοποιοί σπουδαίοι που λένε «θα σας γαμήσω τώρα». Εγώ δεν είμαι αυτής της νοοτροπίας.

Ταυτόχρονα όμως, νέοι Έλληνες δημιουργοί που κάνουν, ας πούμε, πιο εξεζητημένες ταινίες, τους βλέπουμε να διακρίνονται στο εξωτερικό. Σας αρέσει αυτό το σινεμά; Το βλέπετε;

Σ.Π: Το βλέπω ασφαλώς γιατί οφείλω να το βλέπω και γενικώς να σου πω κάτι; Είναι σε τόσο δύσκολη φάση η Ελλάδα και το ελληνικό σινεμά συγκεκριμένα που θεωρώ ότι πρέπει να στηρίζουμε οποιαδήποτε ελληνική προσπάθεια. Αυτή τη μοναδική ικανότητα που έχουμε να χωριζόμαστε και να ανταγωνιζόμαστε ο ένας τον άλλον, πρέπει να καταλάβουμε ότι μόνο μας βλάπτει.

Τώρα, το αν θα επέλεγα να το δημιουργήσω εγώ, είναι άλλο θέμα. Ωστόσο δε απορρίπτω φυσικά ένα έργο ή έναν σκηνοθέτη ο οποίος μπορεί να είναι ποιητής της εικόνας και να θέλει να περάσει ας πούμε κάτι φιλοσοφικό. Ούτε λέω ότι ξαφνικά καταργώ τον Ταρκόφσκι, τον Αγγελόπουλο, τον Κρόνενμπεργκ ή τον οποιοδήποτε, έτσι; Κάθε άλλο. Απλώς, διακρίνω την αλήθεια. Και, φυσικά και θα έπαιζα - και νομίζω εκφράζω και το Φάνη εδώ - σε μία ταινία η οποία είναι αυτό που λέμε πιο προχωρημένη, αρκεί να πειστώ ότι έχει μέσα της κάτι το αληθινό.

Εσύ Φάνη τι λες;

Φ.Μ.: Συμφωνώ με τον Σπύρο. Νομίζω ότι όλο το παιχνίδι κρύβεται στις προθέσεις, όχι στην αισθητική. Θέλω να πω ότι οι προθέσεις καθορίζουν τα πράγματα και αυτές φαίνονται, εκείνες είναι που οδηγούν το αποτέλεσμα στο αν θα είναι ζωντανό ή νεκρό. Όταν ένα έργο είναι ζωντανό, δεν έχω πρόβλημα με την αισθητική του ή με τις προθέσεις του, όταν όμως είναι νεκρό εμμένοντας απλά σε μία λατρεία του αλλόκοτου, προσωπικά δεν μπορώ να ταυτιστώ.

Φάνης Μουρατίδης: για μένα η τέχνη είναι λαϊκό πράγμα, δεν μπορώ να την καταλάβω διαφορετικά. Δηλαδή συγνώμη, ο Σαίξπηρ, ο Μολιέρος και ο Αριστοφάνης για ποιους έγραφαν;

Σ.Π: Να πω κάτι εδώ για να γίνω πιο σαφής και θα αναφερθώ στο θέατρο επειδή το ζω και το ξέρω πιο καλά. Υπάρχει εκεί έξω ένας διαχωρισμός μεταξύ του εμπορικού και του ποιοτικού. Όμως το θέμα είναι ότι ποτέ το εμπορικό δεν είχε πρόβλημα με το ποιοτικό. Το αντίθετο συμβαίνει. Δηλαδή, έχω ακούσει πολλές φορές και από νέα παιδιά ακόμα να λένε «εντάξει τώρα, καλός είναι ρε παιδί μου αλλά...». Ενώ εγώ, πηγαίνοντας να δω μια παράσταση εξεζητημένη, αλλιώτικη κλπ όπου διακρίνω ταλέντο, το γουστάρω πάρα πολύ. Όμως το εμπορικό, και μιλώ για το καλό εμπορικό, δεν είναι συμπλεγματικό. Το άλλο είναι. Ωστόσο, όλα πρέπει να υπάρχουν, είναι καλό να καλύπτονται όλοι οι χώροι.

Φ.Μ.: Επίσης για μένα η τέχνη είναι λαϊκό πράγμα, δεν μπορώ να την καταλάβω διαφορετικά. Δηλαδή συγνώμη, ο Σαίξπηρ, ο Μολιέρος και ο Αριστοφάνης για ποιους έγραφαν; Για μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων που προσπαθούσαν να διυλίσουν τον κώνωπα, ας πούμε; Και δε μιλάμε για το λαϊκίστικο, αλλά το λαϊκό. Νομίζω πως σήμερα, προκειμένου να δώσουμε έμφαση σε κάποια πράγματα, φτιάχνουμε επιστρώσεις οι οποίες βαίνουν εις βάρος της δουλειάς μας.

Το λεγόμενο εμπορικό θέατρο έχει ηθοποιούς που αν κανείς τους αξιοποιήσει σωστά και τους βάλει μέσα σε μια υπέροχη συνθήκη, θα είναι πλούτος τεράστιος, τόσο για τους «ποιοτικούς» όσο και για τους «εμπορικούς». Το ότι κάνουμε αυτό το κακό σε αυτή τη χώρα να διαχωρίζουμε την τέχνη μας σε ποιοτική και εμπορική, δεν το καταλαβαίνω. Προσωπικά, την τέχνη μας την καταλαβαίνω σε ζωντανή και πεθαμένη, δεν υπάρχει κάτι άλλο. Πρέπει να είναι κάτι που δημιουργεί μια θερμοκρασία μεταξύ πομπού και δέκτη, εκεί είναι η όλη ιστορία.

Πού λέτε ότι οφείλεται αυτή η κόντρα εμπορικού και ποιοτικού;

Σ.Π.: Νομίζω στην ύλη του Έλληνα, είναι η πρώτη μας ύλη έτσι. Δεν ξέρω αν συμβαίνει για ιστορικούς, κοινωνιολογικούς ή άλλους λόγους, αλλά έχουμε έναν καταπληκτικό τρόπο να χωριζόμαστε. Υπάρχει για παράδειγμα αυτός που θα σου πει «α εγώ δεν ακούω ρεμπέτικα, μόνο Μότσαρτ» και υπάρχει και εκείνος που θα σου πει «υπάρχουν υπέροχα ρεμπέτικα, υπέροχα φάδος, υπέροχα μπλουζ, υπέροχος Μότσαρτ» και ότι η μουσική η καλή είναι μία.

Κάποτε, θυμάμαι, αποφάσισε ο Μιχαηλίδης να πάρει τον Βέγγο να παίξει Αριστοφάνη. Πέσανε όλοι να τον φάνε, έλεγαν πως υπάρχουν τόσοι άλλοι με καλύτερα βιογραφικά. Μα δεν παίζουν τα βιογραφικά βρε μαλάκα! Και βγαίνει ο Βέγγος στη σκηνή και γίνεται της πουτάνας, τους πήρε τις ταυτότητες. Ε μετά, όλοι αυτοί που βρίζανε, έτρεχαν και έκαναν προτάσεις στον Βέγγο για το ποιος θα τον πρωτοπάρει. Στην περίπτωση αυτή, είχαμε από τη μία έναν άνθρωπο υπερταλαντούχο όπως τον Βέγγο και από την άλλη μερικά νοσηρά μυαλά. Δηλαδή, αν ο Τσάρλι Τσάπλιν ήταν στην Ελλάδα, θα τον είχανε γαμήσει, θα τον είχαν σβήσει απ’ το χάρτη...

Φ.Μ.: Ο Σπύρος περιγράφει μια διαφορά: εκείνον που αγαπάει τη δουλειά από εκείνον που αγαπάει τον εαυτό του. Ο πρώτος δε βλέπει σύνορα σε αυτή τη δουλειά, επειδή αγαπάει την ίδια τη δουλειά και τη δυναμική της. Ο δεύτερος που θέλει να χρησιμοποιήσει τη δουλειά για να προβάλει τον εαυτό του, βάζει σύνορα.

 

Ας περάσουμε στην «Τζαμάικα» και στους χαρακτήρες που υποδύεστε. Τι σηματοδοτεί για τον Τίμο και τον Άκη η «Τζαμάικα»;

Φ.Μ.: Σε ό,τι έχει να κάνει με την «Τζαμάικα», το «παιδικό» κομμάτι της ταινίας είναι ο χώρος που πραγματικά βρίσκεσαι, ένας χώρος χαράς. Αν ο άνθρωπος ξέρει τον εαυτό του 100% τότε είναι χαρούμενος και όταν είσαι χαρούμενος, είσαι 100% εσύ. Αυτό το περιβάλλον λοιπόν στην «Τζαμάικα», που είναι ο χώρος της αθωότητας, της ξεγνοιασιάς, των παιδικών χρόνων, τότε που δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και που φαντασιώνεσαι τον εαυτό σου πώς μπορεί να είσαι στο μέλλον με όλα τα σενάρια να είναι πιθανά, είναι το κομμάτι που είσαι 100% εσύ…

Σ.Π: ...ή ο πυρήνας σου.

Πού αναφέρεται όμως συγκεκριμένα η ταινία; Στην παιδική ηλικία των ηρώων της ή στην ωραιοποιημένη άποψη που λέει ότι «παλιά, τα πράγματα στην Ελλάδα ήταν καλύτερα»;

Φ.Μ.: Όχι! Δεν υπάρχει αυτό (σ.σ. το δεύτερο). Με την παιδική ηλικία έχει να κάνει.

Σ.Π: Εγώ θα το προχωρήσω και λίγο παρακάτω λέγοντας ότι οι άντρες έχουμε αυτό το μεγάλο χάρισμα - έτσι το βλέπω τουλάχιστον - να παραμένει ένα κομμάτι μας παιδί. Κρατάμε ή μάλλον αγωνιζόμαστε να κρατήσουμε την επιπολαιότητά μας. Πράγμα που δεν το έχουν εύκολα οι γυναίκες. Όταν πχ. οι άντρες μιλάνε για ποδόσφαιρο ή για γκόμενες είναι σα να βλέπεις μικρά παιδιά. Όταν πήγαινα γήπεδο, καθόντουσαν δίπλα μου κάποιοι και έλεγα «κοίτα ρε μαλάκα: τώρα αυτός εδώ είναι 70 χρονών, μεγαλογιατρός, και μόλις μπει γκολ ή κάνει μια μαλακία ο διαιτητής, αντιδρά όπως αντιδρούσε όταν ήταν δέκα χρονών». Ίδιος άνθρωπος, καμία αλλαγή! Το βρίσκω σπουδαίο αυτό.

Όταν είδα τη σκηνή στο θάλαμο νοσηλείας όπου εμφανίζονται ο Νικολόπουλος, η Σταυροπούλου, ο Χαραλαμπόπουλος, ο Φερεντίνος κλπ και αρχίζουν να τραγουδάνε, είπα κοίτα να δεις που μας τρολάρουν τώρα αυτοί εδώ και στήνουν ένα inside joke του «Στην Υγειά Μας». Όντως το σκεφτήκατε έτσι;

Σ.Π: (Γελάει). Όχι, καθόλου. Επειδή ο Τίμος είναι διάσημος τηλεπαρουσιαστής, είπαμε να του φέρουμε φίλους και ανθρώπους που θα ήταν όντως στη λογική της ταινίας περσόνες της τηλεόρασης και συνάδελφοί του για να του κάνουν έκπληξη. Και είδες τη σκηνή πώς ήταν όλοι αυτοί: εκείνοι γουστάρανε ενώ εγώ (σ.σ. ο Άκης) ήμουν βλοσυρός.

Φ.Μ.: Αυτή η σκηνή γυρίστηκε είναι όπως πραγματικά θα συνέβαινε κατά πάσα πιθανότητα, άμα ήμουν πράγματι στο νοσοκομείο. Όλοι αυτοί που βλέπεις θα ήταν εκεί (γελάει)... χτύπα ξύλο δηλαδή. Όμως πέρα απ’ αυτό το υποθετικό κομμάτι, ό,τι βλέπεις στη σκηνή αυτή είναι κομμάτι της πραγματικότητας που εντάχθηκε στην ταινία, δεν είναι μυθοπλασία. Είναι αληθινό γεγονός, όντως συνέβη (σ.σ. αναφέρεται στην αληθινή ιστορία πάνω στην οποία βασίστηκε η ταινία).

Ο Τίμος που υποδύεσαι, είναι υλιστής, ηδονιστής, ζει στα όρια κλπ. Με το που μαθαίνει όμως τα νέα για την υγεία του, τα αφήνει όλα αυτά πίσω και επικεντρώνεται στο πώς θα αποκαταστήσει τη σχέση με τον αδερφό του. Πώς αντιλαμβάνεσαι αυτή την άμεση μετάβαση;

Φ.Μ.: Η σχέση προϋπάρχει στην ταινία. Είναι ήδη στην κηδεία της μητέρας τους και προσπαθεί να του πιάσει κουβέντα. Δεν είναι ότι η ασθένεια έκανε σημαντικό τον αδερφό του, από πριν του ήταν σημαντικός. Αλλά όσο για το άλλο που λες, ναι, είναι ένας άνθρωπος που έχει ζήσει τη ζωή του, δεν έχεις άρα να τον λυπηθείς για κάτι.

Παραμένει όμως ένας νέος άνθρωπος, μαθημένος αλλιώς...

Φ.Μ.: Είναι ναι, αλλά αυτό τονίζει την τραγικότητα της απώλειας. Αλλά σε ό,τι έχει να κάνει με αυτόν, είναι ένας άνθρωπος χορτάτος, συνειδητοποιημένος - δεν έχει άλλωστε κάνει ποτέ οικογένεια ούτε έχει κανένα παιδί κάπου - είναι κάποιος που έχει μια συνειδητή σχέση με την πάρτη του. Μοιάζει να είναι κουκουρούκου, αλλά αυτός είναι απλά ο τρόπος του.

Σ.Π: Αν ήταν πραγματικά κουκουρούκου ο Τίμος δε θα είχε στην κρεβατοκάμαρά του το viewmaster που είχανε με τον αδερφό του από όταν ήταν παιδιά.

Φ.Μ.: … και τη φωτογραφία με τη μάνα του και τον αδερφό του. Δεν έχει πχ τον εαυτό του. Ένας σταρ, μία ψωνάρα, θα είχε τη φωτογραφιάρα του όπως πολλά ψώνια έχουν τέτοιες στα σπίτια τους. Αυτός απλά είναι ο τρόπος του να υπάρχει μέσα στο περιβάλλον του. Η ουσία του είναι πολυσύνθετη, απλά την κρύβει.

Ποια είναι η τελευταία ταινία που σας έκανε αίσθηση;

Φ.Μ.: Το «Ιστορίες για Αγρίους» (Relatos Salvajes).

Σ.Π: Α μπράβο! Και μένα μου άρεσε, συμφωνώ απόλυτα.

Φ.Μ.: Ταινιάρα! Πολύ στο γούστο μας.

Σ.Π.: Επίσης μία από τις ταινίες που δεν μπορώ να ξεχάσω τα τελευταία χρόνια, αν και δεν είναι ακριβώς τωρινή, είναι το «Οι Ζωές των Άλλων». Αυτή η ταινία με γ@μησε, δηλαδή, είπα «α ρε πούστη, να ήμουνα εκεί, στα γυρίσματα, ακόμα και τρίτος βοηθός ηλεκτρολόγου».

Φ.Μ.: Τώρα να τον στεναχωρήσω λίγο για να του πω πως έχω παίξει το έργο, το θεατρικό (γελάει)… Αλλά πραγματικά η ταινία είναι υπόδειγμα σεναριακής γραφής.

Πείτε μου έναν λόγο γιατί κάποιος Έλληνας ηθοποιός που έχει καλή επαφή με το θέατρο και την τηλεόραση, να κάνει στις μέρες μας σινεμά.

Σ.Π: Είχε πει κάτι ο Φάνης - και το έλεγε από την αρχή - ότι κάνοντας αυτή την ταινία, πέραν του ότι ήτανε κάτι δικό του λόγω του ότι ακουμπάει σε αληθινούς ανθρώπους, θα καταλάβουμε έναν χώρο που είναι κενός. Και μακάρι να μπορέσουμε να κάνουμε και άλλα τέτοια φιλμ. Δηλαδή, δεν είναι κάτι σαν το «I Love Καρδίτσα» αλλά ούτε και το άλλο άκρο. Δεν είναι καθαρή κωμωδία στη λογική του να πάμε να γελάσουμε, ούτε είναι δράμα-δράμα για να κλάψουμε. Είναι κάτι που έχει «ανθρωπίλα» μέσα του, σάρκα, ώστε να μπορεί να συγκινήσει, να τέρψει και να κάνει τον άλλο να ψιλογελάσει.

Θεωρώ λοιπόν ότι για μένα αυτό είναι ένας σοβαρός λόγος να δουλέψω με ένα σενάριο σαν κι αυτό της «Τζαμάικα» που να πεις ρε πούστη, κάτι υπάρχει εδώ, ώστε να γουστάρω να το κάνω αυτό, από τη στιγμή που κάποιους ανθρώπους θα τους πιάσει. Για κάτι τέτοιο θα έχω λόγο να καμαρώνω μετά.

Φαντάζομαι τα εισιτήρια δεν είναι ακριβώς κίνητρο, γιατί δεν είναι πως οι ελληνικές ταινίες σκίζουνε στα ταμεία.

Σ.Π.: Ποιος τα γ@μεί τα εισιτήρια…

Φ.Μ.: Κοίτα, μακάρι να πάει καλά η ταινία μας και να κάνει και εισιτήρια. Το σημαντικό πράγμα είναι όταν σου δίνεται η ευκαιρία να είσαι σε μία ιστορία που να γουστάρεις…

Σ.Π.: …και με ανθρώπους που γουστάρεις.

Φ.Μ.: Φυσικά! Κοίταξε, θα κάνουμε και πράγματα για να επιβιώσουμε, έτσι; Αυτό το θεωρούμε αυτονόητο αυτή την εποχή.

Σ.Π.: Απλά δεν έχει να κάνει με το σινεμά αυτό, έτσι; (γέλια) Επιβίωση και σινεμά, δεν υπάρχει... (γέλια)

Φ.Μ.: Ε ναι, δηλαδή, εδώ που τα λέμε τι λεφτά να βγάλεις από το σινεμά; Εκτός κι αν είναι βέβαια κάτι διαφημιστικό, που όμως δε μπαίνει στην ίδια κατηγορία. Επανερχόμαστε λοιπόν εδώ στην λογική των προθέσεων: δε σου συμβαίνει συχνά να σου κάτσει μια ιστορία που να έχει καλές προθέσεις, γνήσιες και καθαρές προς το κοινό.

Η ταινία αυτή έχει ένα αίσθημα νοιαξίματος προς τον κόσμο, γιατί εμείς σαν καλλιτέχνες δεν έχουμε άλλο τρόπο να τον πλησιάσουμε παρά μόνο μέσα από τη δουλειά μας. Και είναι κάτι που μένει, διότι πρόσεξε να δεις διαφορά: στο θέατρο δουλεύουμε με το εφήμερο. Ήρθες, το είδες, παίζει κάπως στη μνήμη σου, μέχρι εκεί. Το σινεμά όμως υπάρχει, η ταινία είναι εκεί, ανά πάσα στιγμή μπορείς να ξανασυναντηθείς μαζί της σε άλλη φάση. Μεγάλο εργαλείο αυτό για να ξαναθυμίσεις στον κόσμο τις προθέσεις σου.

Σπύρο, πολλοί από τη γενιά των 30plus εξακολουθούν να βλέπουν φανατικά στο YouTube «Απαράδεκτους». Πώς βλέπεις την αγάπη που εισπράττει ακόμα αυτή η σειρά;

Σ.Π.: Μου αρέσει πολύ γιατί αποδεικνύει για άλλη μια φορά αυτό που λέγαμε πριν. Οι «Απαράδεκτοι» ήταν κάτι το αληθινό και βέβαια, η Δήμητρα (Παπαδοπούλου) δεν έγραφε απλά αστειάκια. Η Δήμητρα είναι μία πολύ μεγάλη «πουτάνα» στο μυαλό, και όλα όσα έγραφε έκρυβαν πίσω τους πολλή αλήθεια και πόνο. Η ατάκα «εγώ είμαι του Πολυτεχνείου», ήταν ουσιαστικά μία ευθεία αναφορά σε ανθρώπους που μέχρι χθες ήταν μπροστά στα τανκς και την άλλη μέρα είχαν πάρει ήδη καρεκλίτσα. Η δύναμή αυτής της σειράς ήταν η αλήθεια της. Συμμετείχαν φυσικά και ταλαντούχοι άνθρωποι, αλλά βασικά η αλήθεια ήταν αυτό που είχε να καταθέσει.

Εμείς μάλιστα φάγαμε πόλεμο τότε, αλλά και αργότερα λόγω των «Απαράδεκτων». Εγώ συγκεκριμένα όταν πήγα στο Εθνικό να παίξω με τον Βολανάκη, πήγαιναν και έλεγαν στον Κούρκουλο «μα είναι δυνατόν; Πού πάει το Εθνικό Θέατρο; Παίρνεις τον “Απαράδεκτο” να παίξει κλασσικό έργο;». Έτσι ήταν τα μυαλά τότε. Κοίτα όμως ακόμα και τώρα τη δύναμη αυτού του πράγματος, ακόμα και σήμερα, στα νέα παιδιά…

Παραμένει όμως ενδιαφέρον γιατί η γενιά μου, παρότι δεν έζησε Πολυτεχνείο, κόλλησε τόσο με αυτή τη σειρά.

Φ.Μ.: Να σου απαντήσω εγώ ρε φίλε, γιατί είναι κάτι ζωντανό! Μέχρι σήμερα.

Σ.Π.: Γιατί ξέρετε κατά βάθος αυτό το ψευδές που βλέπετε γύρω σας στην κοινωνία, το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;». Δεν γίνεται να μην το έχεις εισπράξει. Πρόκειται για κάτι διάχυτο, άρα δε μπορεί να μη σε τσιμπήσει εσένα.

INFO
Η ταινία «Τζαμάικα» κυκλοφορεί 21 Δεκεμβρίου στους κινηματογράφους από τη Feelgood