Η «Φαντασία» έρχεται από άλλη εποχή, αναγκαστικά τυλιγμένη σε μια μυθική αχλύ. Γεννήθηκε στο μυαλό ενός πρωτοπόρου, του Γουόλτ Ντίσνεϊ, που ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '20 είχε συνδυάσει τις ιστορίες του με την συμφωνική μουσική στα κλασσικά «Silly Symphonies». Το πρόβλημα ήταν πως στα μέσα του '30 η δημοφιλία του Ποντικού έμοιαζε να υπολείπεται κι έτσι έπεσε η ιδέα της ιστορίας του «Μαθητευόμενου Μάγου», βασισμένη σ' ένα ποίημα του Γκέτε και επενδυμένη με κάποιο κομμάτι κλασσικής μουσικής.
Κάπου εκεί η γνωριμία του Ντίσνεϊ με τον Λίοπολντ Στοκόφσκι, τον πιο διάσημο διευθυντή ορχήστρας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού εκείνη την εποχή, που σφράγισε την Ορχήστρα της Φιλαδέλφια με τον χαρακτηριστικό του ήχο, απέβη ωφέλιμη. Η ιδέα αμέσως άνθισε, «Η Χιονάτη και οι Επτά Νάνοι» θα ήταν το πρώτο φιλμ μεγάλου μήκους της εταιρείας και θα ακολουθούσαν ο «Πινόκιο» με την «Φαντασία», που τελικά βγήκαν την ίδια χρονιά, το 1940.
Για τον Ντίσνεϊ αυτό δεν θα ήταν ένα απλό πείραμα. Πέρα από προώθηση του λατρεμένου του πνευματικού παιδιού, θα περιείχε σε σπονδυλωτή μορφή βωβές μικρού μήκους, αρχετυπικών ιστοριών ή και σουρεαλιστικών συνειρμών, επενδυμένες με έργα συμφωνικής μουσικής. Θα παρέμενε δε σαν ένα διαρκώς εξελισσόμενο σχέδιο που κάθε χρόνο θα πρόσθετε ιστορίες και μουσικά έργα. Το τελευταίο κομμάτι απεδείχθη υπερβολικά φιλόδοξο, καθώς η «Φαντασία» προέκυψε εκτός των άλλων εντελώς αντιοικονομική, ωστόσο το έργο άρχισε σιγά-σιγά να παίρνει σάρκα και οστά.
Με Μπαχ, Τσαϊκόφσκι, Μπετόβεν, Μουσόργκσκι και Στραβίνσκι, μεταξύ άλλων, (ο τελευταίος, ζών μάλιστα εκείνη την εποχή, πρότεινε να γράψει κι ένα ειδικό έργο για την ταινία, πρόταση που απερρίφθη τελικά με τον Στραβίνσκι, αναμενόμενα, να μισεί την ενορχήστρωση και τους χρόνους του γλυκερά πομπώδους Στοκόφσκι στην Ιεροτελεστία του), η «Φαντασία» παρουσιάστηκε μαζί με ένα σύστημα ήχου που το στούντιο εξέλιξε ειδικά για το έργο, το Fantasound (πολλά χρόνια αργότερα, το 1956, η «Φαντασία» θα αποκτούσε την σημερινή στερεοφωνική μπάντα της) σαγηνεύοντας μια ολόκληρη γενιά Αμερικάνων και εισάγοντάς την στο θεσπέσιο κόσμο της κλασσικής μουσικής.
Ωστόσο, παρά τις αστρονομικές εισπράξεις (η ταινία παραμένει, λογαριάζοντας τον πληθωρισμό, στην 23η θέση των εμπορικότερων ταινιών όλων των εποχών!) η προβληματική διανομή στην εμπόλεμη Ευρώπη (στην Ελλάδα η ταινία προβλήθηκε τον Απρίλιο του 1942) δεν ευνόησε τις αρχικές εισπράξεις του έργου όπως και τα πλάνα του Ντίσνεϊ για συνέχεια του σχεδίου «Φαντασία».
Οι κριτικές υπήρξαν εν γένει αποθεωτικές, χωρίς να λείπουν φυσικά οι φωνές των αρνητών που δεν έβλεπαν παρά τον εκχυδαϊσμό και το εξαμερικανισμένο κιτς πάνω στο πνεύμα της συμφωνκής μουσικής (ανέκαθεν πρόβλημα να κοιτάς το δάχτυλο, συχνά ένοχη η κριτική) και σήμερα πια, ένα μόλις (ωραιότατο) σίκουελ αργότερα («Fantasia 2000»), η χρωματική πανδαισία, ο παραμυθιακός σουρεαλισμός, η επιτομή της ντισνεϊκής χάρης και η μια κάποια βασική διδακτικότητα, είναι όλα τους πάντα εδώ, πάντα κοιτώντας σε κατάματα, πάντα λογαριάζοντας πως η δύναμη της μουσικής και της τέχνης μπορεί να συνεπάρει.
Σταθερά δύσπιστοι απέναντι σε μια γενιά που δείχνει να αποτελεί στοιχείο μιας Ιστορίας που κάποια τέτοια πράγματα τα προσπερνά πλεόν αδιάφορα, προτείνουμε δίχως μισή επιφύλαξη αυτό το έργο σε νέους γονείς για τους προφανείς εκπαιδευτικούς λόγους και οπωσδήποτε στους ειδικούς αυτούς ανθρώπους που έμειναν να λογαριάζουν την τέχνη όχι σαν πολυτέλεια αλλά σαν φυλαχτό.