Ο Φρανκ Ντάραμποντ είναι Ούγγρος που γεννήθηκε στην Γαλλία, όπου διέφυγαν οι δικοί του κατά την διάρκεια των μεγάλων ταραχών του '56 στην Ουγγαρία εναντίον της τότε ΕΣΣΔ, και «προσγειώθηκε» στο Λος Άντζελες στην ηλικία των 5 ετών. Το ευρύ σινεφιλικό κοινό του οφείλει κλασάτη χολιγουντιανή τέρψη και στις τέσσερεις ταινίες που έχει σκηνοθετήσει για το σινεμά, μεταξύ αυτών και της πολυαγαπημένης «Τελευταίας Εξόδου: Ρίτα Χέιγουορθ» (ιστορικό Νο1 στο imdb εδώ και πολλά χρόνια – πολλοί δυσκολεύονται μ' αυτό...), όμως είναι κάμποσα παραπάνω από αυτό. Ας τα δούμε:
«Buried Alive» (1990)
Η πρώτη του επίσημη σκηνοθεσία είναι αυτό το τηλεοπτικό horror με στοιχεία αιματηρού νουάρ, υπερβαίνει σαφώς το πρωτόλειο, είναι καλά γραμμένο και αφηγείται μια ιστορία συζυγικής απιστίας, αίματος και υφέρποντος γοτθισμού που παραπέμπει στα τηλεοπτικά αρχέτυπα ενός Alfred Hitchcock Presents ή ενός Tale from the Crypt. Πέτυχε πάντως αρκετά για να γνωρίσει κι ένα σίκουελ επτά χρόνια αργότερα.
«Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ» (1994)
Η συγγραφική πείρα (την ίδια χρονιά γράφει και τον «Frankenstein» για τον Κένεθ Μπράνα), η άμεμπτη αίσθηση του storytelling, η καλή πρώτη ύλη και μια εντελώς απρόβλεπτη νότα (αλλά όχι ανεξήγητη είναι ωραιότατο έργο), έφτιαξαν μια ταινία που δεν είχε καμμία σπουδαία εισπρακτική επιτυχία – μόλις βρήκε τα λεφτά του στην Αμερική – αλλά συν τω χρόνω κατέλαβε ραγδαία τη συνείδηση των φίλων του αφηγηματικού σινεμά, εκείνων που ξέρουν να απολαμβάνουν μια καλή ιστορία του Στίβεν Κίνγκ, ιδανικά εκτελεσμένη και με twist που έχει εσαεί στρογγυλοκαθήσει στη λίγκα των εμπνευστικών στιγμών του σινεμά. Τέλεια συνεύρεση και δυστυχώς ένα ακόμα παράδειγμα ότι στο Χολιγουντ έχουν (σχεδόν) ξεχάσει πως φτιάχνεται το καλαίσθητο, λεπτοδουλεμένο entertainment.
«Το Πράσινο Μίλι» (1999)
Για πέντε χρόνια ο Ντάραμποντ δουλεύει την πρώτη τέχνη του, αυτή του σεναρίστα και γράφει τον τηλεοπτικό Ιντιάνα Τζόοουνς που το φέρνει και δίπλα στον άνθρωπο που αρχικά τον ενέπνευσε να θέλει να γίνει σκηνοθέτης, τον Τζορτζ Λούκας. Το «Πράσινο Μίλι» είναι μια ταινία από εκείνες που ξεχωρίζουν τους θεατές από τους κριτικούς, μαντέψτε ποιοι έχουν άδικο, με το παραδοσιακό κράμα καλοψυχίας, ευκρινούς συμβολισμού, χολιγουντιανής καλαισθησίας και μηνύματος. Ο Ντάραμποντ γίνεται ξανά ο τέλειος μεταφραστής Κινγκ για την μεγάλη οθόνη, παίρνει σχεδόν αυτάρεσκα τους χρόνους του (η ταινία είναι πάνω από τρεις ώρες!) αλλά για όποιους την αγαπήσαμε οι χαρακτήρες, η μαγική ανακάλυψη του πρόωρα μακαρίτη Μάικλ Κλαρκ Ντάνκαν, ο Τομ Χανκς, η α λα κλασσικά εικονογραφημένα αισθητική και η διάχυτη αναφορά στο σινεμά του Κάπρα αρκούν για να την βάλουν στα χολιγουντιανά κλασικά των τελών του 20ου αιώνα. Η Ακαδημία συμφωνεί με τέσσερεις υποψηφιότητες ανάμεσα στις οποίες οι δύο για τον παραγωγό και σεναρίστα Ντάραμποντ.
«Κινηματογράφος: Majestic» (2001)
«Η Ομίχλη» (2007)
Ο Ντάραμποντ πρέπει να περιέπεσε σε μια μίνι κρίση ταυτότητας με την αποτυχία του τελευταίου. Την αντιμετώπισε κάνοντας το δικό του run for cover στην θεραπεία σεναρίων αφού πέρασαν απ' τα χέρια του τα «Minority Report», «Collateral», ο τελευταίος Ιντιάνα (που ο Σπίλμπεργκ ήθελε πολύ να κρατήσει αλλά ο Λούκας απέρριψε) και το τρίτο «Mission Impossible». Ίσως αυτά τον έβαλαν σ' ένα κλίμα συντονισμού με μια εποχή που δεν χωρά η νοσταλγικότητα μέσα της, χωρίς ωστόσο να τον απομακρύνουν από τον έρωτά του για το ισόβια διαχρονικό horror. Καθώς λοιπόν η φιλία με τον Στίβεν Κινγκ καλά κρατεί, πήρε τα δικαιώματα του «Mist» και παρέδωσε έναν ανέλπιστο Ντάραμποντ που ειδικά στο φινάλε του (που διαφοροποιείται και από το βιβλίο) κόλλησε στα μούτρα της εποχής έναν πεσισμισμό και μια ματαιότητα σε οξύ ειρωνικό περίβλημα που άφησαν πολλούς εμβρόντητους. Η κριτικές αυτή τη φορά ήταν ευνοϊκές, όμως τα εισιτήρια ανεπαρκή και ίσως εδώ από πλευράς βιομηχανίας να έκλεισαν οι πόρτες του κινηματογράφου για τον σκηνοθέτη.
«The Walking Dead» (2010-2011)
Ο Φρανκ Ντάραμποντ στην συνέχεια στράφηκε προς την τηλεόραση και υπήρξε ο ιθύνων νους πίσω από το εκρηκτικό ξεκίνημα του «Walking Dead», μίας από τις δημοφιλέστερες τηλεοπτικές σειρές όλων των εποχών – που του απέφερε και από μια υποψηφιότητα σεναρίου και σκηνοθεσίας από τις αντίστοιχες Ενώσεις. Στην μία και μοναδική σεζόν που ενεπλάκη, πρόλαβε να σκηνοθέτησει τον πιλότο και να παραδώσει από τη θέση του παραγωγού έξι εξαιρετικά επεισόδια τα οποία έθεσαν τις βάσεις για μία καθηλωτική συνέχεια, γεμάτη μετα-αποκαλυπτικό ζόφο και διαδοχικά ρεκόρ τηλεθέασης.
Τέλος, το 2013 ο Ντάραμποντ εκτέλεσε χρέη δημιουργού, παραγωγού, σεναριογράφου και σκηνοθέτη της σειράς «Mob City» που τον επανέφερε στα αγαπημένα του '40ς και είναι ένα γκανγκστερικό νουάρ – ερωτική επιστολή που παρά τις καλές κριτικές ακυρώθηκε στο τέλος της πρώτης σεζόν από το κανάλι και δεν γνώρισε επιτυχία. Έκτοτε η τύχη του αγνοείται, οι λάτρεις της κινηματογραφικής του εκδοχής δεν τον ξεχνάμε και ίσως κάπου στο βάθος να ελπίζουμε κιόλας πως τις δυο ιστορίες του Κινγκ («The Long Walk», «The Monkey») που κάποτε ισχυριζόταν πως έχει τα δικαιώματα,θα τις υλοποιήσει κινηματογραφικά και θα είναι τα επόμενά του σχέδια. Να είναι γερός.