Σημειώνουμε μαζί σας αυτό το κείμενο ενδεχομένως σαν μια καταγραφή που στο μέλλον μπορεί να έχει αποκτήσει ιστορική (αν όχι αρχαιολογική) αξία. Βλέπεις, ακόμα σήμερα η τηλεόραση μοιάζει να αισθάνεται ένα χρέος προς τον καλύτερο εαυτό της επιδιώκοντας να βρει ένα κινηματογραφικό ακροατήριο, το μέγεθος και την μέθεξη της αίθουσας. Αυτό δεν είναι υπογεγραμμένο πια πως θα συμβαίνει σε λίγα χρόνια.
Μαζί με τον τρόπο της κατανάλωσης του προϊόντος, έχει αλλάξει και το εννοούμενο κύρος του κάθε μέσου. Τα χρήματα ή καλύτερα το είδος των χρημάτων που απαιτούνται πια από την αγορά συστήνουν ένα δυναμικό σύστημα που όσο τραβιέται από τη μια από την παραγωγή («πρέπει να πληρώνουμε λιγότερα και να απευθυνόμαστε σε περισσότερους») άλλο τόσο υποχρεώνει την δημιουργία να αναζητά τρόπους να πραγματοποιηθεί που τη φέρνουν κοντύτερα στην τηλεόραση.
Άλλοτε, όχι τόσο παλιά, η τηλεόραση ήταν το μέτρο της παρακμής ενός καλλιτέχνη. Σήμερα τους πάμπολλους ηθοποιούς, έχουν ακολουθήσει οι σεναριογράφοι και οι σκηνοθέτες. Το να βλέπεις σήμερα την καινούργια ταινία των αδελφών Κοέν να έχει την πρεμιέρα της στην τηλεόραση, είναι σαν να έβλεπες στην τηλεόραση πριν από είκοσι χρόνια την καινούργια ταινία του Άλτμαν. Τα πράγματα έχουν αλλάξει και η οικονομία θα αποκοινωνικοποιήσει αυτή τη μεριά του θεάματος. Η Ιστορία θα προχωρήσει μέχρις ότου κάτι ή κάποιοι της βρουν προτιμότερη δίοδο έκφρασης.
Ως τότε, εμείς του παλαιόθεν οι εκδρομείς, απολαμβάνουμε τα χασομέρια μιας διαδικασίας μεταφοράς τηλεοπτικών σειρών στο σινεμά που οφείλεται περισσότερο στην λόξα κάποιων με τις διαστάσεις του πανιού και την οικονομία του έργου τους (οι «Χήρες» κοστίζουν μόνο 42 εκατομμύρια) παρά στην πραγματική φορά των πραγμάτων. Φαινόμενα όπως η πιθανότητα ενός κινηματογραφικού «Game of Thrones» μοιάζουν περισσότερο απόνερα μιας λογικής που έλεγε πως το «Χ Files» ή το «Sex and the City» θα γίνουν ταινίες παρά η υπαρκτή μελλοντική πιθανή πραγματικότητα στην οποία το fan base θα σχηματίζεται από μια ταινία που εν συνεχεία θα γίνεται τηλεοπτική σειρά.
Ας δούμε λοιπόν δέκα σειρές από τις πάμπολλες που πέρασαν στο σινεμά (όχι απαραίτητα επιτυχώς…) αξιοποιώντας την αισθητική διαφορά της οικονομίας της αυτοτέλειας (άλλη, σημαντικότερη, οικονομία για την τέχνη αυτή), του κάδρου και της καλλιτεχνικής ακεραιότητας του να παραδίδεις κάτι ολοκληρωμένο χωρίς «ουρές» προς μελλοντική εκμετάλλευση.
«The Muppet Movie» (1979) του Τζέιμς Φρόλεϊ.
To καινοτόμο αριστούργημα του Τζιμ Χένσον μεγάλωσε δυο γενιές θεατών, παρότι τηλεοπτικά υπήρξε «μόλις» έξι χρόνια, είχε καλεσμένη την αφρόκρεμα της showbiz της εποχής και κέρδισε αναρίθμητες υποψηφιότητες και βραβεία Έμμυ και (τηλεοπτικά) BAFTA. Στο σινεμά ο Κέρμιτ, η Πίγκι και η αξιαγάπητη κουστωδία αυτού του βαριετέ εμφανίστηκε 10 φορές (!) με το πρώτο να είναι μια αστρονομική επιτυχία στα ταμεία και το τελευταίο το 2014 (!), το ωραιότατο «Muppets Most Wanted» σημειώνοντας αξιόλογη επιτυχία.
«Ο Φυγάς» («The Fugitive», 1993) του Άντριου Ντέιβις.
Βασισμένο στο «The Fugitive» (1963-1967), δημιουργός Ρόι Χάγκινς
Τεράστια επιτυχία του ABC για τέσσερεις σεζόν, με πρωταγωνιστή την Ντέιβιντ Τζάνσεν στον ρόλο ενός γιατρού που κατηγορείται άδικα για τον φόνο της γυναίκας του. Στο σινεμά η ταινία με τον Χάρισον Φορντ και τον Τόμι Λι Τζόουνς έδωσε πράσινο φως στο Χόλιγουντ που τότε ξεκινούσε να μεταφέρει επιτυχημένες σειρές στη μεγάλη οθόνη, υπήρξε τεράστια επιτυχία (είχε κι ένα άτυπο σίκουελ) και παραμένει ένα κλασσικό δείγμα τέλειου σινεμά σκεπτόμενης κινηματογραφικής δράσης.
«Miami Vice» (2006) του Μάικλ Μαν.
Βασισμένο στο «Miami Vice» (1984-1989), δημιουργοί Άντονι Γιέρκοβιτς και Μάικλ Μαν
Αρχετυπική σειρά του ‘80, καθοριστική για την αποτύπωση μιας κουλτούρας αλλά και την πολιτική χαρτογράφηση των διαδρομών του εγκλήματος σε εποχή που αυτό ακόμα σόκαρε, το «Miami Vice» πήρε 15 υποψηφιότητες για Έμμυ μόνο στη πρώτη σεζόν του, είχε 22 εκατομμύρια θεατές στο τελευταίο του επεισόδιο (όταν πια η σειρά θεωρητικά είχε εκπνεύσει) και προετοίμασε το έδαφος για τον, συνδημιουργό του, Μάικλ Μαν και τον επίσημο ερχομό του στο σινεμά. Το 2006 μετά βαίων και κλάδων η σειρά ήρθε στο σινεμά με σκηνοθέτη τον Μαν και πρωταγωνιστές τους Κόλιν Φάρελ και Τζέιμι Φοξ (αντί των Ντον Τζόνσον και Φίλπ Μάικλ Τόμας), μετά την προβολή έμειναν μάλλον μόνο οι κλάδοι ημών που λατρεύαμε τη σειρά και λατρέψαμε και την ταινία.
«Οι Ιππότες της Ελεεινής Τραπέζης» («Monty Python and the Holy Grail», 1975) των Τέρι Τζόουνς και Τέρι Γκίλιαμ.
Βασισμένο στο «Monty Python’s Flying Circus» (1969-1974) δημιουργοί Monty Python
Το «Flying Circus» παίχτηκε για πέντε σεζόν στο BBC και το ευγνωμονούμε γιατί έφερε στο προσκήνιο μια κωμική ομάδα που διεύρυνε τον όρο «κωμική» διανθίζοντας το ήδη φλεγόμενο βρετανικό τους χιούμορ με νότες φιλοσοφίας και κριτικής αναθεωρητικότητας σ’ ένα εγκεφαλικό κράμα γελωτοποιού ευθυμίας που, χωρίς μισή υπερβολή, άλλαξε ζωές ανθρώπων που το παρακολουθούσαν απνευστί. Όταν οι Πύθωνες (Κλιζ, Άιντλ, Τζόουνς, Γκίλιαμ, Πάλιν και Τσάπμαν) αποφάσισαν να κάνουν μια «κανονική» ταινία ήταν με συνεισφορές φίλων και συγγενών (όπως οι Pink Floyd που σταθερά διέκοπταν τις ηχογραφήσεις για να παρακολουθήσουν επεισόδιο) και το αποτέλεσμα ήταν το «Holy Grail» μια κωμωδία που κάνει φύλλο και φτερό τον μύθο του Αρθούρου (σα να κάναμε εμείς σάτιρα της Ιλιάδας, τόση η διαφορά μοντέρνου πολιτισμού) και μας κάνει ακόμα ευτυχείς και μόνο στην ανάμνησή της. Ευτυχώς ακολούθησαν κάμποσα έργα ακόμη.
«Bean: Η Υπέρτατη ταινία καταστροφής» («Bean», 1997) του Μελ Σμιθ.
Βασισμένο στο «Mr. Bean» (1990-1995), δημιουργοί Ρόουαν Άτκινσον, Ρίτσαρντ Κέρτις
Στις πέντε σεζόν του ο Κος Μπιν έφερε την σωματική κωμωδία στο προσκήνιο σε τέτοια κλίμακα ώστε να αποδείξει πως η κωμωδία αυτή μπορεί να είναι ενδεχομένως το μόνο παγκόσμιου βεληνεκούς δημιούργημα του θεάματος. Ο Μπιν αναμφιβολα στέκει δίπλα στον Σαρλό ως αναγνωρισιμότητα κι ας μην μεγαλοπιάστηκε ποτέ θεματικά ή δεν κατάφερε ποτέ να γίνει μια καλή ταινία για τον κινηματογράφο. Η πρώτη ταινία πάσχει κινηματογραφικά κερδίζει όμως επί μέρους ακριβώς γιατί θυμίζει πόσο υπέροχα αστεία είναι όταν μεγάλα σώματα ενδίδουν στην σκανδαλοθηρία, τη ζαβολιά (και τις «κακίες») μικρών παιδιών.
«Οι Ατσίδες με τα Μπλε» («The Blues Brothers», 1980) του Τζον Λάντις.
Βασισμένο στο «Saturday Night Live» (1975 - ), δημιουργοί Λορν Μάικλς και Ντικ Έμπερσολ
Στην 44η σεζόν του το SNL είναι βέβαια μια από τις μακροβιότερες τηλεοπτικές εκπομπές, έχοντας φιλοξενήσει στο ποικιλόμορφο σόου του περίπου κάθε σημαντική φιγούρα της αμερικάνικης stand up κωμωδίας από τον Τσέβι Τσέις και τον Ρόμπιν Γουίλιαμς, μέχρι τον Άνταμ Σάντλερ, τον Έντι Μέρφι, τον Μπίλι Κρίσταλ και τον Τζιμ Κάρεϊ. Ωστόσο είναι οι «Ατσίδες με τα Μπλε», με τους αποφοίτους του SNL Ντάν Ακρόιντ και Τζον Μπελούσι πρωτεργάτες του, που αποτυπώνει την αναρχική κωμωδία στα καταστασιακά καλύτερά της, μια κωμωδία που δεν αφήνει τίποτα όρθιο, ένα πανκ καλοντυμένος ύμνος που διατυπώνει ορθότερα (…) το πνεύμα αυτής της ανθεκτικής σειράς-φυτώριο κωμωδίας.
«Σταρ Τρεκ: Η Ταινία» («Star Trek: The Motion Picture, 1979) του Ρόμπερτ Γουάιζ.
Βασισμένο στο «Star Trek: The Original Series» (1966-1969), δημιουργός Τζιν Ρόντενμπέρι
Μπορεί σήμερα να είναι μέρος μιας αυθεντικής, πολυμελούς φανατικής κουλτούρας, μπορεί να έχει δει 13 (!) κινηματογραφικές ταινίες κα πληθώρα κόμικ, παιχνιδιών και αντικειμένων, ωστόσο υπήρξε μια σειρά που δεν πήγε καλά εμπορικά και ακυρώθηκε σχετικά νωρίς στην τρίτη της σεζόν. Ωστόσο ένα cult κοινό αναπτυσσόταν βαθμιαία και ένα υλικό πολύ μπροστά από την εποχή του βασισμένο στην λογική της επιστημονικής έρευνας και της πολυπολιτισμικότητας θα έβρισκε τον δρόμο για την αίθουσα σε μια όχι και τόσο καλή ταινία που εντούτοις έθετε με ιδεολογικό σεβασμό τις βάσεις ενός λαμπρού franchise τηλεοπτικού και κινηματογραφικού μέλλοντος.
«Επικίνδυνη Αποστολή» («Mission Impossible», 1996) του Μπράιαν Ντε Πάλμα.
Βασισμένο στο «Mission: Impossible» (1966-1973), δημιουργός Μπρους Γκέλερ
Μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία, γνώρισε και μια ατυχή αναβίωση για δύο χρόνια στα τέλη της δεκαετίας του ’80, για να έρθει ο Τομ Κρουζ στα μέσα του ’90, να αναλάβει την παραγωγή και την φινέτσα μιας εποχής και να διατάξει πως η σειρά θα φέρει και το όραμα της υπογραφής του σκηνοθέτη της και αποτελέσει συνάμα κι ένα χρονικό: αφ’ ενός της action κουλτούρας όπως ορίζεται από το περιβάλλον του 007 κι αφ’ ετέρου της αυτοπροσωπογραφικής διαδρομής (μαζί και γήρανσης) ενός ανθρώπινου franchise, του ίδιου του Τομ Κρουζ που με αυτή την αειθαλή κινηματογραφική σειρά χρίζεται ως ένας από τους ελάχιστους ηθοποιούς-auteur της ιστορίας του σινεμά.
«Οικογένεια Άνταμς» («The Addams Family», 1991) του Μπάρι Σόνενφελντ.
Βασισμένο στους κόμικ χαρακτήρες του Τσαρλς Άνταμς και την ομώνυμη σειρά (1964-1966)
Δύο σεζόν αλλά και αρκετές αναβιώσεις σε διάφορα φορμά στην συνέχεια, υπήρξαν αρκετά για να κάνουν την Paramount να πιστέψει στο όραμα του ως τότε διευθυντή φωτογραφίας Μπάρι Σόνενφελντ για τον Γκόμεζ, την Μορτίτσια και την φανταστική τους ορισμικά γκόθικ οικογένεια. Ο Ραούλ Τζούλια και η Αντζέλικα Χιούστον ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον, η δεύτερη ταινία είναι καλύτερη από την πρώτη (υπάρχει και τρίτη, δεν λέει τίποτα) και ας ελπίσουμε το animation που ετοιμάζεται για του χρόνου να είναι αντάξιο των κατάμαυρων προσδοκιών του.
«Ο Ύποπτος Κόσμος του Τουίν Πικς» («Twin Peaks: Fire Walk with Me», 1992) του Ντέιβιντ Λιντς.
Βασισμένο στο «Twin Peaks» (1990-1991), δημιουργοί Μαρκ Φροστ και Ντέιβιντ Λιντς
Στα χαρτιά πολλών η σειρά που έδειξε έναν άλλο δρόμο για την τηλεόραση, απέτυχε φυσικά παταγωδώς και ακυρώθηκε στην δεύτερη σεζόν. Όμως αυτό ήταν μια εκδοχή τηλεοπτικής πραγματικότητας, όπως εκδοχής της έννοιας της πραγματικότητας είναι και η σειρά η ίδια, ένα από τα μυστικότερα, πιο αλλόκοτα, πιο φαντασματικά (και ποτέ φαντασμένα), πιο απρόσμενα whodunit που είδαμε ποτέ. Έτσι ήταν περίπου δεδομένο πως μια ταινία αυτή τη φορά θα ήταν κατώτερη των προσδοκιών. Και το «Fire» παίρνει αβίαστα και τον αμφίβολο τίτλο της χειρότερης ταινίας του Λιντς, ένα έργο σχεδόν ανώφελο που αδειάζει τα αινίγματα κι εκθέτει το μυστήριο μιας σειράς χωρίς ανάλογο. Κι έτσι ωστόσο αξίζει να το δεις, έστω και για τους λόγους που αρέσει σε κάποιους από μας να κοιτάμε αποτυχημένα έργα μεγάλων δημιουργών – δηλαδή την αριστοκρατική τους τάση ακόμα κι όταν αποτυγχάνουν μεγαλοπρεπώς.