Τι να γράψεις για τον Τζιν Χάκμαν. Έναν ηθοποιό που κάπως ανύποπτα μπήκε στο σινεμά στις αρχές του ’60, μετά από μια πενταετία ασυρματιστή στους Πεζοναύτες (ήταν τοποθετημένος στην Κίνα όταν ξέσπασε η εκεί Κόκκινη Επανάσταση). Ξεκίνησε να σπουδάζει άλλα αντ’ άλλων, αλλά τον κέρδισε η Καλιφόρνια και η επιδίωξη της καριέρας στην Υποκριτική. Και στο τέλος του ’60, εκεί στο σημαδιακό για το Χόλιγουντ 1967 του «Μπόνι και Κλάιντ», βρέθηκε στην ταινία – γνωρίζονταν και με τον Μπίτι από εκείνο το ωραιότατο, το «Lilith» (1964) του Ρόσεν. Το στίγμα του ήταν τέτοιο στην ταινία του Πεν που τότε, εκεί, μια διαδρομή 37 επόμενων κινηματογραφικών χρόνων ξεκίνησε.
Ο Χάκμαν είναι αμύθητος ηθοποιός. Εμπεριέχει χειροπιαστά μια αρετή που κανένας πρωτοκλασάτος του ’70 δεν διέθετε. Ήταν πραγματικά ανέγγιχτος από τον «λαϊκισμό» του σταρ, του ηθοποιού δηλαδή που πρέπει να είναι συμπαθής. Έβγαζε μια τρομερή επιμονή, μια ξεροκεφαλιά κι έναν κίνδυνο, κρυμμένα μόλις κάτω από την «μάσκα Τζιν Χάκμαν», μια έκφραση παγωμένου υπομειδιάματος που μπορούσε να διαβαστεί όπως ακριβώς χρειαζόταν ο ρόλος. Μπορούσε να είναι ο «σκύλος» του «French Connection» (που του χάρισε το πρώτο του Όσκαρ Α’ Ανδρικού – σε μια πραγματικά λαμπρή στιγμή της Ακαδημίας που έκτοτε ίσως ποτέ δεν αναγνώρισε ξανά ανάλογα λιτές ερμηνείες), ο παθητικός κι έρμος εμμονοληπτικός της «Συνομιλίας», ο εναργής απονευρωμένος του φριχτά άγνωστου «Night Moves», ο ποικιλοτρόπως δάσκαλος του Πατσίνο στο έξοχο «Scarecrow». Μπορούσε ενδιάμεσα να μπει στον «Young Frankenstein» και να δείξει ένα προφίλ και μια άνεση στην κωμωδία με ένα deadpan ασύγκριτο. Μπορούσε να γίνει Λεξ Λούθορ στον «Σούπερμαν».
Σχεδόν κάθε βήμα του Χάκμαν αποδεικνύει κάτι που ελάχιστοι έχουν καταφέρει, και κανείς που να περιφρόνησε τόσο το σταριλίκι και τον ναρκισσισμό της «επιτυχίας»: ότι ο άνθρωπος αυτός είχε κριτήριο. Αναλογικά με τον αριθμό των συμμετοχών του ελάχιστες πέρασαν στα ψιλά της σινεφίλ αντίληψης – και ποτέ εξαιτίας του. Δεν υπάρχει μισή ταινία να μην ήταν άριστος. Συνεργάστηκε με όλους, ή σχεδόν όλους – μιας και υπάρχουν κάποιοι διάσημοι δημιουργοί που δεν καλύπτονται από την στεγνή ένταση αποφυγής κάθε εντυπωσιασμού που έχει ο Χάκμαν. Και είναι ασύλληπτο πόσο ενδιαφέρουσες έγιναν οι ταινίες που κόσμησε. Ταινίες που με άλλον δεν τις ξανάβλεπες απαραίτητα, με αυτόν γίνονταν ανθολογήσιμες. Και πάντα χωρίς τον κόπο και την επιτήδευση της μεταμόρφωσης, των προφορών, της τζάμπα επικοινωνίας. Άλλαζε εκ των έσω, δάνειζε το πέτρινο πρόσωπο, χάριζε το αξέχαστο μέταλλο της φωνής του (κάποτε είπαν «η καλύτερη φωνή του αμερικάνικου σινεμά», είχαν δίκιο), έκανε τον ρόλο αδύνατο να τον φανταστείς με άλλον. Και όχι σε μια ταινία τον χρόνο, όχι σποραδικά, όχι σαν βεντέτα. Ήταν ακριβός, πανάκριβος και ποτέ δημοσιοσχεσίτικα ακριβοθώρητος. Κι όταν ο ίδιος θεώρησε ότι «αρκετά», just like that που θα έκανε φυσώντας το χέρι του ο Κάιζερ Σόζε, μας εγκατέλειψε για να αλλάξει ζωή (έγινε συγγραφέας επιτυχημένων βιβλίων ιστορικής μυθοπλασίας, θρίλερ, γουέστερν). Πίστευε σ’ αυτά που έκανε, θριάμβευσε σε αυτά που γούσταρε.
Η δεκαετία του ’80 του είναι ενδεχομένως ισάξια, αν όχι καλύτερη από αυτήν του ’70, κάτι που επίσης κανείς από τους διαπρέψαντες του ’70 δεν κατάφερε. «Κόκκινοι», «Under Fire», «Eureka», «Target» (Θεέ μου πόσο του πήγαινε ο Άρθουρ Πεν), μεγαλειώδης στο «Hoosiers», «No Way Out», «Another Woman», «Mississippi Burning», «The Package». Όλες τους δίχως αυτόν δεν θα ήταν απλά άλλες ταινίες, θα ήταν υποδεέστερες.
Και στο ’90 συνέχισε ένα σερί τρελό. «Unforgiven» (και δεύτερο Όσκαρ και αποθέωση αυτού που μόνο ο Γουόλτερ Μπρέναν έκανε παλιότερα, αλλά ο Χάκμαν μπορούσε να είναι και πρωταγωνιστής), αξέχαστος στο «The Firm» – όπου μπορούσε να κάνει κοτζάμ Τομ Κρουζ να φαίνεται πιο παιδάκι απ’ όσο ήταν- «Wyatt Earp» και «Quick and The Dead» διπλό γουέστερν χτύπημα, «Crimson Tide» βέβαια, (παρεξηγημένο ριμέικ) «Birdcage», «Absolute Power» ξανά με Ίστγουντ – τι ευφορία, αλήθεια!- «Twilight» με Πολ Νιούμαν, «Enemy of the State», «Under Suspicion» σε έναν ρόλο που θα έλεγες ποτέ άλλος από τον Μισέλ Σερό δεν θα μπορούσε να αγγίξει. Ήταν τόσο μεγάλος ηθοποιός ο Τζιν Χάκμαν…
Κανονικά δεν πρέπει να στεναχωριόμαστε. 95 χρόνων και μια ζωή όπως την ήθελε. Αφήνει μια σκληρή επίγευση η πιθανότητα να έφυγε όπως υπαινίσσονται κάποια Μέσα, αυτοκτονώντας με την σύζυγο ακούγεται την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, αλλά δεν υπάρχει τίποτε μεμπτό στο να αποφασίζεις την έξοδό σου. Ωστόσο, κάποιοι τουλάχιστον, στεναχωριόμαστε. Όπως συνέβαινε κάθε ένα από αυτά χρόνια (και οι δικοί μας αναγνώστες, όσοι μοιραζόμαστε καθημερινά πράγματα του σινεμά, θα το θυμούνται) που βιώναμε την στέρηση της παρουσίας του στο πανί, σαν σύμβολο λες μιας κατάστασης που δεν είχε πια την εμβέλεια να τον συγκρατήσει. Σαν επιβεβαίωση του ότι “it’s the movies that got smaller”. ΄Έλειπε επιτακτικά – ακριβώς όπως μόνο ο Νίκολσον- που φεύγοντας από το πανί μας άφησε θαρρείς με ένα κομμάτι ύφασμα.
Tίποτε όμως από αυτά δεν ισχύει τελικά. Εκτός του ότι ήταν μέγιστος. Και μέγιστος παραμένει αλώβητα κάθε φορά που κυλούν οι τίτλοι ταινίας του. Ολοζώντανος για πάντα εκεί, στον κινηματογράφο μας, στο άθικτο από τον χρόνο πανηγύρι ζωής που συντελέστηκε άπαξ για να επιστρέφει(ς) επ’ άπειρον, ή όσο τέλος πάντων διαρκέσουμε. Δεν είναι καν μια δύσκολη υπόσχεση η μνήμη του, δεν είναι καθήκον, ούτε χρέος. Είναι χαρά και τύχη μας.