Έχουν περάσει 16 χρόνια από την τελευταία ταινία που σκηνοθέτησε, τη «Χορωδία του Χαρίτωνα». Στο μεταξύ μεσολάβησαν ο νευραλγικός θεσμικός του ρόλος στη διεύθυνση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου την πενταετία 2011-16, καθώς επίσης αρκετές τηλεοπτικές σειρές («Γιούγκερμαν», «Οι Ιστορίες του Αστυνόμου Μπέκα»). Όμως η επιστροφή του Γρηγόρη Καραντινάκη στην σκηνοθεσία για το σινεμά είναι εμφατική και αφορά στο «Σμύρνη Μου Αγαπημένη», την ακριβότερη ελληνική παραγωγή μέχρι σήμερα.
Πρόκειται για ένα φιλόδοξο δράμα εποχής, βασισμένο στο ομώνυμο και εξαιρετικά λαοφιλές θεατρικό (και βιβλίο) της Μιμής Ντενίση, το οποίο μας μεταφέρει εντυπωσιακά στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη λίγο πριν την καταστροφή του 1922, συνδέοντας εκείνο το ανεπούλωτο ακόμα τραύμα της προσφυγιάς με την προσφυγική κρίση του σήμερα (διαβάστε τη γνώμη μας για την ταινία εδώ). Με αφορμή την κυκλοφορία του «Σμύρνη Μου Αγαπημένη» στις αίθουσες, μια συγκυρία που συμπίπτει με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, μιλήσαμε με τον Γρηγόρη Καραντινάκη θέλοντας να μάθουμε τα όσα αποκόμισε από την εμπειρία μιας ταινίας που ακόμα και εν μέσω πανδημίας, φιλοδοξεί να σπάσει ταμεία και να αγκαλιαστεί από το ελληνικό κοινό.
Φωτογραφίες γυρισμάτων: Βάσια Αναγνωστοπούλου
Ήταν για εμάς σημαντικό να βιώσει ο θεατής το προσφυγικό και την κατάσταση του να είσαι πρόσφυγας, το πώς κάποιος οδηγείται σε βάρκα
Καταρχάς πώς βιώσατε την επιστροφή σας στο σινεμά μετά από χρόνια;
Επειδή βίωσα τόσο άσχημα την ενασχόλησή μου με τα κοινά και τις θεσμικές υποχρεώσεις, όλο αυτό μου φάνηκε ανακουφιστικό. Σίγουρα μεσολάβησε μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί έκανα και άλλα πράγματα στο μεταξύ, αλλά θα έλεγα ότι λειτούργησε λυτρωτικά για μένα. Και βέβαια αισθάνομαι πολύ καλά επιστρέφοντας σε αυτό που έκανα μια ζωή και δεν πρόκειται να ξανακάνω τίποτε άλλο.
Το μέγεθος της παραγωγής είναι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα. Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε;
Όταν φτιάχνεις μία ταινία πάντα παλεύεις με φαντάσματα τα οποία πρέπει με κάποιο τρόπο να υλοποιηθούν, εδώ αυτά ήταν πάρα πολλά αυτά. Οι προκλήσεις για τον οποιοδήποτε καλλιτέχνη είναι πάντα δημιουργικές. Για μένα έτσι λειτουργεί το πράγμα, δηλαδή με φέρνουν πολλές φορές στα όρια μου και αναγκάζομαι να εφεύρω πάλι ένα καινούργιο τρόπο προσέγγισης, να επανεξετάσω τα εργαλεία μου, τα εκφραστικά μου μέσα. Οι προκλήσεις λειτουργούν για μένα πάντα δημιουργικά. Δεν τις βλέπω με άγχος. Θεωρώ ότι είναι ένα σύμπαν, είτε μικρό είτε μεγάλο, που πρέπει να το κατασκευάσεις, που θα έχει άρωμα πραγματικής ζωής και μέσα του θα πρέπει να εντάξεις όλα εκείνα τα οποία έχεις σκοπό να πεις στους θεατές.
Μιλώντας για φαντάσματα, η Σμύρνη έχει τα δικά της. Γιατί πιστεύετε ότι συγκινεί ακόμη η Ιστορία της το ελληνικό κοινό;
Πρώτον γιατί ήτανε μία πόλη-σύμβολο της εποχής της, όσον αφορά την πολυπολιτισμικότητα, τη συνύπαρξη εθνοτήτων και θρησκειών, ήταν ένα κράμα μιας πόλης μυθικής. Και όχι επειδή χάθηκε με αυτό τον τρόπο ή επειδή έτσι την εισπράττει πάρα πολύς κόσμος μέσα από τις αφηγήσεις γιαγιάδων, παππούδων κλπ. Ήταν και τότε έτσι. Υπάρχουν μαρτυρίες Αμερικανών στρατιωτών που έφταναν τότε στη Σμύρνη και έλεγαν «ποιο Παρίσι;». Η ζωή, η διασκέδαση, όλο αυτό το άρωμα μιας κοσμοπολίτικης εστίας, ήταν ένα δυνατό εμπορικό και οικονομικό κέντρο της εποχής. Για αυτό το λόγο αποτελεί μύθο και τότε και τώρα. Έχει έναν φαντασιακό ορισμό μίας χαμένης Ατλαντίδας, για να το πω έτσι. Και όλη η Μικρασιατική Καταστροφή έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις μέσα μας, γιατί κανένας δεν ξέρει επακριβώς πώς συνέβη, πώς βρέθηκαν τόσες χιλιάδες κόσμου να ακροβατούν μεταξύ μιας φλεγόμενης πόλης και κάποιων καραβιών. Είναι ακόμη ένα ανοιχτό τραύμα το οποίο αιμορραγεί για πάρα πολλούς ανθρώπους που ήρθαν από εκεί. Υπάρχουν πράγματα που ακόμη δεν έχουν ειπωθεί.
Για μένα οι προκλήσεις λειτουργούν πάντα δημιουργικά. Δεν τις βλέπω με άγχος
Η ταινία βασίζεται σε ένα ιδιαίτερα δημοφιλές θεατρικό έργο. Ποια ήταν τα περιθώρια και ο δικός σας βαθμός ελευθερίας ώστε να το μεταφέρετε στο σινεμά;
Τα δικά μου περιθώρια τα όρισε καταρχάς το σενάριο της Μιμής Ντενίση και του Μάρτιν Σέρμαν. Εγώ απλώς έβαλα μέσα τη μάτια, τον τρόπο και την σκηνοθετική μου ανάγνωση σε αυτό το σενάριο, προσθέτοντας και κάποια πράγματα, φυσικά, όπως γίνεται σε όλες τις ταινίες. Έτσι κι αλλιώς το σενάριο ξαναγράφεται κατά τη διάρκεια του μοντάζ. Υπάρχουν πράγματα που δεν έχουν μπει τελικά στην ταινία. Εγώ είχα βέβαια δημιουργική ελευθερία, αλλά όλα τα όριζε η κατάσταση των πραγμάτων, το μπάτζετ κλπ. Τώρα όσον αφορά το θεατρικό έργο, αλλάξανε κάποια πράγματα, γιατί άλλη είναι η θεατρική σύμβαση και άλλο το σινεμά. Τα σπαράγματα του θεατρικού παραμένουν πάντως, δεν θα μπορούσε άλλωστε να γίνει και αλλιώς, αλλά αυτό που θέλω να πω είναι ότι απέκτησε μία κινηματογραφική αφήγηση, σε μεγάλο βαθμό.
Η ταινία εστιάζει αρκετά στη μεγάλη εικόνα, τα γεγονότα που σφράγισαν τη μοίρα της Σμύρνης. Πώς αξιολογείτε την ισορροπία ανάμεσα στο ιστορικό παρασκήνιο και το προσωποπαγές δράμα της οικογένειας Μπαλτατζή;
Θεωρώ ότι υπάρχει αυτή ισορροπία, η οποία ξεκινά βέβαια από την δραματουργία. Η πολιτική στάση των δύο αδερφών Μπαλτατζή [σ.σ. Λεωνίδας Κακούρης και Κρατερός Κατσούλης στους ρόλους] και κυρίως η εμπλοκή του ενός στο ρου της Ιστορίας, δημιουργούν αυτή την ισορροπία. Η λειτουργία της οικογένειας Μπαλτατζή άγεται και φέρεται μέσα από την παράλληλη δράση της Ιστορίας. Αυτό μου φαίνεται ότι λειτουργεί πετυχημένα, δεν θεωρώ ότι το ένα καπελώνει το άλλο, συνεχώς η Ιστορία έρχεται και βγαίνει στην επιφάνεια παράλληλα με τα προσωπικά μικρά δράματα. Στην ουσία, ακόμα και το δράμα της Φιλιώς Μπαλτατζή [σ.σ. την υποδύεται η Ντενίση] είναι ότι ο άντρας της ασχολείται πολύ με τα πολιτικά και δεν προσέχει την οικογένεια όσο πρέπει. Από την άλλη, αυτό ήταν κάτι που θεωρώ ότι υπήρχε σε τέτοιου τύπου οικογένειες και τότε: πάρα πολύ πλούσιοι Σμυρνιοί στήριξαν - και οικονομικά ακόμα - τον Βενιζέλο και το εγχείρημα της Μεγάλης Ιδέας. Όταν βέβαια αργότερα αποτραβήχτηκαν οι σύμμαχοι, αυτή η στήριξη αυτή εννοείται πως δεν ήταν αρκετή.
Η Σμύρνη έχει έναν φαντασιακό ορισμό μίας χαμένης Ατλαντίδας
Τι προσδοκάτε να εισπράξει το κοινό από την ταινία;
Πρώτα απ’ όλα αυτό που θέλουμε όλοι να πούμε έχει να κάνει κυρίως με το προσφυγικό: ότι εν δυνάμει είμαστε όλοι πρόσφυγες, ακόμα και τώρα που μιλάμε. Η συγκυρία είναι αυτή που κάνει είτε εμάς είτε κάποιον άλλο πρόσφυγα, και δε μιλάω για μια συμπαντική τυχαιότητα αλλά για κάποια συμφέροντα, κυρίως οικονομικά, τα οποία επηρεάζουν χώρες, λαούς, πληθυσμιακές κοινότητες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο ρου της Ιστορίας. Ως Έλληνες έχουμε υπάρξει πρόσφυγες και μετανάστες, ενώ τώρα είμαστε ένα από τα κέντρα υποδοχής προσφύγων και μεταναστών. Για αυτό και η ταινία ξεκινάει από προσφυγικό καταυλισμό του 2015 και τελειώνει σε προσφυγικό καταυλισμό του 1923. Θέλω να πω, ήταν για εμάς σημαντικό να βιώσει ο θεατής το προσφυγικό και την κατάσταση του να είσαι πρόσφυγας, το πώς κάποιος οδηγείται σε βάρκα για να φτάσει σε κάποια παράλια απέναντι. Ήταν κάτι που δεν έπρεπε να λείπει από την ταινία.
Υπάρχει πάντως και το στοιχείο της ύβρεως, της ελληνικής πλευράς που κινείται επεκτατικά προς την τουρκική ενδοχώρα κατά την εκστρατεία.
Ναι υπάρχει κι αυτό το κομμάτι, όπως και αυτό της αντιμετώπισης των τότε Ελλήνων προς τους Μικρασιάτες, που λέγανε ότι «δεν θα χαθεί και η Ελλάδα για τη Σμύρνη και τη Μικρασία». Δεν έχει εντυπωθεί στον κόσμο πόσο οι Ελλαδίτες δεν θέλανε τη Μικρασία, όπως φαίνεται στην σκηνή της πορείας στην Αθήνα ενάντια στην εκστρατεία. Και δεν τη θέλανε για πολλούς λόγους, εξαιτίας πολιτικών συσχετισμών, βασιλικοί εναντίον βενιζελικών κλπ. Έτσι χιλιάδες κόσμου βρέθηκαν στην κατάσταση που βρέθηκαν όχι μόνο για τα συμφέροντα των συμμαχικών δυνάμεων, αλλά και εξαιτίας των πολιτικών ισορροπιών εντός της χώρας.
Όταν φτιάχνεις μία ταινία πάντα παλεύεις με φαντάσματα. Εδώ ήταν πάρα πολλά
Η ταινία απευθύνεται αποκλειστικά στο ελληνικό κοινό ή θα μπορούσε να την αγκαλιάσει και το τουρκικό;
Πιστεύω θα μπορούσε να την αγκαλιάσει και το τουρκικό κοινό, γιατί ακόμα και προς αυτή την κατεύθυνση η ταινία προσπαθεί - και θεωρώ ότι το καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό - να κρατήσει μια τίμια στάση. Δηλαδή, μέσα από τον βασικό Τούρκο ήρωα κιόλας [σ.σ. ο Μπουράκ Χακί υποδύεται τον σοφέρ των Μπαλτατζήδων] φαίνεται ότι οι Τούρκοι ναι μεν ήταν αγαπητοί στους ευκατάστατους Έλληνες, οι οποίοι τους είχαν στα σπίτια τους και τους σπούδαζαν τα παιδιά, αλλά είχαν ταβάνι μέχρι πού μπορούσαν να φτάσουν. Μπορεί να υπήρχαν εξαιρέσεις πλούσιων και αστών Τούρκων, αλλά ο μέσος Τούρκος είχε ταβάνι μέχρι πού μπορούσε να φτάσει, ειδικά στη Σμύρνη. Και αυτό αποτυπώνεται στην ταινία. Και δεν είναι κακοί οι Τούρκοι που εμφανίζονται εδώ. Οι δύο τουλάχιστον πρωταγωνιστές δεν είναι σε καμία περίπτωση, ενώ ο ένας είναι και θύμα.
Ισχύει, παρότι συχνά ακούμε προειδοποιήσεις στην ταινία πως οι Τούρκοι αποτελούν απειλή.
Ναι, αλλά αυτές τις προειδοποιήσεις τις κουβαλάει περισσότερο η Αρμένισσα, η Τακουί, την οποία υποδύεται η Ταμίλα Κουλίεβα. Η οικογένεια της οποίας είχε σφαγιαστεί το 1915 με τη γενοκτονία των Αρμενίων. Εκείνη είναι που το κουβαλάει ως τραυματική εμπειρία και δεν μπορεί να το κουβαλάει αλλιώς, έτσι ήταν και όλοι Αρμένηδες τότε. Άλλωστε, η πυρκαγιά στη Σμύρνη από τη δική τους συνοικία ξεκίνησε, πριν επεκταθεί με διάφορους τρόπους και κατακάψει σχεδόν όλη την πόλη, πλην της τουρκικής συνοικίας. Αυτό επίσης είναι ένα γεγονός. Εξάλλου μην ξεχνάμε ότι στο καταστατικό συνέδριο των Νεότουρκων, ήταν στόχος η εκκαθάριση από οποιεσδήποτε χριστιανικές μειονότητες. Παρόλα αυτά, οι Σμυρνιοί αντιμετώπιζαν αλλιώς τους Τούρκους.
INFO
Η ταινία «Σμύρνη μου Αγαπημένη» κυκλοφορεί από Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου στους κινηματογράφους από την Tanweer.