Ο Φόντα, όπως ίσως μόνο ο Μπόγκαρτ και ο Μίτσαμ από εκείνη την εποχή, ορίζει το less is more. Η Μέθοδος εν πολλοίς κατέστησε ανεπίκαιρη αυτή την σπουδαία (όχι μόνο ερμηνευτικά) ιδιότητα, όμως αυτό δεν αλλάζει τον αντίκτυπό της στον σημερινό θεατή που δεν συγκινείται από την υπερβολή της χειρονομίας, της γκριμάτσας, του θορύβου. Οι ηθοποιοί της κλασικής εποχής παρουσιάζονταν στο πλατώ κι έλεγαν τα λόγια τους εμπιστευόμενοι έναν χαρακτήρα (δραματουργικό αλλά και δικό τους) που έβγαζε τα κάστανα απ’ την φωτιά φορτώνοντας το κείμενο με όσα χρειαζόταν.
Ήταν βέβαια κι άλλος ο κόσμος. Ο Φόντα έφτασε στο Χόλιγουντ χωρίς δεκάρα, έκανε ότι δουλειά υπήρχε, έκανε και παρέα – ισόβια θα ήταν – με τον Τζίμι Στιούαρτ (πόσο ωραίο όμως όταν ηθοποιοί που σου αρέσουν μαθαίνεις ότι έκαναν και παρέα) και τον Τζον Γουέιν και τον Γκάρι Κούπερ – αρκεί βέβαια να μην μιλούσαν πολιτικά. Σφοδρός Δημοκρατικός ο Φόντα, κραταιοί Ρεπουμπλικάνοι αυτοί, οι αντιδικίες έδιναν κι έπαιρναν. Ήταν βέβαια ωραίος Δημοκρατικός κι ο Φόντα, όχι σαν την κόρη του που το γύρισε στον εξωαριστερό ακτιβισμό και πήγαινε και φωτογραφιζόταν με τα αντιαεροπορικά των βιετναμέζων (απολογήθηκε χρόνια αργότερα, δεν ήξερα δεν καταλάβαινα…). Ήταν τόσο ωραίος ώστε να αποφασίσει πως θα πάει και να πολεμήσει στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο (στον Ειρηνικό ήταν) αντί να κουβεντιάζει τον πασιφισμό ενόσω η ανθρωπότητα απειλούνταν. Ως οικογενειάρχης πάντως φημολογείται πως δεν ήταν και ο προσιτότερος μπαμπάς του κόσμου, αλλά αυτό δεν είναι δική μας δουλειά.
Η πρώτη μεγάλη ταινία για τον Φόντα έρχεται το 1937 με το «You Only Live Once» του Φριτς Λανγκ, ένα πρωτονουάρ στο οποίο υποδύεται έναν πρώην κατάδικο που δεν μπορεί να στήσει λόγω αυτού τη ζωή που ονειρεύεται και, τυπικά λανγκικά, πέφτει στον μύλο της μοίρας και του φαταλισμού του σκηνοθέτη. Ωραία ταινία, ιστορικά κι αισθητικά σημαντική.
Αργότερα ο Φόντα πέφτει στην πάντα ωφέλιμη αγκαλιά του Τζον Φόρντ, αρχικά με δυο ταινίες του ’39, τον «Νεαρό Κύριο Λίνκολν» (ταιριαστός και ιδεώδης) και το εγχρωμότατα ωραίο «Τα Τύμπανα των Μοχόκων» μαζί με την Κλοντέτ Κολμπέρ. Την επόμενη χρονιά έρχονται, ξανά με τον Φορντ, «Τα Σταφύλια της Οργής», χαλάει ο κόσμος τότε με το βιβλίο, χαλάει και με την ταινία, εδώ λογίζεται ένας πρώτος προσωπικός θρίαμβος. Με τον Φορντ – που επίσης δεν ήταν και πολύ των φιλελευθερισμών – ο Φόντα είχε μια σχέση βαθιάς εκτίμησης, τόσο που να αντέχει και το γεγονός πως κάποια χρόνια αργότερα αλληλογρονθοκοπήθηκαν στο σετ του «Κυρίου Ρόμπερτς» (1955). Ο Φόντα ορκίστηκε να μην ξανασυνεργαστεί μαζί του, το τήρησε, η εκτίμηση όμως παρέμεινε. Με τον Φορντ συνεργάστηκαν ακόμα στην μέγιστη «Αγαπημένη μου Κλημεντίνη» (1946, αμέσως μετά την στράτευσή του), τον εξπρεσιονιστικό, θρησκευτικό «Φυγά» (παραγνωρισμένο έργο) και το πρώτο μέρος της «Τριλογίας του Ιππικού», το «Φορτ Απάτσι» (1948) που υποδύεται έξοχα τον σαλεμένο διοικητή (απέναντι στον ήπιο Γουέιν!) που οδηγεί στην σφαγή τους στρατιώτες του.
Εμβόλιμα να αναφερθούν δύο έργα ενδεικτικά του ταλέντου του. Το ένα είναι το εξαίσιο «προοδευτικό» γουέστερν «The Ox-Bow Incident» (1943, Γουίλιαμ Γουέλμαν) με θέμα την φρίκη του δολοφονικού όχλου και το άλλο είναι βέβαια η εξωφρενικά διασκεδαστική «Lady Eve» του Πρέστον Στάρτζες που (όπως και το «Rings on her Fingers» της επόμενης χρονιάς του Μαμούλιαν) αποκαλύπτουν το εκνευριστικά αβίαστο κωμικό ταλέντο του ηθοποιού. (Αυτό το «αβίαστο» είναι που θύμωνε και την Τζέιν που σκοτωνόταν στη δουλειά με την Μέθοδο του γείτονα Στράσμπεργκ και δεν χώνευε που ο πατέρας της απλά εμφανιζόταν και τα έλεγε).
Μπαίνοντας στην δεκαετία του ‘50 – έχουμε βέβαια παρακάμψει πολλά – ο Φόντα θα είναι στο ωκεανικό «Πόλεμος και Ειρήνη» (1956) του Κινγκ Βίντορ μαζί με την Όντρεϊ Χέμπορν και την ίδια χρονιά θα κάνει και το «13 Εγκλήματα Ζητούν Ένοχο» του Χίτσκοκ που λίγοι έχουν δει και ξέρουν πόσο λάθος κάνουν οι πολλοί. Την επόμενη χρονιά έρχονται οι «12 Ένορκοι» που το έχετε δει και ξέρετε περί τι μεγέθους ομιλούμε, κάνει κι ένα υπεραγαπημένο έλασσον γουέστερν με τον Άντονι Μαν σκηνοθέτη και τον Άντονι Πέρκινς συμπρωταγωνιστή, το «Tin Star». Το ‘62 πρωταγωνιστεί στην καλύτερη ταινία πολιτικής/δημοκρατικής διαδικασίας που έγινε ποτέ, το «Advise & Consent» του Ότο Πρέμινγκερ και το ‘64 είναι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ στο άγνωστο «Fail Safe», το θρίλερ πυρηνικού τρόμου του Σίντνεϊ Λιούμετ, που έκανε το προκλητικό σφάλμα να βγει τη χρονιά του «Dr. Strangelove» - που έχει το ίδιο θέμα. Ως γνωστόν από τέτοιες αντιπαραθέσεις δεν βγαίνεις νικητής. Να το ψάξετε όμως, είναι ωραιότατο.
Το ‘68 ο Λεόνε εμπνέεται το αδιανόητο. «Αυτά» τα γαλάζια μάτια, σου λέει, είναι παγωμένο ατσάλι, ο Φόντα θα παίξει τον Κακό. Το «Κάποτε στη Δύση» είναι ένα αριστουργηματικό «μπαλέτο θανάτου», όπως άριστα έχει γραφτεί, και ο Φόντα, με το παράξενο, ανάλαφρο περπάτημα, το κρύο στην ψυχή και τον στερεωμένο αμοραλισμό είναι μάλλον ο καλύτερος κακός σε γουέστερν κι από τους καλύτερους στην ιστορία γενικώς. Την ίδια χρονιά, ποιος το θυμάται, κρατά έναν κρίσιμο ρόλο στον θαυμάσιο «Στραγγαλιστή της Βοστώνης» μαζί με τον Τόνι Κέρτις.
Κάμποσες ταινίες, πολύ θέατρο (ποτέ δεν το εγκατέλειψε) και αρκετά προβλήματα υγείας αργότερα, στη δύση μιας καριέρας επαρκώς σπουδαίας ώστε το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου να τον έχει στην 6η θέση των μεγαλύτερων της κλασικής εποχής, θα έρθει μια απροσδόκητη «Χρυσή Λίμνη» (1981). Γράμμα της μετανοήσασας κόρης στον όχι καλύτερο μπαμπά του κόσμου, το έργο θα έφερνε τον Φόντα για μοναδική φορά παρτενέρ της Κάθριν Χέμπορν αλλά και συμπρωταγωνιστή της κόρης (που είχε ήδη δύο Όσκαρ και περισσότερες υποψηφιότητες από τον μπαμπά). Θα ήταν επίσης ένας εισπρακτικός θρίαμβος, θα έφερνε το πρώτο του Όσκαρ (από τέσσερεις υποψηφιότητες), παρότι είχε ήδη πάρει ένα τιμητικό την περασμένη χρονιά, αλλά πιο πολύ θα ήταν μια καταλυτική ερμηνεία επίδειξης ισχύος του «αυθόρμητου» (αν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο) στυλ παιξίματος σε μια εποχή που η Μέθοδος θριάμβευε.
Είναι σαφές πως σαν τον Χένρι Φόντα δεν υπήρξαν πολλοί, του απολογούμαι που δεν συμπεριέλαβα κάμποσους τίτλους ακόμα. Σαφέστερη όμως περισσότερο είναι απεικόνιση του χαρακτήρα του αμερικανικού δέοντος που συνόψισε άρα και η σημασία του ως σπονδύλου στην ραχοκοκκαλιά μιας ωραίας, περασμένης εποχής του κινηματογράφου μας.