«Η μουσική ήταν αυτή που λύτρωσε τον Τζάνγκο»: Ο Ετιέν Κομάρ μιλά στο cinemagazine

Πριν 10 μήνες, συναντήσαμε στο Βερολίνο τον σκηνοθέτη του «Django», της ταινίας που άνοιξε με ιδιαίτερη επιτυχία την περασμένη Μπερλινάλε. Ακολουθούν όσα μας είπε σχετικά με την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, τον θρυλικό κιθαρίστα και συνθέτη Τζάνγκο Ράινχαρντ, τη δυνατή σύνδεση της ταινίας του με το σήμερα αλλά και το πόσο γρήγορα κατάφερε να μάθει κιθάρα για τις ανάγκες του ρόλου ο εξαιρετικός πρωταγωνιστής του, Ρεντά Καντέμπ.

Συνέντευξη στον Νεκτάριο Σάκκα
«Η μουσική ήταν αυτή που λύτρωσε τον Τζάνγκο»: Ο Ετιέν Κομάρ μιλά στο cinemagazine

Ο έμπειρος σεναριογράφος και παραγωγός Ετιέν Κομάρ («Ενώπιον Θεών και Ανθρώπων», «Timbuktu»), πραγματοποίησε στα 50 του το σκηνοθετικό ντεμπούτο, παραδίδοντας μια εξαιρετικά επίκαιρη και καλοζυγισμένη δημιουργία που επικεντρώνεται στον θρυλικό κιθαρίστα και συνθέτη Τζάνγκο Ράινχαρντ, τον καιρό που προσπαθούσε να ξεφύγει από το γερμανοκρατούμενο Παρίσι του 1943. Μπορείτε να διαβάσετε την άποψή μας για την ταινία εδώ.

Το αποτέλεσμα φαίνεται πως ξεπέρασε τις όποιες προσδοκίες του ανήσυχου Γάλλου σκηνοθέτη (πια), αφού το «Django» του είχε την τιμή να ανοίξει την αυλαία του 67ου Φεστιβάλ Βερολίνου. Μία τιμή που ανταπέδωσε στο πολυπληθέστατο κοινό της διοργάνωσης.

Με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας στις αίθουσες, έχει έρθει η ώρα να μοιραστούμε μαζί σας όλα όσα είπε ο Ετιέν Κομάρ δέκα μήνες πριν στο Βερολίνο, στο καθιερωμένο στρογγυλό τραπέζι όπου μας συνάντησε, μαζί με δημοσιογράφους από όλο τον κόσμο.

Πώς ήταν για εσάς η μετάβαση από παραγωγή στη σκηνοθεσία;

Λίγο αφότου ξεκίνησα να γράφω το σενάριο για το «Ενώπιον Θεών και Ανθρώπων» και να ασχολούμαι με τα διαδικαστικά της παραγωγής, άρχισα να ενδιαφέρομαι όλο και περισσότερο για την πιο καλλιτεχνική πλευρά της δουλειάς αυτής, και ταυτόχρονα όλο και λιγότερο για το κομμάτι της παραγωγής που είναι αρκετά διαφορετικό. Για μένα όμως, στην πραγματικότητα, το να κάνει κάποιος ταινίες είναι κατά βάση δουλειά ενός καλλιτέχνη. Επομένως, από τη στιγμή που με ενδιέφερε το καλλιτεχνικό κομμάτι, το να γνωρίζω ήδη το σκέλος της παραγωγής ή να μπορώ να γράφω σενάρια, ήταν φυσικό να με οδηγήσει στο τελικό στάδιο, δηλαδή το να θέλω να σκηνοθετήσω μια ταινία.

Για μένα είναι μεγάλη ευκαιρία και τύχη το να μπορώ να γυρίσω ταινία στα 50 μου. Τη θεωρώ μια πολύ καλή στιγμή στη ζωή μου όπως ήρθε και νομίζω πως με οδήγησε μέχρι εδώ μια φυσική ροπή που ένιωθα μέσα μου. Ξέρετε, στη Γαλλία όλοι θέλουν να σε βάλουν σε κάποιο κουτάκι, πχ «οκ εσύ είσαι παραγωγός; θα μείνεις παραγωγός», όμως εμένα μου αρέσει η πρόκληση να αλλάζω και να προχωρώ. Δεν ξέρω τι θα κάνω μετά από εδώ, σίγουρα θέλω να κάνω και άλλη ταινία, μου αρέσει αυτό, όπως μου αρέσει το να γράφω σενάρια για άλλους σκηνοθέτες. Είναι πολύ σημαντικό να βοηθάς άλλους να κάνουν ταινίες, να προσεγγίζεις τον τρόπο σκέψης τους. Μοιάζει με ταξίδι όλο αυτό. Όμως και η παραγωγή μου αρέσει, γιατί το να την αναλαμβάνεις είναι καθοριστικό προκειμένου να γνωρίζεις ακριβώς τι χρειάζεσαι ώστε να κάνεις ένα φιλμ.

Άρα όταν ξεκινήσατε να ασχολείστε με το σινεμά, δεν ονειρευόσασταν να γυρίσετε δικές σας ταινίες;

Όχι, καθόλου. Ήμουν απλά σινεφίλ, οπότε αντιμετώπιζα τον κόσμο ενός σκηνοθέτη ως κάτι πολύ ιδιαίτερο και ευρύ, όμως όταν άρχισα να συνεργάζομαι στενά μαζί τους, μου προέκυψε φυσιολογικά. Το οποίο είναι αρκετά διαφορετικό από κάποιον που στα 16 του θέλει ήδη να κάνει την πρώτη του ταινία. Στην κινηματογραφική βιομηχανία, όπως και στη μουσική, θεωρείται πλεονέκτημα το να είσαι νέος, ενώ σε άλλους κλάδους όπως στην αρχιτεκτονική, ξεκινάς να κατασκευάζεις το πρώτο κτήριο στα 45. Όμως μου αρέσει που ο καθένας έχει διαφορετικό τρόπο προσέγγισης για να κάνει σινεμά.

Τι σκεφτήκατε όταν μάθατε πως το «Django» θα είναι η ταινία έναρξης του Φεστιβάλ Βερολίνου;

Ήμουν τόσο χαρούμενος, πραγματικά. Ήταν τρομερή τιμή! Η Μπερλινάλε είναι πολύ σημαντικό φεστιβάλ για μένα, γιατί κάθε χρόνο ανακαλύπτει τόσους πολλούς νέους σκηνοθέτες, περισσότερους και από τις Κάννες - παρότι τις αγαπώ τις Κάννες και έχω βρεθεί μάλιστα εκεί με ταινία. Ήταν υπέροχο όμως το γεγονός ότι ο διευθυντής του Φεστιβάλ Βερολίνου, Ντίτερ Κόσλινγκ, μας πρότεινε να φέρει εδώ την ταινία και να ανοίξει με αυτή τη διοργάνωση. Ειλικρινά, δε μπορώ να ονειρευτώ κάτι καλύτερο, ήταν έκπληξη για μένα! Ταυτόχρονα ήταν και λίγο τρομακτικό βέβαια, έλεγα «ω θεέ μου» με όλη αυτή την ένταση, το έντονο ενδιαφέρον από τους δημοσιογράφους και όλη αυτή την προβολή που θα έπαιρνε η ταινία στο Βερολίνο, αλλά ασφαλώς είμαι πάρα πολύ χαρούμενος για όλο αυτό.

Μία από τις ιδιαιτερότητες της ταινίας είναι ότι, παρότι αφορά τον Τζάνγκο, από κάποιο σημείο και μετά θα έλεγε κανείς πως δεν είχε να κάνει απλά με το ποιος ήταν, αλλά ότι ήταν ένας τσιγγάνος, ένας απλός άνθρωπος που τον καταδίωκαν οι ναζί. Πού βρίσκεται για σένα ο διαχωρισμός ανάμεσα στον Τζάνγκο ως καλλιτέχνη και στο ότι είναι ένας άνθρωπος που προσπαθούσε να ξεφύγει από τους ναζί;

Από τον Τζάνγκο υπάρχουν μόνο 350 φωτογραφίες του, τρία λεπτά φιλμ, λίγα βιβλία και μόνο η μουσική του. […] και αυτή ήταν η αφορμή για να δημιουργήσουμε τον δικό μας Τζάνγκο, σεβόμενοι βέβαια τι γνωρίζαμε για αυτόν.

Προσωπικά, βλέπω την ταινία να διαχωρίζεται σε δύο μέρη. Και όπως το βλέπω ήταν ενδιαφέρουσα η φυγή του Τζάνγκο από το Παρίσι, γιατί τη στιγμή που αποφασίζει να φύγει δεν έχει πλήρη εικόνα τι συμβαίνει στον κόσμο. Μέχρι εκείνο το σημείο περιβάλλεται από την επιτυχία και την εκτίμηση που χαίρει αυτός και η μουσική του, και αυτός είναι ο λόγος που η πρώτη σεκάνς κρατάει τόσο. Αλλά για μένα έχει σημασία, γιατί εκεί βλέπουμε τον άνθρωπο αυτό να είναι αφοσιωμένος στη μουσική του και να μην έχει συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει στους συνανθρώπους του, σε άλλους τσιγγάνους κλπ. Επειδή όμως έρχεται η ίδια η Ιστορία και τον αρπάζει, όταν [ο Γκέμπελς του] προτείνει να πάει να παίξει στη Γερμανία, καλείται να πάρει μια απόφαση.

Από εκείνο το σημείο ξεκινά το δεύτερο μέρος της ταινίας, εκείνο όπου ο Τζάνγκο γίνεται φυγάς, οπότε και αναδύεται πια ξεκάθαρα ενώπιόν του το όλο δράμα, η τραγωδία που βιώνουν οι δικοί του. Γι αυτό και θεωρώ αυτό το δεύτερο μέρος έντονα παθιασμένο, γιατί δείχνει πολλά για τον ίδιο τον Τζάνγκο. Ήταν πολύ σημαντικό για τον ίδιο ότι τότε θέλησε να αλλάξει τη μουσική του και να δημιουργήσει εκείνο το συμφωνικό κομμάτι που βλέπουμε στο τέλος της ταινίας. Του είχε γίνει εμμονή αυτό, παρότι σήμερα δεν είναι αυτή η πτυχή της μουσικής του διαδρομής που τον έχει καταξιώσει. Για μένα λοιπόν, αυτό το κομμάτι αποτέλεσε τη συμβολική επιβεβαίωση πως ο Τζάνγκο ένιωσε στο πετσί του την όλη τραγωδία.

Ποια ήταν η αφετηρία σου για να διηγηθείς την ιστορία του Τζάνγκο; Η ζωή του, γενικά;

Όχι, όχι, ήταν το ξεκίνημα της φυγής του από το Παρίσι. Δεν ήθελα να κάνω βιογραφία, γιατί κατά τη γνώμη μου, με εξαίρεση πολύ λίγες ταινίες, [οι βιογραφίες] μοιάζουν με ένα μείγμα ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας κατά τις οποίες εστιάζεις σε ορισμένες σημαντικές περιόδους του εκάστοτε πρωταγωνιστή. Αντίθετα, μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον το να επικεντρωθείς σε μια πολύ συγκεκριμένη περίοδο, όπου έχεις τη δυνατότητα να δώσεις μεγαλύτερη έμφαση στην αφήγηση αλλά και φροντίδα στην ιστορία. Και αυτό με ενδιέφερε εδώ: η μουσική του Τζάνγκο, η οποία τον τυφλώνει αρχικά, πριν βρει τελικά τη λύτρωση.

Το ότι η ταινία κάνει πρεμιέρα στο Βερολίνο, πόσο συνδέεται με την προσφυγική κρίση, από τη στιγμή που η πόλη αυτή έχει δεχτεί μεγάλο αριθμό προσφύγων;

Χαίρομαι που πολλοί διακρίνουν στην ταινία ένα καθρέφτισμα ως προς το σήμερα. Όσο προετοιμάζαμε την ταινία γινόταν και σε εμάς εμφανές πως υπάρχει όντως σύνδεση. Άλλωστε και στην ίδια την πλοκή υπάρχει αυτό το θέμα: η ευθύνη του καλλιτέχνη, η εμπλοκή ή μη στα πράγματα, οι άνθρωποι χωρίς πατρίδα που ζουν στους καταυλισμούς, το γεγονός πως άνθρωποι προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα, όλα αυτά ήταν μέρος της ταινίας. Και μας χαροποίησε πολύ που ο Ντίτερ Κόσλινγκ και οι διοργανωτές του Φεστιβάλ είδαν αμέσως αυτή τη σύνδεση που συζητάμε και θέλησαν να προσκαλέσουν την ταινία εδώ. Αυτός άλλωστε ήταν και ένας από τους λόγους που τη γυρίσαμε.

Η φυλή των Σίντι που εμφανίζεται στην ταινία, αποτελείτο από ηθοποιούς;

Ήταν πολύ σημαντικό για μένα να συνεργαστώ με τους Σίντι, μια πολύ ιδιαίτερη κοινότητα, τα μέλη της οποίας υπήρξαν πολύ γενναιόδωρα μαζί μας και μας υποδέχθηκαν ιδιαίτερα θερμά. Και ήμουν σίγουρος πως σε καμία περίπτωση δε θα ήθελα να πάρω ηθοποιούς για να τους υποδυθούν. Έχουν μια ιδιαίτερη διάλεκτο που λίγοι τη μιλούν πια και ήθελα να έχω στην ταινία τις μορφές τους, τα πρόσωπά τους για να πλαισιώσουν τον Ρεντά Κατέμπ που δεν είναι Σίντι. Με αυτό τον τρόπο η ταινία θα παρέπεμπε ως ένα βαθμό σε ντοκιμαντέρ, δημιουργώντας μια ισχυρή αίσθηση πραγματικότητας. Οπότε, όλοι οι τσιγγάνοι που εμφανίζονται στην ταινία είναι αληθινοί, όπως η εκπληκτική Μπίμπαμπ Μερστάιν που παίζει τη μητέρα [του Τζάνγκο]. Ήταν εκπληκτικό το ότι συμμετείχαν στην παραγωγή.

Όπως επίσης, πρέπει να πω πως και οι μουσικοί που εμφανίζονται στην ταινία είναι πραγματικοί και όντως παίζουν στις σκηνές της ταινίας. Ακόμα, προσέξαμε πολύ, προκειμένου το τελικό αποτέλεσμα της μουσικής του Τζάνγκο να ακούγεται ακριβώς όπως θα ακουγόταν το 1945, κάτι που εκτίμησαν και όσοι ειδικοί από το χώρο της μουσικής είδαν την ταινία.

Ισχύει ότι ο Ρεντά Κατέμπ παίζει κανονικά κιθάρα στις σκηνές του;

Ακριβώς. Ο Ρεντά με εξέπληξε επειδή έμαθε κιθάρα σε πολύ λίγο χρόνο. Δούλεψε πάρα πολύ σκληρά. Θυμάμαι πως τρεις μήνες πριν ξεκινήσουμε γυρίσματα, ο τρόπος που ακόμη χρησιμοποιούσε τα δάχτυλά του δεν ήταν ο ιδανικός: τότε έριξα την ιδέα στην παραγωγή να χρησιμοποιήσουμε ψηφιακά εφέ για τα χέρια του, ώστε να έχουμε οπτικά το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Κι όμως, μέχρι να φτάσουμε στα γυρίσματα είχε ήδη ανεβάσει τόσο πολύ το επίπεδό του, με αποτέλεσμα σε καμία από τις σκηνές που παίζει να μη χρησιμοποιήσω ψηφιακά εφέ. Τουλάχιστον στα γενικά πλάνα, γιατί μόνο για τα πολύ κοντινά είχαμε κανονικό μουσικό να τον αντικαθιστά.

Πόσο κοντά νομίζεις ότι βρίσκεται ο Τζάνγκο της ταινίας σε σχέση με τον πραγματικό;

Ξέρετε, η αλήθεια είναι πως γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για τον πραγματικό Τζάνγκο. Υπάρχουν 350 φωτογραφίες του, τρία λεπτά φιλμ, καμία συνέντευξή του, κανένα γράμμα του, καμία δική του μαρτυρία παρά μόνο μερικών που τον ήξεραν, λίγα βιβλία αλλά καμία επίσημη βιογραφία. Μόνο τη μουσική του. Αυτό είναι όλο. Ήταν εν γνώση μας το υλικό αυτό αλλά για μένα, το να επικεντρωθώ μόνο σε αυτά τα δύο χρόνια ήταν η αφορμή για να δημιουργήσω τον δικό μας Τζάνγκο, σεβόμενοι βέβαια το ποιος ήταν και τι γνωρίζαμε για εκείνον, αλλά και χωρίς τη διάθεση να φτιάξουμε ένα αντίγραφό του. Δεν είναι ας πούμε μια περίπτωση σαν τον Σερζ Γκενσμπούργκ, από τον οποίο υπάρχουν διαθέσιμες πολλές συνεντεύξεις του.

Έχετε κάποια εξήγηση μέσα από την έρευνα που κάνατε, γιατί οι ναζί επέλεξαν όχι μόνο να τον ανεχτούν αλλά και να τον προμοτάρουν ακόμα, παρότι ήταν τσιγγάνος;

Ξέρετε, η τζαζ κατά τη διάρκεια του πολέμου είναι ένα σπουδαίο θέμα για να ερευνήσει κανείς. Μπορείς να κάνεις ολόκληρη μελέτη για αυτή στα χρόνια του β’ παγκοσμίου πολέμου. Ο Κιούμπρικ ήθελε να κάνει ταινία γι αυτό, για τον «Dr. Jazz» συγκεκριμένα, αν τον ξέρετε. Η τζαζ είναι πολύ αντιφατική από τη φύση της, προέρχεται από τις ΗΠΑ, από τα μπλουζ κλπ. Και αυτός ήταν ο λόγος που η ναζιστική προπαγάνδα την απαγόρευσε πολύ νωρίς, από τη δεκαετία του ‘30 κιόλας, την ίδια στιγμή όμως που ήταν τρομερά δημοφιλές ως είδος. Τη λάτρευαν οι νέοι, οι στρατιώτες και ακόμα και την περίοδο του πολέμου, οι τελευταίοι είχαν την ανάγκη να αποφορτιστούν κάπως, να χορέψουν.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην ξέρουν οι ναζί πώς να την ελέγξουν: έβγαζαν νόμους, προσπαθούσαν συνεχώς να την περιορίσουν κλπ. Ο Τζάνγκο όμως ήταν τότε πολύ δημοφιλής και το ‘43 η Γερμανία ήταν ήδη πολύ στριμωγμένη, οπότε αυτό που υποθέτω, χωρίς να έχω συγκεκριμένα στοιχεία βέβαια, είναι ότι οι ναζί προσπαθούσαν να δώσουν κίνητρο και ηθικό στο στράτευμά τους, θέλοντας με κάποιο τρόπο να τον χρησιμοποιήσουν.

INFO
Η ταινία «Τζάνγκο ο Βασιλιάς του Σουίνγκ» κυκλοφορεί ήδη στις αίθουσες από την One From the Heart