Από τον «Δρ.Νο» στο «Spectre»: Βλέπουμε ξανά όλες τις ταινίες Τζέιμς Μποντ

Πριν την πολύπαθη, κινηματογραφική έξοδο του «No Time to Die», βλέπουμε ξανά όλες τις ταινίες της μακρόβιας κατασκοπικής σειράς και τις κρίνουμε συνοδεία μπόλικων μαρτίνι. Ντράι μαρτίνι!

Από τον Λουκά Κατσίκα
Από τον «Δρ.Νο» στο «Spectre»: Βλέπουμε ξανά όλες τις ταινίες Τζέιμς Μποντ

INFO
Η νέα ταινία Τζέιμς Μποντ «No Time to Die» σε σκηνοθεσία Κάρι Φουκουνάγκα θα κυκλοφορήσει στις ελληνικές αίθουσες 30 Σεπτεμβρίου από την Tulip Entertainment.

Δρ. Νο, (1962) του Τέρενς Γιάνγκ

Box office: 59,6 εκατ. δολλάρια
Μουσική τίτλων: Ο Τζον Μπάρι και η ορχήστρα του
Πόσα μαρτίνι; 3/4

Μεγάλη μερίδα θεατών που έτυχε να γνωρίσουν τον Τζέιμς Μποντ από μεταγενέστερες ταινίες θα εκπλαγούν βλέποντας ότι η απαρχή των κινηματογραφικών περιπετειών του έγινε με μία δημιουργία η οποία ελάχιστη σχέση είχε με το ύφος των υπόλοιπων φιλμ. Τα ξέφρενα σενάρια οικουμενικής καταστροφής και οι εξεζητημένοι κακοί δεν έχουν κάνει ακόμη την εμφάνισή τους, η αφήγηση παραμένει απλή και άμεση -καμία σχέση με τις λαβυρινθώδεις πλοκές που ακολούθησαν- λεπτομέρειες όπως το βασικό μουσικό μοτίβο του 007, το εναρκτήριο τραγούδι τίτλων και τα εντυπωσιακά ζενερίκ της αρχής αποτελούν ακόμα άγνωστες λέξεις, το ειρωνικό στοιχείο και το χιούμορ βρίσκονται προς το παρόν σε πρώιμη μορφή, οι τεχνολογικές καινοτομίες και τα ευφάνταστα γκάτζετς παραμένουν άφαντα, η δράση περιορίζεται σε έναν χώρο.

Υπάρχει όμως η Μις Μάνιπενι και ο Μ, τα βότκα μαρτίνι, ο τζόγος, η αδυναμία στις όμορφες γυναίκες, τα ατσαλάκωτα σμόκιν, η Ούρσουλα Άντρες αναδυόμενη Αφροδίτη με ένα κάτασπρο μπικίνι και, πάνω απ' όλα, ένας γοητευτικός και αδίστακτος πράκτορας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών που βρίσκεται στο κατόπι ενός επικίνδυνου κακοποιού γερμανοκινέζικης καταγωγής (Τζόζεφ Γουάιζμαν), ο οποίος προετοιμάζει στο εξωτικό νησιώτικο κρησφύγετό του την κατάκτηση του κόσμου. Προσγειωμένο στα απολύτως απαραίτητα, με μία b movie αμεσότητα και απλότητα που το κάνουν να βλέπεται ευχάριστα μέχρι σήμερα και με έναν πρωταγωνιστή ο οποίος μοιάζει να γεννήθηκε για να ενσαρκώσει τον ρόλο του Μποντ, το «Δρ.Νο» θα μοιάζει πιθανόν πρωτόλειο στα μάτια όσων μεγάλωσαν με τις υπερπαραγωγές που συνόδεψαν τα πιο κατοπινά χρόνια του Μποντ. Από εδώ όμως ξεκίνησαν τα πάντα.

Από τη Ρωσία με Αγάπη, (1963) του Τέρενς Γιάνγκ
Box office: 78,9 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: Ματ Μονρό

Πόσα μαρτίνι; 4/4

Ο συγγραφέας Ίαν Φλέμινγκ θα ήταν περήφανος αν έβλεπε πόσο δεξιοτεχνικά χειρίστηκε το μυθιστορηματικό υλικό του ο σκηνοθέτης της ταινίας, Τέρενς Γιάνγκ. Με μία σφιχτοδεμένη ίντριγκα, αξέχαστες φιγούρες κακού όπως n Λότε Λένια (σύζυγος του Κουρτ Βάιλ στη ζωn) και ο Ρόμπερτ Σο - υπηρέτες και οι δύο της εγκληματικής οργάνωσης ΦΑΣΜΑ - προσεγμένους δευτερεύοντες χαρακτήρες, καλογραμμένο σενάριο και αμεστρικές σεκάνς δράσης, το πιο φειδωλό σε εύκολες εντυπώσεις φιλμ της σειράς αποτελεί παρ' όλα αυτά ένα μάθημα οικονομίας, εγκράτειας και ατμόσφαιρας.

Ακόμη περαιτέρω διατηρεί το αυθεντικό κλίμα κατασκοπείας των σελίδων του Φλέμινγκ, φροντίζει και παραμένει από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό μία έξοχη ψυχαγωγική περιπέτεια, φανερώνει μέτρο και εξυπνάδα, και συνοψίζει ιδανικά στο πρόσωπο του Σον Κόνερι το μοντέλο ενός κυνικού, ριψοκίνδυνου και απαράμιλλα γοητευτικού ήρωα.

Ο Τζον Μπάρι κάνει την εναρκτήρια εμφάνιση στην καρέκλα του μουσικοσυνθέτη, το θρυλικό μοτίβο του Μποντ ακούγεται για πρώτη φορά στους τίτλους αρχής, ο Ντέσμοντ Λουέλιν αναλαμβάνει καθήκοντα ως Q και γίνεται ένας από τους πιο διαχρονικά προσφιλείς δεύτερους χαρακτήρες της σειράς ενώ ο lαν Φλέμινγκ δίνει τις ευχές του στον πρωταγωνιστή και τους δημιουργούς του φιλμ, δηλώνοντας απολύτως ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα. Μαζί με τον «Χρυσοδάκτυλο», που ακολούθησε ένα χρόνο μετά, το «Από τη Ρωσία με Αγάπη» θεωρείται δικαιολογημένα, για θαυμαστές και μη, ως η καλύτερη ταινία Μποντ που έγινε ποτέ.

Χρυσοδάκτυλος, (1964) του Γκάι Χάμιλτον
Box office: 124,9 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: Σίρλεϊ Μπάσεϊ
Πόσα μαρτίνι; 4/4

Η αστραφτερή Αστον Μάρτιν, n γυναίκα με το όνομα Pussy Galore, ένα γυμνό θηλυκό κορμί βουτηγμένο σε χρυσάφι, ο Γκερτ Φρέμπε ως θανατηφόρα cool αντίπαλος και το ασιατικής καταγωγής πρωτοπαλίκαρο του με το φονικό καπέλο (ο πρώην Ολυμπιονίκης της Άρσης Βαρών Χάρολντ Σακότα), ο απαράμιλλος συνδυασμός κοσμοπολίτικης περιπέτειας, κατασκοπικής δράσης και πνευματώδους σεναρίου, ο Σον κόνερι πιο ακαταμάχητος από ποτέ, n Σίρλεϊ Μπάσεϊ και n λουσάτη φωνή της στο τραγούδι τίτλων και το χιούμορ - απαραίτητη προσθήκη σε ένα κινηματογραφικό κοκτέιλ που σερβίρεται πάντοτε «shaken, not stirred»: Με όλα του τα συστατικά στη σωστή θέση και στις πιο επιθυμητές δόσεις, π «Χρυσοδάκτυλος» εισάγει στη σειρά έναν παράγοντα γρήγορων και έντονων συγκινήσεων και δίνει στη μυθολογία μερικές βασικές θεματικές και στυλιστικές κατευθυντήριες, οι οποίες έμελλε να αποτελέσουν σημείο αναφοράς και μοντέλο μίμησης για κάθε επόμενο φιλμ.

Επιχείρηση Κεραυνός (Thunderball, 1965) του Τέρενς Γιάνγκ
Box office: 141,2 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: Τομ Τζόουνς
Πόσα μαρτίνι; 3/4

Με την καλογυρισμένη δημιουργία του Τέρενς Γιάνγκ οι ταινίες Μποντ άρχισαν να βαδίζουν εμφανέστατα σε ένα διαφορετικό μονοπάτι, εγκαταλείποντας σταδιακά το αρχικό λογοτεχνικό πνεύμα στο οποίο βασίστηκαν και δίνοντας έμφαση λιγότερο στην πλοκή και περισσότερο σε μια εντυπωσιακή επίδειξη εφέ, περίτεχνων σκηνών δράσης, απίθανης κασκάντας, τζετ σετ τοποθεσιών και άφθονης παρωδίας.

Ακόμα κι έτσι όμως, το «Επιχείρηση Κεραυνός» μοιάζει με μια καλολαδωμένη μηχανή ψυχαγωγίας, φέρνοντας τον Βρετανό πράκτορα αντιμέτωπο για δεύτερη φορά με την πανίσχυρη οργάνωση ΦΑΣΜΑ και τα σταθερά απρόβλεπτα σχέδιά της για κοσμική κατάκτηση, όπως εκπροσωπείται εδώ από τον Αντόλφο Τσέλι, και εισάγοντας τη μετέπειτα ιδιαίτερα προσφιλή φόρμουλα των τριών διαφορετικών Bond girls ανά ταινία: της θαρραλέας συμμάχου που δεν ζει δυστυχώς για να δει τους τίτλους τέλους (Μαρτίν Μπέσγουικ), της απόλυτης κακιάς (Λουτσιάνα Παλούτσι) και της γυναίκας που καταλήγει να γίνει εκλεκτή της καρδιάς του ήρωα, για όσο διαρκεί φυσικά η ταινία (Κλοντίν Οζέρ).

Ζεις Μονάχα Δυο Φορές (You Only Live Twice, 1967) του Λιούις Γκίλμπερτ
Box office: 116,6 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: Νάνσι Σινάτρα
Πόσα μαρτίνι; 2,5/4

Δεδομένου ότι στην ίδια ταινία μπορεί κανείς να δει τον Μποντ να δολοφονείται και συνεπακόλουθα να κηδεύεται (με τιμές πλωτάρχη), αργότερα να ανασταίνεται, να επαναπατρίζεται (διόλου πετυχημένα) σε Ιάπωνα και να παντρεύεται σε παραδοσιακό γάμο για τις ανάγκες μιας αποστολής ενάντια στα σχέδια της σατανικής οργάνωσης ΦΑΣΜΑ, τότε το «Ζεις Μονάχα Δυο Φορές» θα έπρεπε να αποτελεί κομμάτι ανθολογίας στην ιστορία της σειράς.

Όλα αυτά χρεώνονται, ωστόσο, στον Ρόαλ Νταλ (συγγραφέα του «Ο Τσάρλι και το Εργοστάσιο Σοκολάτας» μεταξύ άλλων δημοφιλέστατων παιδικών βιβλίων) και σε ένα σενάριο το οποίο έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να ζωντανέψει ένα από τα πιο αδύναμα βιβλία του Ίαν Φλέμινγκ μέσα από εμπνεύσεις που δεν λειτουργούν ακριβώς, αλλά σπρώχνουν τουλάχιστον την αδύναμη πλοκή να ξεδιπλωθεί πιο γρήγορα, τουλάχιστον μέχρι το τελευταίο ημίωρο της αναμέτρησης στο καταφύγιο του κακού η οποία μακρηγορεί.

Γυρισμένο εξ ολοκλήρου σε ιαπωνικό έδαφος, το φιλμ περιέχει το ωραιότερο, ίσως, σάουντρακ που έχει υπογράψει ο Τζον Μπάρι σε ταινία Μποντ (μαζί και ένα θαυμάσιο κομμάτι τίτλων), έναν Ντόναλντ Πλέζανς αρχετυπικό κακό και μια πλοκή η οποία κοπιαρίστηκε εν μέρει μελλοντικά στο «Η Κατάσκοπος που μ’ Αγάπησε», στο «Μουνρέικερ» και στο «Αύριο δεν Πεθαίνει Ποτέ».

Τίποτα από αυτά δεν κατάφεραν να συγκινήσουν, εντούτοις, τον Σον Κόνερι, ο οποίος είχε κουραστεί και έβρισκε δυσβάσταχτη την υπερβολική έκθεση που λάμβανε, γι’ αυτό και ετοιμαζόταν να αναχωρήσει από τον ρόλο του Μποντ. Θα χρειαζόταν να περάσουν τέσσερα χρόνια προκειμένου να αλλάξει γνώμη.

Στην Υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητας (On Her Majesty’s Secret Service, 1969) του Πίτερ Χαντ
Box office: 82 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων τέλους: Λούις Άρμστρονγκ
Πόσα μαρτίνι; 3,5/4

Η πρώτη και μοναδική εμφάνιση του αυστραλέζικης καταγωγής Τζορτζ Λέιζενμπι ως Μποντ, αμέσως μετά την ανακοίνωση του Σον Κόνερι ότι εγκαταλείπει οριστικά τον ρόλο, είχε την τύχη να συμπέσει με την εναρκτήρια σκηνοθετική δουλειά του Πίτερ Χαντ. Ο πρώην μοντέρ της σειράς εισάγει ενδιαφέρουσες στυλιστικές καινοτομίες (δράση σε αργή κίνηση, φλας μπακ) και έναν ευπρόσδεκτο ρεαλισμό.

Το σενάριο ακολουθεί πιστότερο από ποτέ το μυθιστορηματικό υλικό του Ίαν Φλέμινγκ από το οποίο προήλθε, τα εφέ και οι εύκολοι εντυπωσιασμοί μετριάζονται εμπρός σε ένα προσεκτικό χτίσιμο των χαρακτήρων και της πλοκής, ο Μποντ απεκδύεται τις ικανότητες υπερήρωα και αποκτά ανθρώπινη και τρωτή υπόσταση, ο Τέλι Σαβάλας προσθέτει άλλη μια αξιομνημόνευτη ενσάρκωση του σατανικού Μπλόφελντ, η αρχοντική Νταϊάνα Ριγκ είναι μάλλον το καλύτερο κορίτσι που έχει συνοδέψει ποτέ τον πράκτορα στις κινηματογραφικές περιπέτειές του, το φινάλε είναι για πρώτη φορά τραγικό, ο Λούις Άρμστρονγκ ερμηνεύει ένα από τα ομορφότερα κομμάτια.

Και παρ’ όλο που στον πρωταγωνιστικό ρόλο βρίσκεται ο παντελώς άχρωμος και αρτηριοσκληρωτικός Τζορτζ Λέιζενμπι, εδώ βρισκόμαστε σε μια από τις ωραιότερες ταινίες όλης της σειράς.

Τα Διαμάντα Είναι Παντοτινά (Diamonds are Forever, 1971) του Γκάι Χάμιλτον
Box office: 116 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: Σίρλεϊ Μπάσεϊ
Πόσα μαρτίνι; 2/4

Μετά από επίμονα παρακάλια των παραγωγών και μια αστρονομική (όσο και ανήκουστη για την εποχή) αμοιβή στην τσέπη του, ο Σον Κόνερι δέχτηκε να επιστρέψει και να φορέσει για ύστατη (όπως πίστευε τότε) φορά το κοστούμι του δημοφιλούς πράκτορα. Δυστυχώς η τελευταία εμφάνισή του σε επίσημη δημιουργία της σειράς συνέπεσε με το χειρότερο από τα πέντε φιλμ που γύρισε. Εδώ ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος για άλλη μια φορά με τον Έρνστ Σταύρο Μπλόφελντ (εδώ τον ενσαρκώνει με ένα μόνιμο μειδίαμα στο πρόσωπο ο Τσαρλς Γκρέι) και με μια πλοκή που μοιάζει να ανήκει περισσότερο σε δευτεροκλασάτη περιπέτεια, παρά σε αυθεντικό φιλμ κατασκοπείας.

Την παράσταση κλέβουν, πάντως, ο κύριος Γουίντ (Μπρους Γκλόβερ) και ο κύριος Κιντ (Πάτερ Σμιθ), οι δυο ομοφυλόφιλοι εκτελεστές με τις φονικές μεθόδους και τις εξίσου θανατηφόρες ατάκες, οι οποίοι είναι κρίμα που αναχωρούν σχετικά νωρίς από το φιλμ, αφού αποτελούν μάλλον το καλύτερο πράγμα μέσα σε αυτό. Όσο για την Τζιλ Σεντ Τζον που επιλέχθηκε ως αισθηματική ανακούφιση του ήρωα, η ετυμηγορία των θαυμαστών της σειράς υπήρξε πάντα και εξακολουθεί να παραμένει αυστηρή απέναντί της. Πόσω μάλλον όταν για τον ρόλο της είχαν αρχικά ληφθεί υπ’ όψη τα ονόματα των Ράκελ Γουέλς, Τζέιν Φόντα και Φέι Ντάναγουεϊ.

Ζήσε κι Άσε τους Άλλους να Πεθάνουν (Live and Let Die, 1973) του Γκάι Χάμιλτον

Box office: 161,8 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: Πολ Μακ Κάρτνεϊ
Πόσα μαρτίνι; 2/4

Ηταν δύσκολο για τον 45χρονο τότε Ρότζερ Μουρ, το μεγαλύτερο σε ηλικία ηθοποιό που υποδύθηκε ποτέ του Τζέιμς Μποντ, να πείσει τους θαυμαστές του Σον Κόνερι ότι αποτελούσε ιδανικό διάδοχό του. Ήταν ακόμη πιο δύσκολο να τα καταφέρει όταν για παρθενικό ντεμπούτο του οι παραγωγοί διάλεξαν έναν αχταρμά blaxploitation επιρροών, αστυνομικής περιπέτειας του συρμού και seventies κιτς που δεν έχει γεράσει καθόλου όμορφα στην οθόνη. Χωρίς τους εθιμοτυπικούς ρώσους αντιπάλους ή κάποια απειλή κοσμικής σύρραξης, αλλά με έναν ανελέητο έμπορο ηρωίνης (Γιαφέτ Κότο) να αναλαμβάνει χρέη κακού, η όγδοη ταινία Μποντ μοιάζει με ψάρι έξω από το νερό, κάτι παρόμοιο με την παγωμένη έκφραση του Βρετανού πράκτορα όταν τον βλέπουμε να βαδίζει γεμάτος ανασφάλεια τους δρόμους του Χάρλεμ.

Ο Μουρ κάνει φιλότιμες προσπάθειες να καλύψει επαρκώς το δυσαναπλήρωτο κενό που άφησε πίσω του ο Κόνερι, θα χρειαστεί να περιμένει για δυο ακόμη ταινίες μέχρι να το πετύχει όμως, η (πρωτοεμφανιζόμενη τότε) Τζέιν Σέιμουρ είναι πολύ γοητευτική στον ρόλο της μελαγχολικής ταρό χαρτορίχτρας Σολιταίρ, η Γκλόρια Χέντρι γίνεται η πρώτη έγχρωμη ερωμένη του ήρωα (σε μια σκηνή που κόπηκε κατά την προβολή του φιλμ στη Νότια Αφρική), η ταινία σκοτάφτει παρ’ όλα αυτά επάνω σε άνευρες περιπετειώδεις σεκάνς, ανυπόφορα κωμικά ευρήματα (ο μπουφονικός σερίφης Πέπερ) και την αίσθηση ότι προσπαθεί απεγνωσμένα να προσαρμόσει τον ρετρό χαρακτήρα της στις απαιτήσεις ενός μοντέρνου κοινού. Ένα στοίχημα το οποίο, δυστυχώς, χάνει.

Ο Άνθρωπος με το Χρυσό Πιστόλι (The Man With the Golden Gun, 1974) του Γκάι Χάμιλτον
Box office: 97,6 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: Λούλου
Πόσα μαρτίνι; 1/4

Σε μια από τις κατά γενική ομολογία υποδεέστερες (και λιγότερο εμπορικές) ταινίες Μποντ, ο Βρετανός υπερπράκτορας μπαίνει στο στόχαστρο του πιο ακριβοπληρωμένου εκτελεστή στον κόσμο, ενός τζέντλεμαν κακοποιού ονόματι Σκάραμαγκα ο οποίος έχει ανάγει τον φόνο σε ύψιστο σπορ και προσελκύει τον ήρωα στο εξωτικό καταφύγιό του για μια αναμέτρηση μέχρις εσχάτων.

Η πλοκή είναι υποτυπώδης, η δράση πιο νωθρή από ποτέ, ο Ρότζερ Μουρ δεν έχει εφεύρει ακόμη τον συνδυασμό στιβαρότητας και σπιρτάδας που θα του κερδίσει επιπλέον θαυμαστές, το χιούμορ φλερτάρει επικίνδυνα με την ανοησία (η επιστροφή του σερίφη Πέπερ που μας σύστησε το προηγούμενο φιλμ είναι σίγουρα ένας λόγος), η Μπριτ Έκλαντ περνάει και δεν ακουμπάει ως ερωτικό δέλεαρ, τα φινάλε της μονομαχίας μεταξύ των δύο αντρών δεν λέει να τελειώσει ποτέ και η μόνη παρηγοριά σε αυτό το πλήρες φιάσκο είναι ο Κρίστοφερ Λι στον ρόλο του Σκαραμάγκα.

Η Κατάσκοπος που μ’ Αγάπησε (The Spy Who Loved Me, 1977) του Λιούις Γκίλμπερτ
Box office: 185,4 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: Κάρλι Σάιμον («Nobody Does it Better»)
Πόσα μαρτίνι; 3,5/4

Για πρώτη φορά μετά από δυο ταινίες, ο Ρότζερ Μουρ αποκτά επιτέλους την επιθυμητή άνεση με τον ρόλο, αυτή που τον απομακρύνει από το μοντέλο που είχε επιβάλλει ο Σον Κόνερι, επιτρέποντάς του να παίξει με την περσόνα του Μποντ και να την επανεφεύρει με έναν πιο ανάλαφρο, αυτοσαρκαστικό και ταυτόχρονα ελκυστικό τρόπο. Τον βοηθά οπωσδήποτε το υλικό με το οποίο δουλεύει εδώ: ένα παιχνιδιάρικο και ευφάνταστο φιλμ με κόμικ λογική και με βάση του ένα απολαυστικό σενάριο το οποίο βάζει τον ήρωά μας να συμμαχήσει με μια ρωσίδα πράκτορα, η οποία μέχρι πρότινος ήταν ορκισμένη εχθρός του (η Μπάρμπαρα Μπαχ-ένα από τα ωραιότερα και πιο μεστά θηλυκά αντισταθμίσματα στον Μποντ).

Μαζί θα αναχαιτίσουν τα σχέδια ενός ακόμη μεγαλομανούς κακοποιού (ένας εγκρατής Κουρτ Γιούργκενς), θα προσπαθήσουν να σωθούν από τις φονικές δαγκωματιές του θηριώδους Σαγόνια (ο ύψους 2 μέτρων και 30 εκατοστών Ρίτσαρντ Κιλ) και θα εμπλακούν σε ένα στόρι που ταιριάζει τον ρομαντισμό, την δράση και το χιούμορ με τρόπο ακαταμάχητο. Όχι απλώς η καλύτερη ταινία Μποντ από ολόκληρη την περίοδο Μουρ, αλλά και μια από τις κορυφαίες της σειράς, η «Κατάσκοπος που μ’ Αγάπησε» επρόκειτο αρχικά να σκηνοθετηθεί από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, κάτι που πιθανόν να είχε συμβεί αν ο νεαρός τότε δημιουργός δεν ήταν απασχολημένος με το να ολοκληρώνει τα «Σαγόνια του Καρχαρία».

Μουνρέικερ (Moonraker, 1979) του Λιούις Γκίλμπερτ
Box office: 210,3 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: Σίρλεϊ Μπάσεϊ
Πόσα μαρτίνι; 2/4

«Ο Τζέιμς Μποντ θα επιστρέψει με το ¨Για τα Μάτια σου Μόν層 διάβαζε κανείς στους τίτλους τέλους της προηγούμενης κινηματογραφικής εμφάνισης του ήρωα. Μόνο που η ξέφρενη μόδα διαγαλαξιακών περιπετειών που είχε ξεκινήσει δυο χρόνια πριν η επιτυχία του «Πολέμου των Άστρων» έπεισε τους παραγωγούς της σειράς να αναβάλλουν προς το παρόν το πέρασμα του Μποντ από τα ελληνικά εδάφη και να τον στείλουν από την στενή παρακολούθηση ενός σαλεμένου πολυεκατομμυριούχου με έτοιμο σχέδιο γενοκτονίας του πλανήτη (ένας θανάσιμος μπον βιβέρ με τα χαρακτηριστικά του Μάικλ Λονσντέιλ) κατευθείαν στο διάστημα.

Μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στα χρονικά της κινηματογραφικής σειράς, συγκριτικά με το ποσό που στοίχισε, το «Μουνρέικερ» είναι καθαρόαιμο pulp, διασκεδαστικό με έναν παιδιάστικο τρόπο και διαρκώς σε κίνδυνο να καταποντιστεί κάτω από τα πολυάριθμα τεχνολογικά γκάτζετ που επιδεικνύει. Συμπαθητική αν και κάπως ψυχρή καλλονή η Λόις Τσάιλς, ανέλπιστος σύμμαχος στο πλευρό του Τζέιμς Μποντ ο Σαγόνιας, στο σημαντικότερο twist όλης της ταινίας.

Για τα Μάτια σου Μόνο (For Your Eyes Only, 1981) του Τζον Γκλεν
Box office: 195,3 εκατ. δολλάρια

Τραγούδι τίτλων: Σίνα Ίστον
Πόσα μαρτίνι; 3/4

Οι μοναχοί των Μετεώρων έκαναν ό,τι μπορούσαν προκειμένου να εμποδίσουν τα γυρίσματα και να αποτρέψουν τον ερχομό του Τζέιμς Μποντ στην Ελλάδα. Ευτυχώς απέτυχαν, γιατί η μόνη περιπέτεια που έπεισε ποτέ τον Βρετανό κατάσκοπο να βγάλει εισιτήριο για τα μέρη μας παραμένει και μια από τις πιο αξιομνημόνευτες.

Αφού υποβάλλει τα σέβη του στον τάφο της αδικοχαμένης του συζύγου και ξεφορτώνεται οριστικά τον μακροχρόνο αντίπαλό του, Μπλόφελντ, στον καθιερωμένο πρόλογο, ο Μποντ καλείται να αποτρέψει την κλοπή ενός πυραυλικού συστήματος που επιτρέπει στον κάτοχό του να ελέγχει την υποβρύχια πυρηνική δύναμη της Αγγλίας, γνωρίζει την γαλανομάτα Μελίνα (η Κάρολ Μπουκέ φρέσκια από την εμπειρία της πλάι στον Μπουνιουέλ με το «Σκοτεινό Αντικείμενο του Πόθου»), που ζητά εκδίκηση για τον χαμό των γονιών της, και κινδυνεύει από τα χέρια του Χρηστάτου (ένας απλά επαρκής Τζούλιαν Γκλόβερ) και των αντρών του.

Ο (πρώην μοντέρ) Τζον Γκλεν αναλαμβάνει για πρώτη φορά τα σκηνοθετικά ηνία και βγάζει ασπροπρόσωπο με τους ρυθμούς και την αφηγηματική σταθερότητα ένα πληθωρικό φιλμ που κατόρθωνε να προσγειώσει την μυθολογία του Μποντ από τις καρτούν εξάρσεις και το τεχνολογικό ντελίριο του «Μουνρέικερ» στις παλιές καλές μέρες της καθαρής κατασκοπείας.

Οκτοπούσι (Octopussy, 1983) του Τζον Γκλεν
Box office: 187,5 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: Ρίτα Κούλιτζ («All Time High»)
Πόσα μαρτίνι; 2,5/4

Βασισμένη αμυδρά σε μια σύντομη ιστορία που είχε γράψει ο Ίαν Φλέμινγκ και ενσωματώνοντας σκόρπια στοιχεία που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί σε προηγούμενα Μποντ, το «Οκτοπούσι» ξεκίνησε αρκετά μουδιασμένα την παραγωγή του (εξαιτίας της παρ’ ολίγο μη συμμετοχής του Ρότζερ Μουρ) και έφτασε να γίνει μια από τις πιο προσοδοφόρες εμπορικά προσθήκες της σειράς.

Εξωτική περιπέτεια στο μεγαλύτερο μέρος της, με έναν γοργοκίνητο και ανάλαφρο καρτούν χαρακτήρα που την κάνει άκρως διασκεδαστική (ή απολύτως σαχλή, εξαρτάται πώς το βλέπει κανείς), η ταινία ωθεί τα χιουμοριστικά στοιχεία στα άκρα, επαναφέρει το ψυχροπολεμικό κλίμα των πρώτων φιλμ, έχει τρεις κακούς που κυμαίνονται από το ταιριαστά γλοιώδες (Λουί Ζουρντάν) στο ήρεμα επιβλητικό (Καμπίρ Μπέντι) και στην ανυπόφορη καρικατούρα (Στίβεν Μπέρκοφ) και ένα αριστοκρατικό Bond girl (η Μοντ Άνταμς που είχε προηγουμένως εμφανιστεί σε άλλο ρόλο στο «Ο Άνθρωπος με το Χρυσό Πιστόλι», βρίσκοντας γρήγορο θάνατο εκεί) να ηγείται ενός ακαταμάχητου στρατού θηλυκών πολεμιστών.

Για τους λάτρεις των trivia, το «Οκτοπούσι» στάθηκε η τελευταία ταινία Μποντ στην οποία οι τίτλοι τέλους προαναγγέλλουν το επόμενο φιλμ της σειράς.

Ποτέ μην Ξαναπείς Ποτέ (Never Say Never, 1985) του Ίρβιν Κέρσνερ
Box office: 160 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: Λάνι Χολ
Πόσα μαρτίνι; 2,5/4

Ερωτηθείς από τους παραγωγούς της σειράς Μποντ αν επρόκειτο να επιστρέψει στον ρόλο που τον έκανε διάσημο, λίγο αφότου ολοκλήρωσε με χίλια παρακάλια τα «Διαμάντια Είναι Παντοτινά», ο Σον Κόνερι απάντησε με ένα ηχηρό «ποτέ ξανα». Δώδεκα χρόνια μετά, ένας παλληκαρίσιος 53χρονος ηθοποιός δίνει μια ακόμη ευκαιρία (την απολύτως τελευταία) στον 007, ταξιδεύει μέχρι τις Μπαχάμες για να σταματήσει τα επεκτατικά σχέδια ενός παρανοϊκού Λάργκο (Κλάους Μαρία Μπρανταουερ), φονικού εργαλείου της οργάνωσης ΦΑΣΜΑ, να ερωτοτροπήσει με ένα από τα πιο όμορφα κορίτσια που γνώρισε στις περιπέτειές του (Κιμ Μπέισινγκερ) και να αναμετρηθεί μέχρι θανάτου με ένα από τα πιο αιμοβόρικα και ακραία θηλυκά που βρέθηκαν ποτέ στο διάβα του (μια απολαυστικά over the top Μπάρμπαρα Καρέρα).

Διασκευή της πλοκής του «Επιχείρηση Κεραυνός», χωρίς τις ευχές και την ανάμειξη των επίσημων παραγωγών της σειράς, το «Ποτέ μην Ξαναπείς Ποτέ» είναι μια πρόσκαιρη ανακούφιση από τον hi-tech πονοκέφαλο των αυθεντικών δημιουργιών Μποντ και περιέχει τον Μπραντάουερ, έναν από τους μέγιστους και πιο «γήινους» κακούς που εμφανίστηκαν στα χρονικά της δημοφιλούς πρακτορικής μυθολογίας. Δυστυχώς, όμως, το φιλμ προδίδεται από ένα πενιχρό σενάριο και μια φτηνή παραγωγή που δίνει συχνά την εντύπωση ότι αυτό που παρακολουθείς είναι ένας φτωχός συγγενής των ταινιών Μποντ.

Κινούμενος Στόχος (A View to a Kill, 1985) του Τζον Γκλεν
Box office: 152,6 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: Duran Duran
Πόσα μαρτίνι; 1,5/4

Αποχαιρετιστήριο φιλμ για την υπέροχη Λόις Μάξγουελ, περισσότερο γνωστή στους θαυμαστές της σειράς ως Μις Μάνιπενι, και φυσικά για έναν εμφανώς γερασμένο Ρότζερ Μουρ, ο οποίος στα 58 του χρόνια δυσκολεύεται πλέον να πείσει ως υπεράνθρωπος της δράσης, ο «Κινούμενος Στόχος» είναι ένας μάλλον άδοξος επίλογος και για τους δυο.

Εξαιρώντας ένα κυνήγι στον πύργο του Αϊφελ και ένα σχετικά αγωνιώδες φινάλε στην κορυφή της γέφυρας Γκόλντεν Γκέιτ του Σαν Φρανσίσκο, έναν σπουδαίο ψυχοπαθή στο πρόσωπο του Κρίστοφερ Γουόκεν (ο οποίος σχεδιάζει να καταστρέψει την Σίλικον Βάλεϊ), μια αξιομνημόνευτη συνεργάτη κακού με τα χαρακτηριστικά της Γκρέις Τζόουνς και ένα δυναμικό κομμάτι τίτλων από τους Duran Duran, ολόκληρη η ταινία μοιάζει με υπόθεση ρουτίνας, ενώ διαπράττει το σοβαρό λάθος του να περιφέρει ένα από τα χειρότερα Bond girls που είδαμε ποτέ (Τάνια Ρόμπερτς).

Εκτός του ότι η επαγγελματική εμπειρία του με την Τζόουνς ήταν από τις λιγότερο ευτυχείς, ο Μουρ έχει επιπλέον δηλώσει ότι αυτή είναι η ταινία που εκτιμά λιγότερο και πως ο λόγος για τον οποίο πείστηκε να εγκαταλείψει τον ρόλο ανεπιστρεπτί ήταν όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από τη μητέρα της ερωτικής του παρτενέρ στο φιλμ!

Με το Δάχτυλο στην Σκανδάλη (The Living Daylights, 1987) του Τζον Γκλεν
Box office: 191,2 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: A-HA
Πόσα μαρτίνι; 2,5/4

Ο Ρότζερ Μουρ φεύγει, ο Τίμοθι Ντάλτον έρχεται. Και μαζί του κουβαλάει έναν Τζέιμς Μποντ μονογαμικό, προσαρμοσμένο στις συντηρητικές προσταγές της AIDS εποχής, ο οποίος δεν έχει χρόνο για πολλά σαλιαρίσματα στην προσπάθειά του να σταματήσει τα εγκληματικά πλάνα έναν αποστάτη στρατηγού της KGB.

Οσο ανεπαρκής κι αν αποδεικνύεται για τον ρόλο ο ικανότατος ηθοποιός (είναι υπερβολικά «κουμπωμένος» και στεγνός), άλλο τόσο σαμποτάρεται στην πρώτη εμφάνισή του από τους αδιάφορους κακούς που τον πλαισιώνουν (Τζέροεν Κράμπε και Τζο Ντον Μπέικερ, τους θυμάται κανείς;) και τη σχεδόν ανέραστη Μάριαμ Ντ’ Αμπό σε ρόλο μυγιάγγιχτης τσελίστριας.

Ευτυχώς που στην ταινία συναντά κανείς μερικές από τις πιο συναρπαστικές σκηνές δράσεις (ξεκινώντας από την ιλιγγιώδη καταδίωξη της αρχής μέχρι την εναέρια αναμέτρηση του φινάλε), όπως και την σφραγίδα του αξιόπιστου και ικανότατου Τζον Γκλεν σε μια σκηνοθεσία σφιχτοδεμένη και σωστά κλιμακούμενη.

Προσωπική Εκδίκηση (Licence to Kill, 1989) του Τζον Γκλεν
Box office: 156,2 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: Γκλάντις Νάιτ
Πόσα μαρτίνι; 2,5/4

Ο Τίμοθι Ντάλτον επιδεικνύει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στην δεύτερη κατασκοπική εξόρμησή του, αυτή την φορά ωστόσο ο φιλμικός Τζέιμς Μποντ ξεχνάει περισσότερο από ποτέ τις λογοτεχνικές καταβολές του και μεταμορφώνεται σε μια σκληρή και σαδιστική στην απεικόνιση της βίας περιπέτεια, η οποία είναι ιδιαίτερα σκοτεινή και στερείται χιούμορ, όχι όμως και έντασης.

Εχει, επιπλέον, ως άκρως πειστικό κακό τον Ρόμπερτ Ντάβι (αδίστακτο έμπορο ναρκωτικών με ατσαλένιο βλέμμα και με βοηθό του τον Μπενίσιο Ντελ Τόρο), μια θηλυκή σύμμαχο (Κάρεϊ Λόουελ) που, εκτός από ομορφιά επιδεικνύει προσωπικότητα και τσαγανό, και μια πλοκή που για σπάνια φορά κάνει τον βρετανό πράκτορα να μοιάζει λιγότερο άτρωτος και περισσότερο σε κίνδυνο από ποτέ.

Iστορία εκδίκησης κατά βάση (ο Μποντ αναλαμβάνει να ξεπληρώσει με αίμα την δολοφονία αγαπητού συναδέλφου του), η ταινία σκόνταψε στα ταμεία, ίσως επειδή κυκλοφορούσε στις μέρες όπου τους λάτρεις της περιπέτειας δελέαζαν περισσότερο ο «Μπάτμαν» του Τιμ Μπέρτον και ο τρίτος «Ιντιάνα Τζόουνς». Οι παραγωγοί αντιλήφθηκαν το μούδιασμα του κοινού, έστειλαν τον πράκτορα σε εξαετείς διακοπές μακριά από τις αίθουσες και απήλλαξαν τον Τίμοθι Ντάλτον από τα καθήκοντά του.

Επιχείρηση Χρυσά Μάτια (Goldeneye, 1995) του Μάρτιν Κάμπελ
Box office: 356,4 εκατ. δολλάρια

Τραγούδι τίτλων: Τίνα Τέρνερ
Πόσα μαρτίνι; 2,5/4

Όταν ο Μποντ επέστρεψε στα σινεμά μετά από έξι χρόνια απουσίας, η θρυλική Άστον Μάρτιν είχε αντικατασταθεί από μια BMW, ο Μ είχε μεταμορφωθεί σε γυναίκα (μια αυτοκρατορική Τζούντι Ντεντς), στη θέση της Μις Μάνιπενι βρισκόταν καθισμένη πλέον μια όμορφη νεαρά ύπαρξη (Σαμάνθα Μποντ, το επώνυμο απλή συνωνυμία, ασφαλώς) και τον ήρωα υποδυόταν ο Πιρς Μπρόσναν-μια παλιότερη επιλογή των παραγωγών που μόλις τώρα φάνηκε διαθέσιμη- ο οποίος επέστρεφε τον χαρακτήρα στο αρρενωπό, λακωνικό και σκληροτράχηλο μοντέλο που πρώτος επέβαλε ο Κόνερι.

Πιο επιδέξιος και άνετος στις περιπετειώδεις σκηνές απ’ ότι οπουδήποτε αλλού, ο Μπρόσναν γοητεύει εύκολα την κάμερα, κάτι που δεν ισχύει για έναν από τους λιγότερο ενδιαφέροντες κακούς (ο Σον Μπιν στο ρόλο ενός πρώην κατασκόπου των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών και νυν αποστάτη), και η ταινία που τον πλαισιώνει γίνεται ένα λειτουργικό (αν και υπερβολικά μεγάλο σε διάρκεια) αναμάσημα από παλιότερες φόρμουλες και δοκιμασμένες με επιτυχία συνταγές της σειράς Μποντ.

Ειδική μνεία στην Φάμκε Γιάνσεν η οποία είναι απολαυστική στον ρόλο της Ζένια Αποπάνοφ (!), ενός φαρμακερού και απολύτως σαδιστικού θηλυκού που του αρέσει να συνθλίβει τα αρσενικά ανάμεσα στα πόδια της, την ώρα της ερωτικής πράξης

Το Αύριο δεν Πεθαίνει Ποτέ (Tomorrow Never Dies, 1997) του Ρότζερ Σπότισγουντ
Box office: 339,5 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: Σέριλ Κρόου
Πόσα μαρτίνι; 2/4

Αφού πάλεψε με σατανικούς εκπροσώπους της ψυχροπολεμικής εποχής και με μεγαλομανείς παράφρονες, ο Τζέιμς Μποντ καλείται να προσαρμοστεί στις ρεαλιστικές επιταγές των τελών του 20ου αιώνα και να σταθεί εμπόδιο στα παρανοϊκά σχέδια ενός μεγιστάνα του Τύπου ο οποίος ονειρεύεται να αιματοκυλήσει έναν ολόκληρο πλανήτη, μόνο και μόνο για να αποκτήσει πρώτος τα καλύτερα πρωτοσέλιδα και τις μεγαλύτερες θεαματικότητες.

Ο Τζόναθαν Πράις είναι υπόγεια απειλητικός στον ρόλο του σαλταρισμένου media κροίσου, η ταινία ανήκει, ωστόσο, στη Μισέλ Γέο που στέκεται ως άξια σύμμαχος στο πλευρό του ήρωα και αποκτά σπινθηροβόλο χημεία μαζί του, συνδυάζοντας την εξυπνάδα και τον δυναμισμό με τρόπο που ελάχιστες αλλοτινές παρτενέρ του 007 το έχουν καταφέρει.

Κατά τα υπόλοιπα ολόκληρη η ταινία είναι ένα πελώριο και προβλέψιμο déjà vu, υπάρχουν όμως έξοχα χορογραφημένες σκηνές καταδίωξης και η σκηνοθεσία προδίδει επαγγελματισμό αρκετό για να δίνει ζωή σε έναν πράκτορα που εδώ μετρά 35 χρόνια παρουσίας στην οθόνη.

Ο Κόσμος δεν Είναι Αρκετός (The World is Not Enough, 1999) του Μάικλ Άπτεντ
Box office: 361,7 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: Garbage
Πόσα μαρτίνι; 2/4

Όσο οι εισπράξεις εκτοξεύονται στα ύψη και ο Μπρόσναν αποκτά ακόμη μεγαλύτερη άνεση στο πρακτορικό σμόκιν του, άλλο τόσο η ποιότητα των ταινιών φθίνει, τα σεναριακά μαγειρέματα δεν αρκούν για να νοστιμίσουν ένα πολλάκις ξαναζεσταμμένο φαγητό και η σκηνοθεσία βρίσκεται παρούσα για να διεκπεραιώσει ένα τσίρκο από εφέ και γκάτζετς που μοιάζει να αγνοεί τι σημαίνει σασπένς ή αληθοφάνεια.

Στην 19η κατασκοπική εξόρμηση του Μποντ, πάντως, η Σοφί Μαρσό γίνεται πολύ κακό κορίτσι και ανταγωνίζεται τον ήρωα σε αποφασιστικότητα και λίμπιντο, παραμερίζοντας με ευκολία τον Ρόμπερτ Καρλάιλ (σε έναν μάλλον αποτυχημένο χαρακτήρα κακού) και πυροδοτώντας μια ίντριγκα στην οποία η ίδια ως γόνος πλούσιας οικογένειας και νυν τρομοκράτης μηχανεύεται έναν παγκόσμιο πυρηνικό όλεθρο. Παρεμπιπτόντως, ο άνθρωπος στον οποίο χρεώνεται η ιδέα της Ντενίζ Ρίτσαρντς σε ρόλο δαιμόνιας πυρηνικής επιστήμονα έχει προφανώς μεγάλο χιούμορ, όχι όμως μεγαλύτερο από την ερμηνευτική άγνοια που επιδεικνύει η pin up ηθοποιός σε όλες τις σκηνές της.

Στο «Ο Κόσμος δεν Είναι Αρκετος» βλέπουμε, δυστυχώς, για τελευταία φορά τον αξιαγάπητο Ντέσμοντ Λουέλιν ως Q. Ο παλαίμαχος ηθοποιός αναχωρεί, παρ’ όλα αυτά, αφήνοντας πίσω του τον Τζον Κλιζ για να αναλάβει το πόστο του.

Πέθανε μια Άλλη Μέρα (Die Another Day, 2002) του Λι Ταμαχόρι
Box office: 431,9 εκατ. δολλάρια

Τραγούδι τίτλων: Μαντόνα
Πόσα μαρτίνι; 0/4

Στο ξεκίνημα της ταινίας ένας εξουθενωμένος Μποντ προσπαθεί να αποδράσει από πολύμηνη ομηρεία στη Βόρεια Κορέα και από τα σκληρά βασανιστήρια που έχει υποστεί. Για το υπόλοιπο φιλμ ο θεατής μπαίνει σε παρόμοια βασανιστική θέση και προσπαθεί να γλιτώσει από ένα μαρτύριο διαρκείας 133 λεπτών στο οποία ο μύθος του 007 μετατρέπεται σε ένα εκκωφαντικό, μονοδιάστατο και ανυπόφορο θέαμα.

Όπως συνέβη νωρίτερα με τον Σον Κόνερι και τον Ρότζερ Μουρ, έτσι και ο Πιρς Μπρόσναν ολοκληρώνει τον κύκλο του ως Μποντ με την πιο αδύναμη ταινία της θητείας του. Στην περίπτωση του «Πέθανε Μια Άλλη Μέρα», εντούτοις, μιλάμε πολύ απλά για την χειρότερη δημιουργία Μποντ όλης της σειράς: ένα καταιγισμό ανεγκέφαλης δράσης και ψεύτικων CGI υπό τις οδηγίες ενός Λι Ταμαχόρι υστερικά απελπισμένου για περισσότερα εφέ και περισσότερες εκρήξεις. Το μόνο που κατορθώνει, ωστόσο, ο παντελώς εκτός πνεύματος σκηνοθέτης είναι να μετατρέψει τον Μποντ σε μια θλιβερή σκιά του παλιότερου εαυτού του και την ταινία σε ένα κακέκτυπο των παλληκαρισμών που επιδείκνυε απλόχερα εκείνη την εποχή ο Βιν Ντίζελ.

Ο Μπρόσναν προδίδει για πρώτη φορά σημάδια κοπώσεως, ο Τόμπι Στίβενς υπνοβατεί στον ρόλο ενός ακόμα εκατομμυριούχου με μάτι που γυαλίζει ανησυχητικά και με σχέδιο παγκόσμιας επικυριαρχίας και το εύρημα του αόρατου αυτοκινήτου που οδηγάει ο ήρωας ξεπερνά κάθε σεναριακή απελπισία. Υστερα από όλα αυτά τι να σου κάνει η πανέμορφη Χάλι Μπέρι που, εκτός από μια αξέχαστη εμφάνιση με μπικίνι, κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να αφήσει το στίγμα της ως άξιο Bond girl. Σωστό κορίτσι, τραγικά λάθος ταινία!

Καζίνο Ρουαγιάλ (Casino Royale, 2006) του Μάρτιν Κάμπελ
Box office: 616,5 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: Κρις Κορνέλ («You Know my Name»)
Πόσα μαρτίνι; 3,5/4

Στην πρώτη του αποστολή ως 007, ο Τζέιμς Μποντ αντιμετωπίζει έναν τραπεζίτη με τρομοκρατικές διασυνδέσεις (ένας επιβλητικός Μαντς Μίκελσεν), ερωτεύεται μια εντεταλμένη των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών (η πανέμορφη Εύα Γκριν) και γυρίζει ως επί το πλείστον πλάτη στις εξώφθαλμες κασκάντες, τις εκατόμβες πυροτεχνικών εφέ, τις εξυπνακίστικες ατάκες και τα κοσμοπολίτικα πηγαινέλα που με τα χρόνια φόρτωσαν την σειρά με μια πληκτικά οικεία γραφικότητα.

Το «Casino Royale» πατά σωστά το κουμπί της επανεκκίνησης σε μια κουρασμένη μυθολογία για να μας συστήσει έναν Μποντ τραχύ και αμείλικτο στην πρακτορική σταυροφορία του, τρωτό εντούτοις μπροστά σε μια σειρά από προσωπικά διλήμματα που καλείται να αντιμετωπίσει. Εισδύοντας σε έναν ρόλο που με τον καιρό έγινε ένα μοδάτο, υπερρεαλιστικό σύμβολο, ο Ντάνιελ Κρεγκ αφήνει, πίσω από το σχεδόν ανέκφραστο προσωπείο και την ατσαλένια σωματική κατατομή, να φανεί για πρώτη φορά ένας πραγματικός χαρακτήρας.

Ο Μποντ του βρίσκεται πολύ κοντά στο ψυχρό, κυνικό μοντέλο που είχε οραματιστεί ο Ίαν Φλέμινγκ, ταυτόχρονα όμως μας αποκαλύπτεται ως ένας δραματικός ήρωας που συνειδητοποιεί σταδιακά ότι για να περάσει στα εδάφη του μύθου θα πρέπει προηγουμένως να θυσιάσει κάθε ανθρώπινη ιδιότητά του. Κάπως έτσι, το εξαιρετικό φινάλε της ταινίας δεν προσφέρει κατακλείδα σε μια ακόμη κεφάτη υπερπεριπέτεια του δημοφιλούς κατασκόπου.

Γίνεται δήλωση μιας χειρονομίας πλήρους αυταπάρνησης, κατά την οποία ο ήρωας συνθλίβει κάθε γήινη υπόσταση για να εγείρει πάνω της ένα αμοραλιστικό είδωλο, μια αλάνθαστη μηχανή που σκοτώνει. Αυτό που δευτερόλεπτα πριν τους τίτλους του τέλους θα μας συστηθεί μια για πάντα ως «Μποντ…Τζέιμς Μποντ!».

Quantum of Solace του Μαρκ Φόρστερ
Box office: 591,7 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: Τζακ Γουάιτ και Αλίσια Κιζ («Another Way to Die»)
Πόσα μαρτίνι; 2,5/4

Δίνοντας περισσότερο την εντύπωση μακροσκελούς επίλογου στην προηγούμενη ταινία, η δεύτερη εμφάνιση του Ντάνιελ Κρεγκ με το κοστούμι του Μποντ προκύπτει μερικώς απογοητευτική κι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην σκηνοθεσία του Μαρκ Φόρστερ.

Ο δημιουργός του «Χορού των Τεράτων» και του «Ψάχνοντας τη Χώρα του Ποτέ» φανερώνει ικανότητα στο να χειρίζεται τις πιο ανθρώπινες και ψυχολογικές πλευρές της ιστορίας, όταν φτάνει, εντούτοις, ώρα να κινηματογραφήσει σκηνές δράσης αποδεικνύεται εντελώς ανεπαρκής, παραδίδοντας ένα ζαλιστικό, θολό και ασυνάρτητο θέαμα που δεν προσφέρει ευχαρίστηση σε κανέναν.

Αν κανείς θέλει να προσθέσει σε αυτό το γεγονός ότι ο Ματιέ Αμαλρίκ φαντάζει εντελώς αμελητέος σε ρόλο κακού, το σενάριο έχει ενδιαφέρουσες παραμέτρους αλλά μοιάζει ανολοκλήρωτο και με αδυναμία εστίασης, οποιαδήποτε υποψία χιούμορ έχει πάει εντελώς περίπατο και ο Τζακ Γουάιτ συνθέτει ένα από τα πιο ασήμαντα κομμάτια που έχουν ακουστεί ποτέ στη σειρά, τότε το «Quantum of Solace» είναι σαφώς ένα βήμα πίσω σε σχέση με τον ανανεωτικό προκάτοχό του.

Ευτυχώς που, εκτός από τον Ντάνιελ Κρεγκ που κερδίζει με την αξία του τον ρόλο ενός αξιομνημόνευτου Μποντ, υπάρχει και το χάρμα οφθαλμών που ονομάζεται Όλγα Κουριλένκο, ένα θεσπέσιας ομορφιάς και μαγνητισμού Bond girl.

Skyfall (2012) του Σαμ Μέντες
Box office: 1,1 δισεκατ. δολλάρια

Τραγούδι τίτλων: Adele
Πόσα μαρτίνι; 3,5/4

Το 2006 ο σκηνοθέτης Μάρτιν Κάμπελ («Επιχείρηση Χρυσά Μάτια») και ένα τρίο ικανότατων σεναριογράφων ανέλαβαν να ανανεώσουν μια κινηματογραφική μυθολογία η οποία μετρούσε όχι μόνο κάμποσες πολύπαθες δεκαετίες στην πλάτη της αλλά και αρκετές περιπτώσεις ταινιών στις οποίες η εμπορική απήχηση δεν συμβάδιζε πάντα με την καλύτερη ποιότητα.

Το «Καζίνο Ρουαγιάλ» κατόρθωσε να επαναδρομολογήσει δυναμικά τη μυθολογία του προσφιλούς Βρετανού πράκτορα, προσδίδοντάς της γνήσιο τσαγανό όπως και ένα συναισθηματικό και ψυχολογικό βάθος που ουδέποτε είχε. Πάνω σε αυτό ακριβώς το δίπτυχο δουλεύει και ο Σαμ Μέντες για λογαριασμό της 23ης επίσημης περιπέτειας Μποντ.

Μοναδικός βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης (κέρδισε το αγαλματίδιο το 1999 για το «American Beauty») που έχει ποτέ αναλάβει ταινία της σειράς, ο Μέντες προσφέρει ένα στιβαρό πάντρεμα του θεάματος και του περιεχομένου, πραγματοποιεί άφθονα κλεισίματα του ματιού στο παρελθόν του ήρωα, φροντίζοντας όμως να τον αντιμετωπίσει με τον πραγματισμό του σήμερα, διαλέγει ως απολαυστικό κακό έναν εξαιρετικό Χαβιέ Μπαρδέμ και ρίχνει μεγάλο βάρος στο ανθρώπινο στοιχείο.

Στο «Skyfall» θα συναντήσει, λοιπόν, κανείς τις κοσμοπολίτικες περιηγήσεις και τους απίθανους ηρωισμούς του Μποντ, θα εκπλαγεί ακόμη περισσότερο, ωστόσο, βλέποντας τον αλλοτινό αλώβητο υπερκατάσκοπο να φανερώνει ευάλωτες και απρόσμενα εσωτερικές πλευρές του ή την ιστορία να μεταχειρίζεται αναπάντεχα σύνθετες θεματικές.

Εναλλάσσοντας εντυπωσιακές σεκάνς δράσης (όπως το εναρκτήριο κυνηγητό ή μια θαυμάσια νυχτερινή συμπλοκή σε έναν από τους ψηλότερους ορόφους ενός ουρανοξύστη, αποστομωτικά φωτογραφημένη από τον Ρότζερ Ντίκινς) με σκηνές που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις μεστές συνδιαλλαγές μεταξύ των χαρακτήρων, ο Μέντες απομακρύνει τα πολυδοκιμασμένα και εξαντλημένα τρικ των παλιότερων δημιουργιών Μποντ για να εστιάσει σε μια αφήγηση στρωτή και σε μια σειρά από μικρές αλλά αιφνίδιες καινοτομίες που είναι καλύτερο καθένας θεατής να ανακαλύψει μόνος του.

Κι αυτό που προσφέρει στους θαυμαστές μιας τόσο εμβληματικής φιγούρας του σινεμά περιπέτειας, μετά από πενήντα χρόνια κινηματογραφικής ζωής, είναι η ευκαιρία να δουν τον αγαπημένο τους πράκτορα να μεταμορφώνεται επιτέλους σε ένα πλάσμα πολλών και μυστήριων διαστάσεων. Το «Skyfall» γίνεται μια τονωτική ένεση κατευθείαν στην καρδιά ενός ήρωα και μαζί μιας ολόκληρης φιλμικής εποποιίας.

SPECTRE (2015) του Σαμ Μέντες
Box office (μέχρι στιγμής): 880 εκατ. δολλάρια
Τραγούδι τίτλων: Σαμ Σμιθ («Writing's on the Wall»)
Πόσα μαρτίνι; 2,5/4

Αφού κατόρθωσε να βάλει, τρία χρόνια πριν, την υπογραφή του σε μια από τις 2-3 καλύτερες ταινίες στα χρονικά όλης της σειράς, ο Σαμ Μέντες εδώ μοιάζει να χαλαρώνει και να απολαμβάνει την καινούργια κινηματογραφική διαδρομή του πράκτορα ανά τον κόσμο, καθώς προσπαθεί να συνδέσει τα χαμένα κομμάτια του εγκληματικού παζλ που ονομάζεται SPECTRE και να ανακαλύψει ποια μυστηριώδης σχέση τον συνδέει με τον εγκέφαλο της οργάνωσης.

Χαλαρώνει, ωστόσο, υπερβολικά, με αποτέλεσμα η δεύτερη σκηνοθετική εμπλοκή του σε περιπέτεια Μποντ να μοιάζει με διεκπεραίωση. Οι σκηνές δράσης δίνουν την εντύπωση ότι έχουν γυριστεί σε αυτόματο πιλότο (με εξαίρεση το εντυπωσιακό ξεκίνημα πριν τους τίτλους αρχής), η πλοκή προδίδει ίχνη τεμπελιάς, θυμίζοντας σε αρκετά σημεία λεπτομέρειες από παλιότερες και καλύτερες ταινίες του ήρωα, η κλιμάκωση του φινάλε αποδεικνύεται άκρως απογοητευτική, ακόμη και το λυγμόλαλο τραγούδι των τίτλων είναι πραγματικά μετριότατο.

Το «SPECTRE» πάσχει όμως, ούτως ή άλλως, από μια σειρά ατυχέστατων επιλογών: επιστρατεύει την υψηλού προφίλ Μόνικα Μπελούτσι σε ρόλο Bond girl για να της χαρίσει μετά βίας μια πεντάλεπτη εμφάνιση (εκτός κι αν το ψαλίδι του μοντάζ βρήκε ως βασικό θύμα του την Ιταλίδα καλλονή). Αφήνει τον θεόρατο Ντέιβ Μπαουτίστα να φαντάζει, σε ρόλο πρωτοπαλλήκαρου των κακών, ως φτωχός συγγενής του Ρόμπερτ Σο («Από τη Ρωσία με Αγάπη»). Αγκαζάρει την Λέα Σεϊντού ως ρομαντική παρτενέρ του ήρωα, και η ηθοποιός είναι ομολογουμένως χάρμα οφθαλμών επί οθόνης, όμως το σενάριο επιμένει να την αντιμετωπίζει σε όλη τη διάρκεια του φιλμ ως έναν δυσδιάστατο χαρακτήρα. Όσο για τον Κρίστοφ Βαλτς, η πολλοστή εμφάνισή του σε ρόλο ευφυούς κακού εδώ φανερώνει σημάδια κόπωσης και αχρείαστης επανάληψης.

Όλα αυτά δεν στερούν, φυσικά, από το «SPECTRE» την ευπρόσδεκτη αίσθηση ενός προσεγμένου, παλιομοδίτικου και γυρισμένου με άκρατο επαγγελματισμό θεάματος το οποίο επιβεβαιώνει επιπλέον και πως ο στιβαρός, γρανιτένιος θαρρείς Ντάνιελ Κρεγκ ίσως να υπήρξε ο καλύτερος διάδοχος του Σον Κόνερι στον συγκεκριμένο ρόλο. Είναι κρίμα, ωστόσο, που μια τόσο άνευρη και μηχανικά δοσμένη ταινία έρχεται να διαδεχτεί το θριαμβευτικό «Skyfall», δίχως να προσπαθεί έστω να το μιμηθεί σε συγκινήσεις και αξιομνημόνευτες σκηνές.