Ο Τζέιμς Κάαν είναι, παραδόξως, θύμα του «Νονού» και της φουρνιάς ηθοποιών που έφερε η γενιά του. Η ζωή, ο χαρακτήρας, οι συνήθειες και οι συμπτώσεις το έφεραν έτσι ώστε να μην παίξει ποτέ ρόλο που να υπερβεί την ανάμνηση της ταινίας του 1972 – πράγμα λογικό, για κανέναν ηθοποιό της δεν συνέβη διαφορετικά – ωστόσο ο Κάαν «έπεσε» πάνω σε μια γενιά συνομήλική του (Πατσίνο, Ντε Νίρο, Χόφμαν) που πήρε όλη τη δόξα, όλους τους τίτλους. Κι έτσι, σε μια αναλογία που θυμίζει κάπως τον Φρίντκιν ή τον Χαλ Άσμπι στους σκηνοθέτες του ’70, τείνουμε ίσως να λησμονήσουμε πόσο μεγάλος υπήρξε ο Τζίμι Κάαν, ο γόνος των Γερμανο-Εβραίων που μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, που ήθελε να παίξει φούτμπολ, που άλλαζε σχολεία, μέχρι που η μοίρα το έφερε συμμαθητή με τον Φράνσις Φορντ Κόπολα. Η σχέση τους ήταν μακρά – και τρόπον τινά σωσίβια για τον Κάαν.
Αυτό που πρέπει να παραδεχτεί κανείς είναι ότι ο Κάαν δεν έχει άστρο για όλο τον κόσμο. Τον βλέπεις σε πολύ πρώιμες ταινίες, να όπως το «Lady in A Cage», αυτή τη βρωμιάρικη παραγωγή του 1964 με μια θαρραλέα Ολίβια ντε Χάβιλαντ εγκλωβισμένη σε ένα ασανσέρ σπιτιού, ενώ διάφοροι κακοποιοί λυμαίνονται το σπίτι και τη ζωή της, που υποδύεται έναν τραμπούκο με ολοφάνερη την αναφορά στον Μπράντο. Είναι πλήρως χαμένος στον ρόλο, με την καλύτερη έννοια του χασίματος. Είναι ενοχλητικός, δεν φοβάται να είναι αντιπαθής, δεν χαριτολογεί με την κάμερα κατά τον τρόπο των σταρ. Είναι πιο αντί-σταρ από οποιονδήποτε της γενιάς του, που στην επόμενη δεκαετία θα έκανε το συνήθειο τέχνη. Ο Κάαν το έκανε στα 24 – και δεν το ξεφορτώθηκε ποτέ.
Όχι ότι δεν μπορούσε. Όποιος τον είδε στο «Rain People» (1969) του Κόπολα δεν ξέρω πώς μπορεί να τον ξέχασε ποτέ. Πριν και μετά από την ταινία αυτή τον ξέρουμε τον Κάαν γιατί είναι σε αγαπημένα έργα σε ανθεκτικές εμφανίσεις ανάμεσα σε γίγαντες της προηγούμενης σειράς. Δεν ξέρω επίσης πόσοι θα άντεχαν ας πούμε ανάμεσα στον Τζον Γουέιν και τον Ρόμπερτ Μίτσαμ ας πούμε, στο «Eldorado» του Χάουαρντ Χοκς. Ο Κάαν άντεχε. Και αυτοί οι «παλιοί» είχαν άλλου είδους εκτόπισμα, που δεν τα έβγαζες εύκολα πέρα μαζί του. Και δεν ξέρω αν κανείς από αυτούς, που πήραν τελικά τα εύσημα από τον Κάαν, θα άντεχε ανάμεσά τους.
Το ’70, η μεγάλη του δεκαετία, άνοιξε με μια τηλεταινία, το «Brian’s Song», που του χάρισε μια υποψηφιότητα για Έμμι και μια αειθαλή ανάμνηση – κλαις από την αρχή ως το τέλος βασικά. Το ’72, μετά από διαβουλεύσεις, πήρε τον ρόλο του Σόνι στον «Νονό», παρότι το αρχικό σκεπτικό ήταν να παίξει τον Μάικλ. Ο Κάαν, που έχει πει περίφημα όχι σε ταινίες που έγιναν τεράστιες επιτυχίες στη συνέχεια, επέμεινε (όπως και ο Κόπολα) ότι ο ρόλος είναι για τον Πατσίνο. Το κοκκινομάλλικο μπρίο, η μελετημένη του εξωστρέφεια τον έκαναν ιδεώδη Σόνι, ο κινηματογραφικός του θάνατος δε είναι από τις τυπωμένες στην πέτρα αναμνήσεις στο σινεμά.
Εκείνα τα χρόνια ο Κάαν έχει κακές παρέες, τον Άντριου Ρούσο, ας πούμε, της Oικογένειας Κολόμπο (της νεότερης μαφιόζικης οικογένειας από τις πέντε που κυβερνούσαν τη Νέα Υόρκη – αργότερα θα βάφτιζε και τον γιο του, Σκοτ, που ξέρουμε σήμερα από 2-3 ρόλους), την κοκαΐνη, τον έξω απ’ τα δόντια χαρακτήρα. Για εκείνη τη δεκαετία όμως, θα είναι και σχετικά τυχερός. Παίζει στο «Gambler» του Κάρελ Ράις, που είναι στα οροπέδια με τις λίγο-πολύ άγνωστες ταινιάρες εκείνης της εποχής – και ίσως η καλύτερη ερμηνεία του – παίζει στο «Freebie and the Bean» με τον Άλαν Άρκιν που δεν το ξέρει κανείς και είναι ελαφρώς κρίμα, έχει ένα κάλλιστο 1975 με την Μπάρμπαρα Στρέιζαντ στο «Funny Lady», που είμαστε και κάποιοι που θα το αποθεώναμε ως ευτυχέστατη αποτυχία, αλλά κι ένα ιστορικό «Rollerball» που είναι σημείο της κινηματογραφικής κουλτούρας, έχει την «Αριστοκρατία του Εγκλήματος» του Πέκινπα την επόμενη χρονιά που τη μίσησε ο ίδιος, είναι ένας ακόμα που επικυρώνει το έναστρο «A Bridge Too Far».
Το ’77, μπουχτισμένος (αλλά δεν του έφταιγε η ζωή, το κεφάλι του έφταιγε) κάνει μια ταινία με τον…Λελούς και την Ζενεβιέβ Μπιζόλντ, το «Another Man, Another Chance», ασήμαντο (αλλά τον Λελούς θα τον ξαναδούμε σε λίγο, καλύτερα) και το ’78 και το ’79 είναι στον «Ελεύθερο Καβαλάρη» του Πάκουλα με την Τζέιν Φόντα και τον Τζέισον Ρόμπαρντς και το απέραντα αγαπημένο «Chapter Two», το βασισμένο σε Νιλ Σάιμον – έστω και αν το έφαγε η σκιά του «Goodbye Girl» και του «California Hotel» (που είχαν όμως και Χέρμπερτ Ρος σκηνοθέτη…). Όμως ο Κάαν μπορούσε, ήταν εμφανές. Δεν πέρναγε καλά επίσης, ήταν κι αυτό εμφανές. Και το τέλος της φιλοδοξίας ήταν κοντά.
Κλωτσάει κάτι «Σούπερμαν» και κάτι «Κράμερ Εναντίον Κράμερ» που τα βρίσκει αμφότερα σαχλότατα ως σχέδια (ένστικτο), και κάνει σκηνοθετικό ντεμπούτο με το «Hide in Plain Sight» - τίτλος ενδεικτικός – το 1980. Δεν είναι άσχημο, αλλά είναι μια ταινία που ανήκει δέκα χρόνια πριν, το ’80 θέλει να είναι άλλη εποχή. Ο Μάικλ Μαν το ξέρει, με ακρίβεια, και τον θέλει στο «Thief» του, τον τελευταίο μεγάλο ρόλο, ίσως και αυτόν που πολλοί θα διαλέξουν να τον θυμούνται. Και ναι, σε μια ταινία που ήταν μπροστά από την εποχή της, ήταν και πάλι άριστος. Αλλά, ανικανοποίητος. Και, εικάζει κανείς, με τα ρουθούνια σαν τον Τόνι Μοντάνα του φίλου Πατσίνο σε μια κάποια ταινία δυο χρόνια μετά…
Το ’81 ξανασυναντά τον ίσως καλύτερο Λελούς στο μιούζικαλ «Les uns et les autres» (μια ταινία που βγήκε τρία ολόκληρα χρόνια αργότερα στις ΗΠΑ…), το ’82 κάνει το «Kiss me Goodbye», επίσης τίτλος ενδεικτικός, θεωρεί τον Μάλιγκαν τον χειρότερο σκηνοθέτη που συνεργάστηκε ποτέ (!!), το έργο όντως δυσκολεύεσαι να βρεις τι έχει πρωτοπάει λάθος (παρότι Σάλι Φιλντ, Τζεφ Μπρίτζες, συνεπείς το παλεύουν), και ο Κάαν κουνάει μαντήλι. Για πέντε χρόνια πέφτει στη δίνη της κατάθλιψης, λόγω του θανάτου της αδελφής του από λευχαιμία, το πάθος του για την κοκαΐνη και ένα «χολιγουντιανό burnout», όπως το αποκάλεσε ο ίδιος. Θα επέστρεφε το 1987 με τους «Πέτρινους Κήπους» του Κόπολα, ένα μόλις ελαττωματικό διαμάντι, εμφανώς αλλαγμένος στην όψη, σαφώς «τελειωμένος» από την A-list και έτοιμος όμως για ένα νέο ξεκίνημα. Εμείς πάντως τότε συναρπασμένοι για την επιστροφή του ήμασταν, κι ας μην ξέραμε τις λεπτομέρειες.
Έκτοτε ακολούθησε μια καλή, εργατική χολιγουντιανή καριέρα με ελάχιστα οξυκόρυφα, που όμως διασφάλισε στον ηθοποιό ένα επαγγελματικό κύρος. Η ενέργεια είχε τιθασευτεί, το άγριο, αλήτικο φως στην πληγωμένη macho όψη είχε θολώσει, η ζωή είχε συμβεί. Ωστόσο, κι έτσι, ένα «Misery» του Ρομπ Ράινερ (πόσοι αλήθεια της γενιάς του μπορούσαν τόσο καλά τον «καθηλωμένο» ρόλο;), ένα «The Yards» του Τζέιμς Γκρέι, ένα «Dogville» του Τρίερ, ένα «Way of the Gun» του Κρίστοφερ ΜακΚούορι (σιγά μη δεν το αναφέραμε), ή ένα «City of Ghosts», από τον φίλο Ματ Ντίλον, υπήρξαν, καλώς ή κακώς, ανάμεσα σε έναν ορυμαγδό ενταφιαστικών του ταλέντου του παραγωγών.
Έτσι πάει. Λες τίτλους και μένεις σε επεισόδια για να ξεγελάσεις ότι έφυγε ένας δικός σου. Πρόσφατα είδα και πάλι το «Gambler». Λίγο μετά την all time classic αρχή, ο τζογαδόρος του έχει χάσει ένα κάρο λεφτά παίζοντας άμυαλα και αμετανόητα. Στο αμάξι, το πρωί μετά τις ήττες, αναλογίζεται τι έγινε και περνά έξω από ένα γηπεδάκι που κάτι νεαροί μαύροι παίζουν μπάσκετ. Ο ενδοφλέβιος τζόγος τον κάνει να σταματήσει και να ποντάρει στον εαυτό του ενάντια «στον καλύτερό τους» σε ένα μονό. 20 δολάρια αν χάσει, κάτι σεντς αν κερδίσει. Στο πρόσωπό του, στο τόσο χαρακτηριστικό σώμα του, στην κίνηση που αποδίδει το χαμένο του στοίχημα, μπορείς να δεις, αν θες, μέρος της ιστορίας μιας χολιγουντιανής ζωής. Αυτό που όμως που είναι αδύνατον να χάσεις είναι το πόσο τέλεια, πόσο αξέχαστα ο μεγάλος ηθοποιός μεταφράζει δίχως γκριμάτσα την οδύνη και την ηδονή της αποτυχίας.
Αντίο Τζίμι, δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ.