Η Τζόντι Φόστερ γεννήθηκε στο Λος Άντζελες σε εύπορο σπίτι με πατέρα της μακρινό απόγονο του Τζον Άλντεν που επέβαινε στο Mayflower, το καράβι που έφερε τους πρώτους Άγγλους που θα κατοικούσαν στη Νέα Γη - και που όλως τυχαίως σαν σήμερα, το 1620, ανακάλυψε το Ακρωτήρι Κοντ στη Μασαχουσέτη!
Η μικρή Τζόντι επέδειξε ιδιαίτερη ευφυΐα από παιδάκι, μαθαίνοντας να διαβάζει από τα 3 της και πατώντας τον χώρο του παιδικού μόντελινγκ από την ίδια ηλικία. Δύο χρόνια μετά ξεκίνησε και η ερμηνευτική καριέρα για την τηλεόραση για να βρεθεί στα 11 πρώτη φορά μπροστά από τον φακό του Μάρτιν Σκορσέζε για το «Η Αλίκη δεν Μένει Πια Εδώ».
Ταυτόχρονα η Φόστερ είχε και μια ιδιαίτερη έφεση στις γλώσσες, μαθαίνοντας γαλλικά από νεαρή, ενώ έχει ευχέρεια ακόμα στα ιταλικά, τα ισπανικά και τα γερμανικά. Η έφεση αυτή εντυπωσίασε τρία χρόνια αργότερα όταν με τον «Ταξιτζή» έφτασε στις Κάννες κι εκτέλεσε στη συνέντευξη τύπου χρέη διερμηνέως. Με τον «Ταξιτζή» στον ρόλο μιας 13χρονης πόρνης, η Φόστερ ανακοίνωσε θεαματικά τον ερχομό της, στάθηκε καταπληκτικά απέναντι σε Ντε Νίρο και Καϊτέλ και δίκαια πήρε την πρώτη της υποψηφιότητα για όσκαρ.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια ωστόσο δεν έφεραν ανάλογη συνέχεια. Το 1976 είχε πάντως δύο ακόμα ταινίες (ας αναφερθεί εδώ πως η Φόστερ στα 14 της είχε ήδη πάνω από 30 credits σε ρόλους και περάσματα από τηλεόραση και σινεμά!) άξιες μνείας: Το «Bugsy Malone» (ε.τ. «Το Κορίτσι του Αιώνα και οι Ανήλικοι Ριφιφίδες», αυτοί είναι τίτλοι) του Άλαν Πάρκερ, μια ωραία γκανγκστερική ιστορία αλλά με παιδιά αντί ενηλίκους, και το cult θρίλερ «Το Κελάρι της Αγωνίας» που έχει επανεκτιμηθεί σήμερα.
Η Φόστερ συνέχισε να δουλεύει μέχρι το 1980 σε ατυχή project, οπότε και καταλαβαίνοντας πως το πράγμα δεν πάει και τόσο καλά, αποφάσισε να αλλάξει εστίαση πηγαίνοντας στο Yale, παίρνοντας το πτυχίο της στην αγγλική λογοτεχνία με έπαινο και κάνοντας τη διατριβή της στην Τόνι Μόρισον. Σινεμά πια έκανε αντί διαλείμματος κατά την διάρκεια των σπουδών της. Η συνήθης δυσκολία μετάβασης των παιδιών-σταρ στην ενηλικίωση έμοιαζε να καταπίνει την 20χρονη που θα έπρεπε να περιμένει μέχρι το 1988, σε μια από τις ίσως τελευταίες της προσπάθειες και σ’ έναν ρόλο από την ερμηνεία του οποίου η Φόστερ δεν έμεινε και τόσο ικανοποιημένη.
«Οι Κατηγορούμενοι» του Τζόναθαν Κάπλαν είχαν θέμα τους τον βιασμό και το πολύ πριν την εποχή του «a dress is not a yes», η Φόστερ με προεργασία Σκορσέζε έπαιξε στα δάχτυλα τη «βρωμιά» του ρόλου μιας νεαρής που βιάζεται και με την βοήθεια της δικηγόρου Κέλι ΜακΓκίλις μπαίνει σε δικαστικό αγώνα με τους θύτες. Η ταινία είναι λιγότερο καλή από την ερμηνεία της (κι ελαφρώς ξεχασμένη, παρότι χρήσιμη, σήμερα), όμως η Ακαδημία δεν βρήκε άλλη καλύτερη από αυτήν (μπροστά της ήταν η Γκλεν Κλόουζ για τις «Επικίνδυνες Σχέσεις», πάντως) κι έτσι ήρθε το πρώτο Όσκαρ Πρώτου Γυναικείου.
Τρία χρόνια μετά έρχεται «Η Σιωπή των Αμνών», η ταινία που κάνει σταρ τους δύο πρωταγωνιστές της, εδώ η Φόστερ είναι πραγματικά χωρίς αντίπαλο, η Κλαρίς Στέρλινγκ μπαίνει στο πάνθεον του σινεμά, φοβισμένη και ατρόμητη μαζί, ένα «white trash» που θέλει και κάνει τη διαφορά – έστω κι αν με τη βοήθεια ενός ερωτευμένου κανιβάλου.
Με τούτο εγκαινιάζεται η μεγάλη δεκαετία της Φόστερ, κατά την οποία φτιάχνει δική της εταιρεία παραγωγής, σκηνοθετεί (τον «Μικρό Κο Τέιτ») και παίζει σε έργα που αναβαθμίζονται εμπορικά και καλλιτεχνικά από το άστρο της που μεσουρανεί. Εδώ υπάρχει η «Νελ», υπάρχει το «Μάβερικ», που την γνωρίζει και με τον Μελ Γκίμπσον κι αυτή θα είναι μια φιλία που θα μείνει ακλόνητη μέσα στον χρόνο (και τιμάται η Φόστερ για αυτό), υπάρχει το θαυμάσιο «Sommersby» δίπλα στον Ρίτσαρντ Γκιρ στο οποίο παίζει εκλεκτά την σύζυγο ενός θεωρούμενου νεκρού στον Αμερικανικό Εμφύλιο όταν ο τελευταίος (ή μήπως κάποιος άλλος;) επιστρέφει μετά από έξι χρόνια και υπάρχει βέβαια και η «Επαφή» του Ζεμέκις, οι «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου» των ‘90ς, η ταινία που επιβεβαίωνε πως οι ώμοι της Φόστερ ήταν αρκετά στιβαροί να σηκώσουν τέτοιο βάρος υπερπαραγωγής και να το μετατρέψουν σε μια συγκινητικά χαρακτηροκεντρική σπουδή στην πίστη.
Αυτή ήταν και η κορυφαία στιγμή του stardom της ηθοποιού. Πατώντας πάνω της η Φόστερ επεχείρησε το μόνο ίσως vanity project της καριέρας της, το «Η Άννα και ο Βασιλιάς», μια ταινία με όλες τις προοπτικές αλλά και όλες τις λάθος εκτιμήσεις που τελικά την έκαναν μια ηχηρή αποτυχία από την οποία η Φόστερ θα έβγαινε τραυματισμένη.
Τρία χρόνια μετά έρχεται προς σωτηρία μιας καριέρας ολόκληρος Ντέιβιντ Φίντσερ με το «Δωμάτιο Πανικού» - σ’ έναν ρόλο που ήταν για τη Νικόλ Κίντμαν αλλά ένας τραυματισμός της έφερε την Φόστερ στο προσκήνιο - μια ταινία που έχει μείνει «αθόρυβη» στην σπάνια φιλμογραφία του σκηνοθέτη, κακώς όμως, είναι κάτι σοβαρά περισσότερο από το (ωραίο) που φαίνεται. Η μικρή κόρη της Φόστερ στο έργο δεν είναι άλλη από την Κρίστεν Στιούαρτ και η όλη ατμόσφαιρα μοιάζει να αντικατοπτρίζει την μητρότητα που είχε έρθει στη ζωή της το αμέσως προηγούμενο διάστημα.
Από το 2005 ως το 2007 η Φόστερ είναι παρούσα με τρεις ταινίες που συζητούνται, το θεαματικό, επίσης «μητρικό» και ατυχές «Σχέδιο Πτήσης» που βγαίνει για να επιβεβαιώσει ένα star status και ως ένα βαθμό το καταφέρνει, τον «Υποκινητή» του Σπάικ Λι (μπορεί και η καλύτερη ταινία του λέω εγώ), δίπλα σε Κλάιβ Όουεν και Ντενζέλ Ουόσινγκτον και το συζητημένο στον καιρό του «Εκτός Εαυτού» του Νιλ Τζόρνταν με την Φόστερ σε ρόλο Τσαρλς Μπρόνσον στο πρώτο «Death Wish» κι αυτό για κάποιους, όχι τον υπογράφοντα, δεν είναι απαραίτητα καλό.
Σχεδόν 45 χρόνια μετά την αυγή της μαραθώνιας καριέρας της, η Φόστερ δεν έχει να αποδείξει τίποτα σε κανέναν κι αυτό την κάνει να φτιάχνει το 2011 τον «Άλλο μου Εαυτό», σκηνοθετώντας τον παλιόφιλό της Μελ Γκίμπσον στην περίοδο του εξοστρακισμού του από την σαρκοβόρα δημοσιογραφία της εποχής, του δίνει έναν ωραίο, αβανταδόρικο ρόλο και κρατά για τον εαυτό της έναν θαυμάσιο support που οι φτασμένοι μόνο μπορούν. Αυτό σηματοδότησε και την φάση στην οποία βρίσκεται πια η ίδια και το πώς αντιλαμβάνεται τον ρόλο της σε μια βιομηχανία που η ίδια ξέρει όσο ελάχιστοι επί μισό αιώνα.
Να είναι γερή, εννοείται πως έχει πολλά μπροστά της (το 2022 κέρδισε μία ακόμη Χρυσή Σφαίρα για το «The Mauritanian», πρωταγωνίστησε στο πρόσφατο «True Detective» και ήταν υποψήφια για Όσκαρ με το «Nyad» τον περασμένο Μάρτιο), αρκεί να το θελήσει λίγο παραπάνω κι η ίδια. Για την ώρα τα παιδιά κι η οικογενειακή της ζωή έχουν επιλέξει για εκείνη αυτό που χρειάζεται περισσότερο.