Χρόνια πολλά στο (μυαλό του) Τζον Μάλκοβιτς

70 ετών σήμερα ένας σταθερά αγαπημένος ηθοποιός που χωρίς να έχει βραβευτικές περγαμηνές διατηρεί σχεδόν ακέραιη μια ιδιοσυγκρασιακή φήμη γόνιμης εναλλακτικότητας που ουκ ολίγες φορές φλερτάρει επιτυχώς και με το κυρίως ρεύμα.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Χρόνια πολλά στο (μυαλό του) Τζον Μάλκοβιτς

Αν έβαζες μια χωροχρονική πινέζα που θα οριοθετούσε την μεγάλη ακμή της καριέρας του Τζον Μάλκοβιτς, αυτού του απρόοπτου «σούπερ σταρ» του αμερικανικού (και όχι μόνο όμως) art house κυκλώματος, θα ήταν από το 1988 των «Επκίνδυνων Σχέσεων» μέχρι το 1999 της μεταμοντέρνας κορύφωσης του «Στο Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς», οπότε και η δημιουργηθείσα περσόνα του ηθοποιού είχε αποκρυσταλλωθεί σ' αυτήν την σαρδόνια ιδιωτικότητα της φυσιογνωμίας που ποτέ δεν θα επιτρέψει σε κάποιον να συμπεράνει αδιακρίτως κάτι για τον ιδιοκτήτη της.

Ο Μάλκοβιτς είναι γέννημα-θρέμμα Ιλινόις και θεατρικό παιδί του Σικάγο, όπου και παρέμεινε τα πρώτα 27 χρόνια της ζωής του. Εν συνεχεία μετακινήθηκε στη Νέα Υόρκη και τα γρανάζια της μοίρας άρχισαν να περιστρέφονται και να τον φέρνουν όλο και κοντύτερα στο θέατρο, πρωτίστως, και στο σινεμά δευτερευόντως. Εκεί στο '84-'85 τα άστρα συνευρέθηκαν για τον ηθοποιό και μαζί με το Μπρόντγουεϊ ήρθε και η, τότε χρυσάφι, Σάλι Φίλντ.

Στο πρώτο ήταν ο «Θάνατος του Εμποράκου», Μπιφ δίπλα στον Ντάστιν Χόφμαν, στην δεύτερη ήταν το «Μια Θέση στην Καρδιά» του Μπέντον, που έφερε και το δεύτερο Όσκαρ Πρώτου Γυναικείου στην Φιλντ. Σ' αυτό διακρίθηκε ο Μάλκοβιτς, παίρνοντας και αυτός την πρώτη (από τις μόλις δύο) οσκαρική υποψηφιότητα για Β' Ρόλο. Για το έργο του Άρθουρ Μίλερ, μεγαλύτεροι και μικρότεροι,  πανηγυρίζαμε τότε για την εκπληκτική του ερμηνεία, που σχεδόν «έκλεβε» από τον Χόφμαν την παράσταση, όταν το θεατρικό έγινε τηλεταινία σε σκηνοθεσία του Φόλκερ Σλέντορφ και απέφερε 10 υποψηφιότητες για Έμμι και βραβείο στους δύο πρωταγωνιστές.

Την ίδια εποχή ο Μάλκοβιτς παίζει δεύτερο ρόλο στις «Κραυγές στη Σιωπή», παίζει στην «Ελένη» του Πίτερ Γέιτς πρωταγωνιστικό ρόλο (αλλά η ταινία στην μετεμφυλιακή Ελλάδα και την κλίνουσα ιδεολογική πλάστιγγα χαίρει πλήρους αποδοκιμασίας και απαξίωσης - είναι, ωστόσο, μια καλή και ενδιαφέρουσα ταινία) και σπρώχνει τον καιρό ως το 1988 που έρχονται οι «Επικίνδυνες Σχέσεις» και αλλάζουν το παιχνίδι. Το έργο συζητιέται απ' όλο τον κόσμο τότε και ο λόγος, να μην κρυβόμαστε, είναι η προσωπογραφία του δισυπόστατου, του κακοήθους και του απατηλού που φτιάχνει ο Μάλκοβιτς.

Παραδόξως (...) τα Όσκαρ έχουν άλλη γνώμη, προτιμούν τις κυρίες του καστ (Κλόουζ και Φάιφερ), βραβεία κερδίζουν το Σενάριο, η Καλλιτεχνική Διεύθυνση και τα Κοστούμια και ο Μάλκοβιτς αγνοείται. Όμως η κούρσα είχε αρχίσει...

Επόμενος σταθμός η Σαχάρα, το Τσάι της, ο Πορτ και η Κιτ, ο πυρετός της ερήμου, ο Μπόουλς και ο Μπερτολούτσι, μεγάλα πράγματα (όχι πως τα αντελήφθη και πολύ η κριτική τότε...) και ο Μάλκοβιτς καβάλα στο άλογο μιας δόξας που έχει το art house κοινό στο τσεπάκι του εξελισσόμενος σε ζεν πρεμιέ του χολιγουντιανού αντίποδα. Το '91 τρέχει με το μέτριο και ξεχασμένο αλλά εικαστικά και παιχνιδιάρικα ευκρινές «Αντικείμενο της Ομορφιάς» (μαζί με Άντι ΜακΝτάουελ, ψηλά τότε), δεύτερος ρόλος στο επίσης ξεχασμένο εξπρεσιονιστικό του Γούντι Άλεν, «Σκιές και Ομίχλη», ενώ το '92 βρίσκει για δεύτερη φορά το φιλαράκι του από το Ιλινόις, τον Γκάρι Σινίζ, που στην δεύτερη σκηνοθεσία του (η πρώτη ήταν το «Χωρίς Φραγμό» με τον Γκιρ) φτιάχνει το «Άνθρωποι και Ποντίκια». Ωραία μεταφορά, επίσης άδικα ξεχασμένη.

Το '93 ολοκληρώνεται η οσκαρική δόξα, έρχεται ο Κλιντ για βοήθεια και η «Δεύτερη Ευκαιρία» δίνει στον Μάλκοβιτς την...ευκαιρία να αναπτύξει αυτό που στην συνέχεια θα γίνει σχεδόν στερεότυπο: Τον φλεγματικό, «πειραγμένο» κακό, με τα χούγια και την ειδικότητα στην ψυχολογική ενόχληση του ήρωα. Το '95 ο Μάλκοβιτς δείχνει τα ευρωπαϊκά του δόντια κι από τη μια είναι το πρόσωπο του αντονιονικού (και βεντερσικού, δυστυχώς) «Πέρα από τα Σύννεφα», ταινία βίντεο-κλιπ για πασαρέλα μοντέλων, που θα έλεγε ο Όρσον Γουέλς, και το εντελώς διαφορετικό και καλύτερο «Μοναστήρι του Πάθους» του Ολιβέιρα, που πάθος δεν έχει, αλλά έχει Ντενέβ και μια παράξενη αύρα βιβλίου και άλλης εποχής που το κάνουν ενδιαφέρον.

Το '96 είναι ωραία χρονιά και θα την διάλεγα σαν καλύτερή του. Ξαναβρίσκει τον Φρίαρς και πειράζουν τον Τζέκιλ και τον Χάιντ («Μάγκι Ράιλι») ταιριάζοντας ανατρεπτικά και την «τι είδε η υπηρέτρια;» Τζούλια Ρόμπερτς - τρομακτικός, υπερβολικός, απολαυστικός ο Μάλκοβιτς - αναμοχλεύει τον ρόλο των «Επικίνδυνων Σχέσεων» (αλλά από καλύτερο βιβλίο) στο «Πορτρέτο Μιας Κυρίας» της Κάμπιον (και ανάμεσα σε Χέρσεϊ-Κίντμαν δεν το λες και υποβάθμιση) και κρατά και τον σαρδόνιο ρόλο της χρονιάς στο νεοcrime του Ταμαχόρι, «Mulholland Falls» που δεν είναι άριστο, αλλά έστρωσε το χαλί για το «Λος Άντζελες: Εμπιστευτικό» και το αγαπάμε.

Το '98 είναι Σωματοφύλακας στον μεταΤιτανικό ΝτιΚάπριο στον «Άνθρωπο με την Σιδερένια Μάσκα» και ιλαρός (και αξέχαστος λόγω γελοιωδέστατης προφοράς) Ρώσος μαφιόζος που παίζει πόκερ με τον Ντέιμον στο ωραίο «Rounders» του Τζον Νταλ (τι ωραίος σκηνοθέτης ήταν τότε), ενώ το '99 βρίσκει για πρώτη (από πολλές) φορά τον Ραούλ Ρουίζ σκηνοθέτη στην αξιοπρεπέστατη μεταφορά Προυστ «Ο Ξανακερδισμένος Χρόνος» - με Ντενέβ, Μπεάρ και δεν συμμαζεύεται. Βέβαια, η διασημότητα της χρονιάς δεν είναι άλλη από την αλλοκοτιά του Σπάικ Τζόνζι, το «Στο Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς», που με τρόπο ιδιοφυή κατέγραψε, εκτός των άλλων και...εξωταινιακά, το είδος της φιγούρας που σήμαινε (και δεν έχει πάψει...) ο Μάλκοβιτς για σινεφίλ και ανθρώπους του σινεμά. Την ίδια χρονιά συμβαίνει και το επώδυνο ατόπημα του Μπεσόν με την «Ιωάννα της Λοραίνης».

Η νέα χιλιετία επιφύλαξε για τον Μάλκοβιτς κάποιους ρόλους αξιομνημόνευτους (Μουρνάου στην «Σκιά του Βρυκόλακα», Κλιμτ στο ομώνυμο του Ρουίζ, Όζμπορν Κοξ ξεκαρδιστικός δεύτερος ρόλος στους Κοέν του «Καυτού Απορρήτου», Πουαρώ για την σειρά του BBC, Τζον Μπράνοξ για την «New Pope» του HBO), ελάχιστες πραγματικά καλές ταινίες και συνεχή παρουσία-αδιάψευστο μάρτυρα μιας σταδιοδρομίας ευσυνειδησίας και περιζήτητου προφίλ.

Θα ήταν δύσκολο να κάνεις τόσο καλά παλιανθρώπους και να μην γίνεις κλισέ, ωστόσο ο Μάλκοβιτς κατάφερε αρκετά να φύγει από αυτή τη σκιά, να χρωματίσει με το ταλέντο του ακόμα και παρόμοιους ρόλους αλλά και να παίξει χιουμοριστικά με την περσόνα του σε κάμποσες ταινίες του mainstream (από το «Con Air» στο «Red» και από τους «Transformers» στους «Πιγκουίνους της Μαδαγασκάρης»). Και αυτό λέγεται εργασιακή ηθική και αυτό λέγεται αξιοθαύμαστος ρολίστας. Απλώς να...για εμάς που μεγαλώσαμε με τον Μπιφ, τον Βαλμόν και τον Πορτ του, και πάντα θα τον έχουμε περί πολλού έτσι κι αλλιώς εξαιτίας τους, πολλά χρόνια πήγαν χαμένα από μέτριες επιλογές και ατυχία, ίσως.

Να είναι γερός όμως, χρόνος υπάρχει και η τηλεοπτική επιτυχία χτίζει άνετα επόμενες εποχές.