ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο Ναός Του Χαμένου Θησαυρού
Indiana Jones And The Temple Of Doom / 1984
Κόστος: 28 εκατομμύρια δολάρια
Παγκόσμιες Εισπράξεις: 333 εκατομμύρια δολάρια
Ημερομηνία κυκλοφορίας στις ΗΠΑ: 23 Μαϊου 1984
Κατάλληλο ανω των 13
Στις 23 Μαϊου 1984, τρία χρόνια μετά τους «Κυνηγούς Της Χαμένης Κιβωτού» ήρθε στο κόσμο ο «Ναός Του Χαμένου Θησαυρού». Οσα λαμβάνουν χώρα σε αυτόν προηγούνται χρονολογικά όσων διαδραματίστηκαν στην πρωτότυπη ταινία κατά ένα χρόνο. Αυτή τη φορά ο Ιντι, παρέα με τον 12χρονο κινέζο Μισή Μερίδα και τη χαζοχαρούμενη αοιδό Γουίλι προσγειώνεται στην Ινδία, όπου αντιμάχεται τους οπαδούς μιας αρχαίας αίρεσης που προβαίνει σε ανθρωποθυσίες, χρησιμοποιώντας τη δύναμη των ιερών λίθων Σανκάρα. 28 εκατομμύρια δολάρια ήταν το κόστος του και 175.083.524 οι εισπράξεις στις ΗΠΑ (55.245.556 λιγότερα από τη «Χαμένη Κιβωτό» και 22.088.282 από την «Τελευταία Σταυροφορία»).
Δύο σημαντικές πρωτιές και μερικά επίθετα σε υπερθετικό βαθμό αναλογούν σε αυτή τη δεύτερη ταινία της σειράς: Αποτελεί το πρώτο sequel στη σκηνοθετική καριέρα του Σπίλμπεργκ, ένα από τα δύο φιλμ (το «Γκρέμλινς» ήταν το άλλο) που στάθηκαν αφορμή για την εφεύρεση του χαρακτηρισμού «ΡG-13» (κατάλληλο άνω των δεκατριών) από την αμερικανική επιτροπή λογοκρισίας και είναι το πιο σκοτεινό, τρομακτικό, «πειραγμένο», αλαφροϊσκιωτο, «σπινταρισμένο», υποτιμημένο από τους δημιουργούς του και λιθοβολημένο από τους κριτικούς κομμάτι της μυθολογίας του Ιντιάνα Τζόουνς.
Δύο μόλις αστεράκια ήταν ο μέσος όρος της βαθμολογίας που επιφύλαξαν κριτικοί ανά τον κόσμο στο «Ναό Του Χαμένου Θησαυρού» όταν έκανε πρεμιέρα. Του καταλόγισαν σαδιστικές διαθέσεις, όχι μόνο για τις σκληρές εικόνες της τελετουργικής αφαίρεσης της καρδιάς, αλλά και τη, σε βαθμό πρόκλησης αναγούλας, απεικόνιση ενός αποτελούμενου από μυαλά πίθηκων, εντόμων και χελιών γεύματος. Το αντιλήφθηκαν ως ουσιαστικά ακατάλληλο για παιδιά, σε αντίθεση με την προσφιλή σε όλη την οικογένεια φύση της πρώτης ταινίας. Το κατηγόρησαν για κακόγουστο χιούμορ, αναίσχυντους συναισθηματικούς εκβιασμούς (αφού εν μέρει έχτιζε σασπένς θέτοντας σε διαρκή κίνδυνο τη ζωή του 12χρονου Τζόναθαν - Μισή Μερίδα- Κι Κουάν), ρατσιστική προσέγγιση των Ινδών και σαφή τάση μισογυνισμού, καθώς η Γουίλι της νυν κυρίας Σπίλμπεργκ, Κέιτ Κάπσοου, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να ουρλιάζει στερεοφωνικά. Διαπίστωσαν, τέλος, υπερφόρτωση ακροβατικών σκηνών δράσης, που έκαναν το αποτέλεσμα εξαιρετικά θορυβώδες και εξαντλητικό.
Με τη σφραγίδα του «μελανιασμένου χεριού»
Οι συντελεστές του δεν είχαν τότε αντιδράσει δημοσίως στα παραπάνω σχόλια. Τώρα πια όμως, κάνοντας τον απολογισμό τους, δεν διστάζουν να συμφωνήσουν. Ο Λούκας γκρινιάζει, θεωρώντας πως τόσο οι κακοί ιερείς του υποχθόνιου ναού όσο και οι πέτρες Σανκάρα (ως ο προς αναζήτηση θησαυρός) ωχριούν μπροστά στους Ναζί, την Κιβωτό της Διαθήκης και το Ιερό Δισκοπότηρο των λοιπών ταινιών και ρίχνει το φταίξιμο στο εν εξελίξει τότε διαζύγιο του για το υπερβολικά σκοτεινό αποτέλεσμα. Ο Σπίλμπεργκ το αντιμετωπίζει σαν μια μαύρη τρύπα μέσα από τα σκοτάδια της οποίας αναγεννήθηκε για να βγει στο «φως της γυναίκας που έμελλε να γίνει σύζυγος και μητέρα των παιδιών μου». Η Κάπσοου παραδέχεται πως το να θέτεις επί της οθόνης τη ζωή ενός παιδιού σε κίνδυνο ουδέποτε υπήρξε διασκεδαστικό, ενώ «τουλάχιστον τα 100 από τα ουρλιαχτά που ακούγονταν στο φιλμ ήταν περιττά». Μόνο ο Χάρισον Φορντ παραμένει αμετανόητος υπερασπιστής του: «Θεωρώ ότι εκτός από εξαιρετικά αστείο, εξερευνούσε ενδιαφέροντα, σκοτεινά μέρη. Ηταν διαφορετικό από τα άλλα, αλλά πιστεύω πώς είναι μια εξίσου καλή ταινία».
Μηδέν. Τόσα είναι τα λεπτά της βαρεμάρας στο «Ναό Του Χαμένου Θησαυρού». Γιατί, όπως εύστοχα παρατήρησε ο διάσημος κριτικός Ρότζερ Εμπερτ, «αυτή είναι μια από τις καλύτερες ταινίες Μελανιασμένου Χεριού που έγιναν ποτέ: Μια από εκείνες τις λίγες, κινηματογραφικές εμπειρίες κατά τη διάρκεια των οποίων ο διπλανός σού αρπάζει διαρκώς με μανία το χέρι σου, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αντέξει την ανυπόφορη υπερδιέγερση που του προκαλούν τα επί της οθόνης δρώμενα. Μέχρι να τελειώσει η ταινία διασκεδάζεις συνεπαρμένος, αλλά μετά πρέπει να υπομείνεις το μελανιασμένο σου χέρι για μέρες». Με άλλα λόγια, για να την απολαύσεις δεόντως οφείλεις να της αφεθείς με την ίδια απονήρευτη νοοτροπία του «πονάω αλλά μου αρέσει» που ένα παιδί ορμά στο παιχνίδι του. Με την ίδια ατρόμητη λαχτάρα που ανεβαίνει στο τρενάκι του τρόμου, για να δοκιμάσει τις αντοχές του, να πάρει μια γεύση του απαγορευμένου και να αποδειχτεί γενναιότερο των μεγάλων. Εκείνων που στα ονειροπόλα παιδικά μάτια, που βλέπουν ακόμα τον κόσμο μέσα από το φίλτρο της φαντασίας και των παραμυθιών που τα ανέθρεψαν, δεν μπορούν παρά να φαντάζουν υπερβολικοί, μονοδιάστατοι. Ή καλοί ή κακοί.
Οχι. Αυτή η ταινία δεν είναι τίποτα από όσα αρνητικά της προσάπτουν. Είναι απλά μια ιλιγγιώδης βόλτα στο καλύτερο λούνα παρκ που διανοήθηκε ποτέ κανείς, με οδηγό όχι τον Ιντιάνα Τζόουνς (που εδώ κάνει τις περισσότερες γκάφες της ζωής του), άλλα έναν τετραπέρατο... Μισή Μερίδα άνθρωπο. Αν τον ακολουθήσεις χωρίς ενοχή ή ντροπή ζεις μια περιπέτεια με κομμένη την ανάσα, που θα την κουβαλάς για πάντα, σαν το σημάδι που σου άφησε το παραπάτημα στο κρυφτό, η βουτιά προς αποφυγή της μπάλας στο παιχνίδι μήλα, το πέσιμο από το ποδήλατο...
Ιωάννα Παπαγεωργίου
Αστεία κι όμως αληθινά
* Φάρσα του συνεργείου στον Φορντ: ενώ ήταν δεμένος σε βράχο για τις ανάγκες μιας σκηνής, εμφανίστηκε η Μπάρμπαρα Στρέιζαντ ντυμένη dominatrix και άρχισε να τον μαστιγώνει επειδή «το Hanover Street ήταν η χειρότερη ταινία που είδα ποτέ και γιατί έβγαλες ένα κάρο λεφτά με το Star Wars».
* Ο Μισή Μερίδα πήρε το όνομά του από τον σκύλο του σεναριογράφου Γουίλαρντ Χούικ, η Γουίλι από τον σκύλο του Σπίλμπεργκ και ο Ιντιάνα από τον σκύλο του Λούκας.
* «Φόρεμα φαγωμένο από ελέφαντα» ήταν η αιτιολογία στη φόρμα αποζημίωσης που κατέθεσε στην ασφαλιστική εταιρεία ο σχεδιαστής των κουστουμιών Αντονι Πάουελ, όταν χρειάστηκε να αντικαταστήσει τις χάντρες από την πλάτη της τουαλέτας που φορά η Κάπσοου στην εναρκτήρια σκηνή, τις οποίες όντως έφαγε ένας ελέφαντας.
* Για να γυρίσει τη σκηνή με τα εκατομμύρια μαμούνια, που μπαινόβγαιναν ανεξέλεγκτα μέσα στα ρούχα της, η Κάπσοου πήρε ηρεμιστικά.