Ακίρα Κουροσάβα: 10 ταινίες-οδηγός για τον μέγιστο δημιουργό

Με αφορμή τη σημερινή επέτειο γενεθλίων του διασημότερου και πιο αναγνωρισμένου στη Δύση Ιάπωνα σκηνοθέτη, προτείνουμε 10 ταινίες από μια συμπαγή, πολυσήμαντη φιλμογραφία που κάθε φίλος του κινηματογράφου οφείλει στον εαυτό του.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Ακίρα Κουροσάβα: 10 ταινίες-οδηγός για τον μέγιστο δημιουργό

«Ο Ηλίθιος» (The Idiot, 1951)

Στις αρχές του ‘50 ο Κουροσάβα, μετά από τη μαθητεία και τις πρώτες ταινίες της προηγούμενης δεκαετίας (οι ενδιαφερόμενοι σπεύδουν), βιώνει μια αντιφατική αλλά και βροντερή αφετηρία προς το μεγαλείο. Αμέσως μετά το «Σκάνδαλο» (1950), ο Κουροσάβα φτιάχνει το πρωτοποριακό «Ρασομόν» (που κερδίζει τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία) και μπαίνει στην πρώτη του διασκευή «δυτικών», τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι. Η ταινία βγαίνει στα 265 λεπτά, οι παραγωγοί φρίττουν και το μακελεύουν στα 166 λεπτά. Η πρωτότυπη εκδοχή δεν υπάρχει πια, μπαίνοντας έτσι στη λίστα με τις πιθανότατα μεγάλες ταινίες που δεν θα δούμε ποτέ, η εναπομείνασα εκδοχή δίνει μια πλήρη γεύση ενός αρτίστα ανάμεσα στους πολιτισμούς, που αποτυπώνει (ηθελημένα κι άθελα) εκπληκτικές εντάσεις του αλληλοσυγκρουόμενου κόσμου μας.

«Ο Καταδικασμένος» (Ikiru, 1952)

Την αμέσως επόμενη χρονιά δεν μένει καμμιά αμφιβολία. Ήδη από το «Ρασομόν» (περισσότερα εδώ) έχει εγκαινιαστεί μια υπερμεγέθης παγκοσμίως κινηματογραφική δεκαετία, η στροφή στο απωανατολικό σινεμά συντελείται μαζικά στη Δύση και ο Κουροσάβα «πυροβολεί» κατά ριπάς. Η ιστορία ενός μελλοθάνατου διαχέεται σε μια εντυπωσιακή κριτική της άλωσης της μεταπολεμικής Ιαπωνίας από την Αμερική, της χρεοκοπίας της Οικογένειας, της κρίσης του ιστορικού πολιτισμού, της πλήρως μοραλιστικής απάντησης, που αποσκοπεί στο κοινό καλό, στην έγνοια του συνανθρώπου. Αναπόφευκτο αριστούργημα μεγάλης συγκίνησης και ίσως η περισσότερο εκτιμημένη ταινία μιας ξακουστής φιλμογραφίας.

«Ο Θρόνος του Αίματος» (Throne of Blood, 1957)

Η σχέση του Κουροσάβα με τον Σαίξπηρ είναι μέρος μιας γενικότερης σχέσης του με τη Δύση που έχει εξάψει συχνή κριτική εκ δεξιών (Όσιμα και μέρος της ιαπωνικής κριτικής) κι εξ ευωνύμων (Ζακ Ριβέτ και μέρος της αριστερής κριτικής). Ο Κουροσάβα στα χρόνια του ‘50, ειδικά με τους «Επτά Σαμουράι» (δείτε εδώ), έχει ουσιαστικά υποδείξει στην Δύση πώς να κάνει καλύτερα τις ταινίες της και δεν έχει ποτέ πάψει να χρησιμοποιεί σαν θέμα του την οντολογική πολιτισμική εξέλιξη της πατρίδας του. Το αυτό συμβαίνει και στη διασκευή αυτή του «Μακμπέθ», με μια εκπληκτικής έντασης ανάγνωση της διάσημης ιστορίας αίματος «αυτού του σκωτσέζικου έργου» με όρους ιαπωνικής σκηνοθεσίας.

«The Bad Sleep Well» (1960)

Στις αρχές του ‘60 το περίφημο ιαπωνικό στούντιο Τόχο «δέχεται» την συνδρομή της εταιρείας που ο Κουροσάβα συστήνει για να υποστηρίξει τις ταινίες του. Μια από τις λιγότερο γνωστές ταινίες του θα είναι το διακριτά πολιτικά ριψοκίνδυνο ντεμπούτο της εταιρείας του. Η ιστορία ενός νεαρού άνδρα που μπαίνει στους κόλπους μιας γιγάντιας επιχείρησης με σκοπό να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του, είναι η αιματοβαμμένη αιχμή του «πολιτικού Κουροσάβα» στην εταιρική διείσδυση στην ιαπωνική κοινωνία, μια άγρια καταγγελία διεμβολιστικών συμφωνιών με τις ΗΠΑ μετά το τέλος του πολέμου και μια χειρουργική σπουδή, φιλοσοφικών προεκτάσεων, πάνω στη βία της σχέσης του ατόμου με τη διαφθορά και τη ηθική διάβρωση του κόσμου των επιχειρήσεων.

«Ο Δολοφόνος του Τόκιο» (High and Low, 1963)

Ίσως το σκηνοθετικό αριστούργημα, αν έπρεπε τελικά να διαλέξεις, του Κουροσάβα, μια ιστορία «πλούσιων και φτωχών» που δένει τον πολιτικοκοινωνικό προβληματισμό του σκηνοθέτη με τη φιλοσοφική λογική του «Ρασομόν» πάνω στη σχετικότητα της αλήθειας. Απλώς (…) εδώ το συνοδεύει με μια σεναριακή λογική που σε αποστομώνει στο σπάνιο φινάλε και με μια σκηνοθετική εφευρετικότητα στο (ευρύτατο) κάδρο, την τοποθέτηση των ηθοποιών και την αντιστικτική λογική των «δύο σε μία» ταινιών, που σε έχει γονυπετή να πανηγυρίζεις για την ανυπολόγιστη καλλιτεχνία. (Περισσότερα εδώ)

«Η Γειτονιά των Καταφρονεμένων» (Dodes' ka-den, 1970)

Το ‘70 είναι μια δύσκολη εποχή για τον σκηνοθέτη. Από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας έχουν συντελεστεί πλήθος ταραχών οφειλόμενων κυρίως στην εμπλοκή του με τα γυρίσματα του «Τορά! Τορά! Τορά!» της 20th Century Fox, από την οποία παραγωγή εκτοπίσθηκε περίπου ως νευροπαθής, στερώντας του πολύτιμο χρόνο και συναισθηματική ισορροπία. Με πέντε χρόνια ανενεργά στην πλάτη (από το 1965 και τον θαυμάσιο «Πορφυρογένη» με τον Τοσίρο Μιφούνε - 16 ταινίες έκαναν μαζί, μιλώντας για σημαίνουσες καλλιτεχνικές συνεργασίες), η «Γειτονιά» είναι ένα σινεμά παράλληλων ιστοριών σε μια περιοχή απόλυτης καταφρόνιας, εξαθλίωσης και απελπισίας, γυρισμένο πειραματικά (και για πρώτη φορά στο σινεμά του) με εκρηκτικές χρωματικές συνθέσεις (περισσότερα εδώ) να κοντράρουν δημιουργικά το θέμα. Η ταινία απέτυχε εισπρακτικά και η δυσκολότερη περίοδος του Κουροσάβα κορυφώθηκε λίγο μετά με την απόπειρα αυτοκτονίας του που του άλλαξε και τη ζωή.

«Καγκεμούσα, η Σκιά του Πολεμιστή» (Kagemusha, 1980)

Στα τέλη του ‘70 σημειωνόταν το παράδοξο. Ο δημιουργός λατρευόταν από τη νέα γενιά των δημιουργών (για να μην αναφερθούμε σε Μπέργκμαν, Ταρκόφσκι που του είχαν στήσει ανδριάντες), η Σοβιετική Ένωση τον τιμούσε έμπρακτα με το «Uzala» (ύψιστο βραβείο και στα Όσκαρ – Καλύτερη Ξένη Ταινία - και στα σοβιετικά βραβεία της Ακαδημίας), που η Mosfilm χρηματοδότησε, αλλά στην Ιαπωνία ο Κουροσάβα αντιμετώπιζε καχύποπτη κριτική και πλήρη οικονομική δυσπραγία. Enter Τζορτζ Λούκας και Φράνσις Φορντ Κόπολα, αμφότεροι πανίσχυροι τότε τόσο παραγωγικά όσο και σε διασυνδέσεις, κι έτσι ιδού… τρίωρος «Καγκεμούσα» με διεθνή διανομή από την αμαρτήσασα 20th Century Fox. Η ταινία σημείωνε πολλαπλά την επιστροφή του βασιλιά, οι Κάννες συνεισέφεραν έναν Φοίνικα (εξ ημισείας με το «Η Παράσταση Αρχίζει»), Ντονατέλο, Σεζάρ, υποψηφιότητα Καλύτερης Ξένης Ταινίας και δεν συμμαζεύεται. Η δεκαετία θα ήταν η αυτή της έμπρακτης αναγνώρισης.

«Ran» (1985)

«Ο Βασιλιάς Λιρ» στην ανάγνωση του Κουροσάβα, απάτητη κορυφή του παγκόσμιου σινεμά του ’80 (μιας καθόλου κακής δεκαετίας όσο αναδιφάς εντός της), ένας τεχνικός θρίαμβος με φωτογραφία, σκηνικά και κοστούμια που θα ζήλευε και ο Ντέιβιντ Λιν. Παραδόξως η ταινία δεν είχε ανάλογη απήχηση στην πατρίδα του σκηνοθέτη (…), με μια μεγάλη ιστορία τότε που είχε δημιουργηθεί κι από την μη (καν) υποβολή της από την Ιαπωνία για τα Όσκαρ εκείνης της χρονιάς! Δυσθεώρητα ακριβό και στοιχειωμένο από τον θάνατο της συζύγου του Κουροσάβα, αυτό το μεγαλούργημα πάνω στην ιστορία, το χάος, την οικογένεια, τα γηρατειά, αποτιμήθηκε στο διεθνές στερέωμα ενώ ακόμα και ο ίδιος ο Κουροσάβα, για μια φορά, αποποιήθηκε το σύνηθες «η επόμενη», που απαντούσε όταν τον ρωτούσαν ποια είναι η καλύτερη ταινία του.

«Ραψωδία τον Αύγουστο» (Rhapsody in August, 1991) και «Ο Δάσκαλος» (Madadayo, 1993)

Τα χρόνια της δύσης βρήκαν τον Κουροσάβα στο απόγειο της ανθρωπιάς, της γλυκύτητας, του αισθήματος της επιστροφής και, για τους -πάντα καλόψυχους- κριτικούς μιας νέας εποχής, της διδακτικότητας και της χλιαρής αποτυχίας. Η δεκαετία του ‘90 ξεκινά με τα «Όνειρα», με αρωγό τον Σπίλμπεργκ (προφανώς λάτρης και αυτός της κληρονομιάς του δημιουργού) να σπρώχνει την Warner για διεθνή διανομή, και κλείνει με τούτα τα δύο, στο πρώτο εκ των οποίων κρατά έναν μικρό ρόλο και ο Ρίτσαρντ Γκιρ.

Η «Ραψωδία» θεωρήθηκε από τους Αμερικανούς «αντιαμερικανική» (…) στην τραυματική ανάμνησή της των βομβαρδισμών στο Ναγκασάκι. Κι όμως υπάρχει λυρική ομορφιά, ενατένιση και τελική αποδοχή του ανεπίστρεπτου χρόνου και του ανεπούλωτου τραύματος. Είναι όμορφη, «φθινοπωρινή» ταινία η «Ραψωδία».

Το «Μανταντάγιο», που έγινε δεκτό γενικώς καλύτερα, μοιάζει με μια α λα «Άγριες Φράουλες» (χωρίς περαιτέρω σύγκριση, πάντως) απολογιστική επιστροφή στο έργο και τη μνήμη μιας ζωής, στη τρίτη ηλικία, στη συνύπαρξη των γενέων, στη στωϊκή άρνηση του αναπόφευκτου.

Στα τέλη του 1995 ο Κουροσάβα έπεσε κι έσπασε τη λεκάνη του, γεγονός που του στέρησε τη δυνατότητα να κάνει άλλη ταινία, παρότι όλη εκείνη τη δεκαετία θυμόμαστε το σπινθηροβόλο, ακατάβλητο πνεύμα του. Μοντέρ πολλών ταινιών του («Ρασομόν», «Γιοζίμπο», «Επτά Σαμουράι», «Ραν», μεταξύ άλλων), ο Κουροσάβα υπήρξε μάστορας του ντεκουπάζ και του mise en scene, διανοητής της σύγχρονης κατάστασης του ανθρώπου, φιλόσοφος της σχέσης των πολιτισμών και της επίδρασης της Ιστορίας. Μπορεί πράγματα όπως αυτά να μην φαντάζουν πρώτης ανάγκης στη κρίσιμη εποχή μας (αλλά πότε δεν ήταν κρίσιμη η εποχή;), στην πραγματικότητα όμως η έλλειψή τους αποτελεί την θρυαλλίδα συνεπειών της καθημερινής μας ύπαρξης.

Τον θυμόμαστε πάντα.