Δημήτρης Λάλος: «Αν έπρεπε να διαλέξω, θα ήθελα να είμαι κινηματογραφικός ηθοποιός»

O Δημήτρης Λάλος σε μια συνέντευξη στο ΣΙΝΕΜΑ Cinemagazine.gr με αντικείμενο την «Αγέλη Προβάτων», το γουέστερν και την τέχνη της υποκριτικής.

Συνέντευξη στον Γιάννη Βασιλείου
Δημήτρης Λάλος: «Αν έπρεπε να διαλέξω, θα ήθελα να είμαι κινηματογραφικός ηθοποιός»

H «Αγέλη Προβάτων» είναι μια απόπειρα ελληνικού νεο-γουέστερν που σηματοδοτεί το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Δημήτρη Κανελλόπουλου. Έφυγε με το Βραβείο Κοινού από το περασμένο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και ξεκινά το ταξίδι της στις αίθουσες από σήμερα. Με αφορμή την κυκλοφορία της, κάναμε μια συζήτηση με τον πρωταγωνιστή της Δημήτρη Λάλο γύρω από την ταινια, το είδος του γουέστερν και την τέχνη της υποκριτικής.

 

Tι σας τράβηξε στο σενάριο του Δημήτρη Κανελλόπουλου για την «Αγέλη Προβάτων»;

Όπως ο Δημήτρης, έτσι κι εγώ είχα πάντα μια αδυναμία από μικρός στα γουέστερν, σε αυτούς τους χαρακτήρες που υπερασπίζονται το δίκιο, που ψάχνουν να βρουν το δίκιο, που κάνουν και λάθη στην πορεία, που είναι ταυτόχρονα πραγματικοί και κινηματογραφικοί ήρωες. Ο Θανάσης είναι τέτοιος ήρωας. Ο τρόπος που έχει γράψει το σενάριο ο Δημήτρης, η ροή και η εξέλιξη των χαρακτήρων ήταν από τους βασικούς λόγους που με τράβηξαν για να ερμηνεύσω τον κεντρικό ήρωα.

Είπατε μεν ότι σας αρέσουν οι χαρακτήρες που υπερασπίζονται το δίκιο, αλλά μέσα στο φιλμ ο Θανάσης δίνει συχνά την εντύπωση  ότι ενεργεί με ιδιοτέλεια.

Ισχύει, αλλά έτσι είναι οι πραγματικοί χαρακτήρες στον κινηματογράφο. Οι χαρακτήρες πρέπει να έχουν διττή υπόσταση, αλλιώς καταντούν σκέτα σύμβολα, αρχέτυπα. Όπως και στην πραγματική ζωή, πολλές φορές ξεκινούμε για να πετύχουμε κάτι, μα τελικά καταλήγουμε να κάνουμε κάτι άλλο. Γι’αυτό νομίζω ότι ο χαρακτήρας του Θανάση έχει μια αληθοφάνεια στη γραφή του.

Άρα θα λέγατε ότι η ταινία δεν επικαλείται το κλασικό γουέστερν, αλλά είναι πιο κοντά σε μεταγενέστερες, πιο αμοραλιστικές εκδοχές του, όπως η «Άγρια Συμμορία» ή τα φιλμ του Λεόνε;

Έτσι ακριβώς. Τα όρια μεταξύ καλού και κακού δεν είναι τόσο ευδιάκριτα. Επίσης, οι ήρωές της δεν είναι εξωπραγματικοί, είναι πιο κοντά στην ανθρώπινη φύση.

Βρίσκετε κάποιες ομοιότητες ανάμεσα στην ελληνική επαρχία και στην ύπαιθρο, όπως τις βλέπουμε μέσα στην ταινία, με την αμερικανική Άγρια Δύση, όπως την ξέρουμε από το σινεμά και τη λογοτεχνία;

Κοιτάξτε, για μένα όταν λέμε επαρχία αναφερόμαστε περισσότερο στους ρυθμούς που δίνει η επαρχία. Ένα μη αστικό περιβάλλον κινείται σε τελείως διαφορετικούς ρυθμούς από εκείνους που ζούμε στην πόλη. Και στην ταινία έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο ότι μετακινηθήκαμε, ότι κάναμε τα γυρίσματα στην Τρίπολη. Άλλαξε κι ο δικός μας ρυθμός, μας επηρέασε ως ηθοποιούς. Για να απαντήσω στην ερώτησή σας, η ομοιότητα έχει περισσότερο να κάνει με τους χρόνους. Ο χρόνος στην επαρχία κυλάει διαφορετικά από όσο στην πόλη

Θα λέγατε ότι, λόγω της απόστασης από τα αστικά κέντρα, είναι ευκολότερο για τους κατοίκους εκεί να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους ή ακόμα και ότι είναι αναγκασμένοι κάποιες φορές να πράξουν έτσι, ώστε να διαφυλάξουν τα συμφέροντά τους;

Θα μπορούσαμε να το πούμε κι αυτό, γιατί όταν βρίσκεσαι σε μια κατάσταση που δεν σε παρακολουθούν τόσο στενά οι εκπρόσωποι του νόμου, εύκολα μπορεί να μπεις στον πειρασμό. Δεν είναι όμως κάτι που δεν βλέπουμε και στην πόλη, δεν είναι ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει αποκλειστικά την επαρχία.

(AKΟΛΟΥΘΟΥΝ SPOILERS)

Στο τέλος της ταινίας, όταν ο Θανάσης σκοτώνει και τον δεύτερο μικροκακοποιό, φαίνεται σαν να είναι δέσμιος αυτής της συμπεριφοράς, σαν να μην πρόκειται για κάτι που θέλει ο ίδιος, αλλά για κάτι που περιμένουν από εκείνον οι αρσενικές φιγούρες στο βάθος. Σαν τελικά να το κάνει για να πάρει τη θέση του στον Μύθο.

Είναι μια άτυπη συμφωνία που έχει κάνει μαζί τους. Πολλές φορές στη ζωή αποφασίζουμε κάτι και παρά τα όσα μας συμβαίνουν επιμένουμε σε αυτό που έχουμε αποφασίσει. Ο χαρακτήρας έχει πει κάτι και δεν μπορεί να το πάρει πίσω. Έχει πει ότι θα το πάει μέχρι τέλους και πρέπει να επιβεβαιώσει τον εαυτό του και ταυτόχρονα να αποδείξει κάτι στο σύνολο. Πάντα υπάρχουν και οι άλλοι, ποτέ δεν οριζόμαστε μόνοι μας. Κανείς δεν ζει μόνος του σε μια σπηλιά, οι άλλοι είναι ο καθρέφτης μας. Πολλές φορές, όταν προσπαθούμε να επιβεβαιώσουμε κάτι για τον εαυτό μας, το επιβεβαιώνουμε και σε σχέση με τους άλλους. Ο Θανάσης προσπαθεί να εκπροσωπήσει κάτι, να είναι αυτός που οδηγεί. Και πρέπει να κρατήσει τον λόγο του, πρέπει να το πάει μέχρι τέλους.

Και θα το πάει μέχρι τέλους, αλλά με το κόστος που του αναλογεί.

Εννοείται. Στο τέλος έρχεται ο λογαριασμός. Όταν τρως σε μια ταβέρνα, στο τέλος θα έρθει ο λογαριασμός. Δεν μπορείς να φας πέντε γαριδομακαρονάδες και μετά να θες να σηκωθείς και να φύγεις έτσι, χωρίς να πληρώσεις (Γέλια).

(EΔΩ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ ΤΑ SPOILERS)

Μας είπατε στην αρχή ότι σας αρέσει το γουέστερν. Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας τους τίτλους κάποιων γουέστερν που αγαπάτε;

Είναι αρκετά γούεστερν που αγαπώ. Ένα από τα σύγχρονα που μου αρέσει πολύ τόσο για την κινηματογράφησή του, όσο και για το σάουντρακ του, είναι η «Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς». Μιλάμε για αριστούργημα, είναι πολύ ενδιαφέρον που εστιάζει σε έναν αντιήρωα, αφήστε που παίζει και ο αγαπημένος μου Σαμ Σέπαρντ. Eπίσης ξαναείδα πρόσφατα τον «Καλό τον Κακό και τον Άσχημο» και εντυπωσιάστηκα από το μέγεθος της παραγωγής και από την υποκριτική. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουν οι ηθοποιοί την υποκριτική, το βλέμμα στον φακό και η λιτότητα του βλέμματος ήταν για ακόμα μια φορά κάτι αποκαλυπτικό για μένα. Σε εντυπωσιάζει όταν συνειδητοποιείς από πότε οι Αμερικάνοι έχουν αρχίσει να αντιμετωπίζουν την υποκριτική με έναν απλό και δωρικό τρόπο.

Κατά τη γνώμη σας πού εντοπίζονται οι διαφορές στον τρόπο προσέγγισης της τέχνης σας ανάμεσα στο μέσο της τηλεόρασης και σε εκείνο του κινηματογράφου;

Είναι πάρα πολλές οι διαφορές. Δεν είναι όπως στο θέατρο η υποκριτική στο σινεμά. Κάποιοι λένε ότι όταν παίζεις στο σινεμά είναι όπως στο θέατρο, αλλά πιο μικρό. Εγώ το βρίσκω λίγο μπακάλικο αυτό. Η υποκριτική στο σινεμά έχει κι αυτή τα μυστικά της και την τεχνική της. Η πιο μεγάλη και ουσιαστική διαφορά για μένα είναι το κοντινό. Στο σινεμά υπάρχει η δυνατότητα του κοντινού και εκεί η λεπτομέρεια με την οποία πρέπει να ερμηνεύσεις πολλαπλασιάζεται, δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα. Εκεί εντοπίζω τη βασική διαφορά ανάμεσα στο θέατρο και στο σινεμά. Το παλιό ελληνικό σινεμά, όπου έβλεπες ένα αμερικέν πλάνο και ήταν όλοι μέσα και τα έλεγαν με τη σειρά, θύμιζε περισσότερο ένα κινηματογραφημένο θέατρο. Το πραγματικό σινεμά, τουλάχιστον όσον αφορά την τέχνη της υποκριτικής, έρχεται μαζί με το κοντινό πλάνο, όταν ο φακός μπαίνει μέσα στα μάτια του ηθοποιού, μέσα στην ψυχή του και οι θεατές ταυτιζόμαστε ή ταξιδεύουμε μέσα από αυτό.

Υπάρχουν κάποιοι σκηνοθέτες με τους οποίους θα θέλατε να συνεργαστείτε στο μέλλον;

Νομίζω ότι θα ήθελα να συνεργαστώ με όλους τους σκηνοθέτες (Γέλια). Υπάρχουν πολλοί σκηνοθέτες που δίνουν σοβαρά δείγματα εργασίας σε διεθνές επίπεδο. Σκηνοθέτες, όπως ο πιο δυνατός μας, που είναι ο Γιώργος Λάνθιμος και έχει κάνει το βήμα προς την Αμερική, ο Γιώργος Ζωής που κάνει φοβερές δουλειές ή ο Πασσαλής που έχει κάνει κι αυτός μια φοβερή ταινία. Γενικά, θα ήθελα να συνεργαστώ με όποιον σκηνοθέτη έχει ένα συγκροτημένο όραμα και θέλει να το υλοποιήσει.

Συνεπώς, σας αρέσει να παίζετε στο σινεμά και είναι κάτι που θα θέλατε να συνεχίσετε, σωστά;

Το σινεμά είναι η μεγάλη μου αγάπη. Στο ερώτημα «θέατρο ή σινεμά» απαντώ σινεμά χωρίς δεύτερη κουβέντα. Πιστεύω ότι το επάγγελμα του κινηματογραφικού ηθοποιού είναι το ωραιότερο επάγγελμα του κόσμου. Σαν θεατής μου αρέσουν και τα δυο εξίσου, αλλά σαν ηθοποιός προτιμώ το σινεμά. Αν έπρεπε να διαλέξω, θα ήθελα να είμαι κινηματογραφικός ηθοποιός.

H ταινία «Aγέλη Προβάτων» προβάλλεται στους κινηματογράφους από σήμερα σε διανομή Cinobo και Danaos Films.