«The Last of Us»: Η εξιλέωση των video-game διασκευών

Ή πως το ΗΒΟ κατάφερε να σπάσει την «κατάρα» των κακών τηλεοπτικών (και εν γένει κινηματογραφικών) video-game μεταφορών.

Από την Βαρβάρα Κοντονή
«The Last of Us»: Η εξιλέωση των video-game διασκευών

Θυμάμαι ήταν Χριστούγεννα του 2017. Είχα μόλις αγοράσει το PlayStation 4 (ήδη τέσσερα χρόνια από την κυκλοφορία του, κάπως είχα αργήσει θαρρώ) σε ένα γιορτινό πακέτο μαζί με το «The Last of Us», το οποίο είχε ήδη κυκλοφορήσει σε remastered έκδοση τρία χρόνια νωρίτερα, καθότι παιχνίδι του 2013. 

Ούσα σχεδόν νεογνό σε ό,τι αφορούσε στην πρότερη, gaming εμπειρία μου, είχα διαβάσει μονάχα τα απαραίτητα για το «TLOU», ό,τι επρόκειτο δηλαδή για ένα εξαιρετικό παιχνίδι, με διθυραμβικές κριτικές τόσο σε επίπεδο χειρισμού, όσο και σε επίπεδο story. Το game παίχτηκε και βιώθηκε με τόση σαρωτική αγάπη από εμένα, σε βαθμό που πολλά από τα μετέπειτα παιχνίδια που είχα τη χαρά (και τον ελεύθερο χρόνο) να παίξω αργότερα στην κονσόλα, θεώρησα πως δεν έφτασαν ποτέ στο επίπεδο των χαρακτήρων, της ιστορίας και της αψεγάδιαστης δουλειάς στο κομμάτι των μηχανισμών που είχε καταφέρει η Naughty Dog, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς και την τεράστια απόσταση που διένυσε η εταιρεία ως προς το story driven gameplay των παιχνιδιών της, από το «Uncharted» στο TLOU.

Και μετά ήρθε το «The Last of Us Part II» το 2020. Οι αντιδράσεις του κόσμου υπήρξαν το λιγότερο ακραίες, για κάποιες πολύ συγκεκριμένες αποφάσεις των δημιουργών να εισάγουν καινούργιους χαρακτήρες και να δώσουν στο σενάριό τους μια καινούργια κατεύθυνση. Δεν θα πω πολλά επί του θέματος, δεν έχει και σημασία άλλωστε να μπαίνεις σε διαδικασία συζήτησης με άτομα που έφτασαν να στέλνουν ακόμα και death threats στους ηθοποιούς, πάνω στους οποίους βασίστηκαν οι χαρακτήρες του καινούργιου παιχνιδιού, αφού έτσι κι αλλιώς, όπως έχει πει και ο Μπέρτολτ Μπρεχτ «η ανθρώπινη βλακεία είναι ακατανίκητη». Το «The Last of Us Part II» είναι ένα παιχνιδικό αριστούργημα. Προχωράμε.

Υποθέτω πως ήταν απλά θέμα χρόνου μέχρι κάποιο μεγάλο, τηλεοπτικό στούντιο να αποφασίσει να αναλάβει την μεταφορά του κόσμου του «TLOU» στην μικρή οθόνη, δεδομένου πως, εκ των πραγμάτων, ένα video game πάντα είναι προτιμότερο να υλοποιείται – αρχικά – σε έναν σεβαστό αριθμό τηλεοπτικών επεισοδίων και έπειτα, αν και εφόσον οι συνθήκες το ευνοήσουν, να πραγματωθεί ως συνέχεια και στην μεγάλη οθόνη. 

Γενικά οι μεταφορές video-game στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση είναι πικρή ιστορία, αφού στην σαρωτική τους πλειοψηφία πρόκειται είτε για πολύ κακά, είτε για πολύ μέτρια live action adaptations (με ελάχιστες εξαιρέσεις, αν δηλαδή υπάρχουν και αυτές), γεγονός που έκανε αρχικά τους απανταχού γνώστες/φαν του «TLOU» σύμπαντος να προ-αποδεχτούν την τηλεοπτική ήττα του αγαπημένου τους παιχνιδιού. Μέχρι που ανακοινώθηκε πως την σειρά θα αναλάβει το HBO. Και πως εμπλεκόμενος θα βρίσκεται και ο Νιλ Ντράκμαν, συν-δημιουργός του παιχνιδιού. Και πως την σκηνοθεσία θα αναλάβει ο Κρεγκ Μάζιν του εξαιρετικού «Chernobyl». Και πως επίσης η μουσική του Γκουστάβο Σανταολάλα επρόκειτο να στοιχειώσει και πάλι τα, γεμάτα cordyceps όνειρά μας. Και πως ο Πέντρο Πασκάλ και η Μπέλα Ράμσεϊ θα ενσάρκωναν τους, θρυλικούς πια, ρόλους του Τζόελ και της Έλι. Και αν βρέθηκαν πολλοί (πάρα πολλοί) που γκρίνιαξαν για την μη ομοιότητα της Ράμσεϊ με τον in game χαρακτήρα της Έλι, νομίζω πως και μετά το πέρας του 9ου επεισοδίου και την ολοκλήρωση της πρώτης σεζόν της σειράς, μικρή έως ελάχιστη σημασία πια έχει το αν η Ράμσει μοιάζει στην Έλι. Δεν χρειάζεται να της μοιάζει. Είναι η Έλι. 

Η ανάληψη της σειράς από το HBO ήταν το βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αφού ο αμερικανικός κολοσσός σπάνια απογοητεύει με τις τηλεοπτικές τους δουλειές και το «The Last of Us» ευτυχώς δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Το σενάριο ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τα δρώμενα του παιχνιδιού, εμπλουτίζοντας όμως τον κόσμο του με επιλογές που υπαγορεύονται από την τηλεοπτική του μορφή, ακόμα και αν αυτό μοιάζει ανά στιγμές παρακινδυνευμένο μιας που δεν έλειψαν οι φορές που το κοινό δυσαρεστήθηκε, όπως έγινε για παράδειγμα με το 3ο επεισόδιο που εξερεύνησε εις βάθος την ιστορία του Μπιλ και του Φρανκ, κάτι που δεν είχε συμβεί στο παιχνίδι. Είναι απαραίτητο να καταλάβουμε πως πρόκειται για δύο διαφορετικά μέσα – ένα παιχνίδι και μια σειρά – σαφέστατα θα υπάρχουν διαφορές σε επίπεδο σκηνοθεσίας και προσαρμογής σεναρίου γιατί ακριβώς το κάθε μέσο (εξ)υπηρετεί και διαφορετικές συμβάσεις. 

Συνολικά το τηλεοπτικό «TLOU» αποτελεί μια εξαιρετική απόπειρα απόδοσης της ατμόσφαιρας και του σύμπαντος του παιχνιδιού, με την παραγωγή να δίνει «ρέστα» στο στήσιμο του κόσμου και την σκηνοθεσία της σειράς να κλείνει το μάτι, ουκ ολίγες φορές, στην αντίστοιχη σκηνοθεσία του παιχνιδιού, που απαιτούσε από τον Τζόελ και την Έλι να μετακινούνται συχνά από το σημείο Α, στο σημείο Β και από εκεί στο σημείο Γ. Υπάρχουν πολλές στιγμές που η σειρά αφομοιώνει ξεκάθαρα την gaming λογική που απαιτείται για κάτι τέτοιο, με ένα αποτέλεσμα που ισορροπεί θαυμάσια μεταξύ τηλεοπτικού προϊόντος και παιχνιδιού, όπως ακριβώς συμβαίνει στην άκρως δραματική σκηνή του «σολαρίσματος» του Τζόελ μέσα στο νοσοκομείο στο τελευταίο επεισόδιο.  

Είναι οριακά συγκινητικό να βλέπεις με τι φροντίδα οι δημιουργοί μετέφεραν το παιχνίδι στην τηλεοπτική οθόνη, δίνοντας ακόμη και μικρούς, αλλά σημαντικούς ρόλους σε voice actors που δάνεισαν τις φωνές τους στους βασικούς χαρακτήρες (φανταστικοί αμφότεροι οι Τρόι ΜπέΪκερ και Άσλεϊ Τζόνσον), με την χημεία των Πασκάλ/Ράμσεϊ να ξεπερνάει ακόμα και τις πιο συγκρατημένες μας προσδοκίες.  

Να ξεκαθαρίσω πως δεν επιχειρώ να χρυσώσω το χάπι αναφορικά με την επιτυχία του «TLOU». Υπάρχουν αρκετά πράγματα που «σηκώνουν» βελτίωση και που ελπίζουμε πως πράγματι θα λυθούν στην δεύτερη σεζόν και όσες ακολουθήσουν. Όπως έγινε ήδη γνωστό, η ιστορία του δεύτερου μέρους δεν θα περιοριστεί σε μια τηλεοπτική σεζόν, αλλά θα «απλώσει» σε περισσότερους κύκλους. Αναμφίβολα το κομμάτι των μολυσμένων και η έλλειψη δράσης σε πολλά επεισόδια, έκαναν αισθητή την απουσία τους καθόλη την διάρκεια της σειράς, απόφαση που στέρησε (ιδιαίτερα για όσους έχουν παίξει το παιχνίδι) σε αγωνία και ένταση, με τα επεισόδια να επικεντρώνονται στο μεγαλύτερο μέρος τους, σε συζητήσεις μεταξύ του Τζόελ και της Έλι, μια επιλογή των δημιουργών που εξυπηρέτησε τους δικούς της σκοπούς. 

Το λιγότερο αβανταδόρικο, από άποψης σασπένς, στήσιμο της σειράς αντηχεί τις εξελίξεις της επερχόμενης σεζόν. Ήταν αναμενόμενο πως η σειρά θα επιχειρούσε σεναριακά να επικεντρωθεί πρωτίστως στο χτίσιμο της σχέσης των πρωταγωνιστών, προκειμένου να καταστούν σαφείς οι προθέσεις και οι μελλοντικές ενέργειες των ηρώων, ακόμα και στους θεατές που δεν γνωρίζουν τίποτε άλλο για τον κόσμο του παιχνιδιού. Μετά και το πέρας του 9ου επεισοδίου εξάλλου, καθίσταται παραπάνω από εμφανές ότι ο Τζόελ δεν είναι – ηθικά – ένας «καλός άνθρωπος» (πάρα πολύ μεγάλη συζήτηση αυτή), η σειρά το δείχνει ξεκάθαρα και εδώ ακριβώς έγκειται και η μεγαλύτερη διαφορά των δυο μέσων: αλλιώς αντιλαμβάνεσαι τον χαρακτήρα του κρατώντας ως παίκτης τα ηνία (όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον χαρακτήρα της Έλι στο δεύτερο παιχνίδι) και αλλιώς όταν βλέπεις ως εξωτερικός παρατηρητής τη δράση του Τζόελ σε έναν κόσμο σακατεμένο και στραγγισμένο από ελπίδα, όπως ακριβώς γίνεται με τη σειρά. 

Στην τελική όλοι έχουν (και έχουμε) υπάρξει κακοί στην ιστορία κάποιου άλλου. Το γεγονός ότι αγαπάμε και αγαπιόμαστε, δεν δικαιολογεί εύκολα το τι έχουμε αναγκαστεί ή επιλέξει να κάνουμε για το καλό όσων νοιαζόμαστε. Πρόκειται ουσιαστικά για τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος – αγάπη, πόνος και μίσος είναι σταθερές, απαρέγκλιτα δεμένες μεταξύ τους. Το ταξίδι του Τζόελ και της Έλι μόλις ξεκίνησε, αργά ή γρήγορα όμως, όλοι θα κληθούμε να πληρώσουμε το τίμημα που μας αναλογεί.