Τέρμα τα γκάζια! Ολόκληρος ο «Mad Max» σε τέσσερα μαθήματα

Μετρώντας αντίστροφα μέχρι την πολυαναμενόμενη επιστροφή της «Furiosa» στη μεγάλη οθόνη, το cinemagazine ταξιδεύει στη μυθολογία μιας από τις θρυλικότερες σειρές στα χρονικά του σινεμά περιπέτειας και ξαναβλέπει τις ταινίες που την δημιούργησαν.

Από τον Λουκά Κατσίκα
Τέρμα τα γκάζια! Ολόκληρος ο «Mad Max» σε τέσσερα μαθήματα

Ο «Δρόμος» είχε τη δική του ιστορία
Mad Max (1979)

Το καλοκαίρι του 1971, ο ελληνικής καταγωγής Τζορτζ Μίλερ (ή Τζορτζ Μηλιώτης για τους οικείους του) γνώρισε τον 19χρονο Μπάιρον Κένεντι, έναν ερασιτέχνη κινηματογραφιστή, με τον οποίο διαπίστωσε ότι μοιράζονταν την ίδια αδυναμία για τις γοργοκίνητες ταινίες καταδίωξης με αυτοκίνητα όπως το «Μπούλιτ» και τις exploitation ταινίες με μοτοσικλετιστές που γύριζε ο Ρότζερ Κόρμαν.

Λίγα χρόνια αφότου σκηνοθέτησαν μαζί ένα μικρού μήκους φιλμάκι με τίτλο «Violence in the Cinema», ωθούμενοι από τις παραπάνω εμμονές οι δυο άντρες μάζεψαν μερικά χρήματα, έδωσαν τα ονόματά τους σε μια ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής που εγκαινίασαν (Kennedy-Miller) και το 1978 βάλθηκαν να πραγματοποιήσουν το «Μαντ Μαξ», σε σκηνοθεσία του Μίλερ, παραγωγή του Κένεντι και σε σενάριο του πρωτοεμφανιζόμενου Τζέιμς ΜακΚόσλαντ.

Η ταινία ξεκίνησε να γυρίζεται τον Δεκέμβρη του 1978, ολοκληρώθηκε μέσα σε δώδεκα εβδομάδες και στοίχισε μόλις 300 χιλιάδες δολάρια. Οι ηθοποιοί ήταν άσημοι και αρκετοί επιχειρούσαν την πρώτη τους εμφάνιση στο σινεμά, ενώ ως πρωταγωνιστή ο Μίλερ επέλεξε έναν φωτογενή νεαρό με ζωηρό ταμπεραμέντο, ο οποίος έτυχε να παραστεί στις οντισιόν για την ταινία εντελώς τυχαία, κάνοντας παρέα στον κολλητό του από την σχολή υποκριτικής, Στιβ Μπίσλεϊ (στον οποίο θα κατέληγε τελικά ο ρόλος του αστυνομικού φίλου του ήρωα).

Μπορεί οι περιορισμοί της παραγωγής να υπήρξαν άφθονοι, οι φιλοδοξίες του Μίλερ απλώνονταν, εντούτοις, πολύ πιο μακριά από τα όρια ενός φτηνιάρικου b movie. Ο 34χρονος σκηνοθέτης αποφάσισε να τοποθετήσει την ταινία του σε ένα δυστοπικό αυστραλέζικο σκηνικό του μέλλοντος, όπου για έναν αδιευκρίνιστο λόγο ο πολιτισμός έχει περιέλθει σε παρακμή, ο νόμος και η τάξη εφαρμόζονται πλέον με δυσκολία και τους δρόμους τρομοκρατούν επικίνδυνες συμμορίες.

«Ο Μαντ Μαξ γίνεται μια ακόμη μοναχική φιγούρα σε μια μακρά κινηματογραφική μυθολογία περιπλανώμενων ψυχών που δεν βρίσκουν λύτρωση και καταραμένων αρσενικών που προσχωρούν στην σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, από την στιγμή που αποφασίζουν να εξαλείψουν κάθε συναισθηματική εμπλοκή τους με τον υπόλοιπο κόσμο»

Ερχόμενος σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τα μέλη μιας τέτοιας συμμορίας μοτοσικλετιστών, τα μέλη της οποίας δολοφονούν τον καλύτερο φίλο του, την σύζυγό του και το παιδί του, ο Μαξ Ροκατάνσκι-ένας μέχρι πρότινος φιλήσυχος νεαρός αστυνομικός- μεταμορφώνεται σε ανελέητο τιμωρό, εξαπολύοντας μια λυσσαλέα εκδίκηση εναντίον τους, καταλήγοντας ωστόσο στην πορεία να απολέσει την αθωότητα, την ανθρωπιά του και, κυρίως, την δυνατότητά του για συμπόνοια και καλοσύνη.

Μακριά από την παρήγορη οικειότητα που θα εξέπεμπε πιθανόν ένας τυπικός ήρωας, ο Μαξ της ταινίας μεταμορφώνεται σε έναν ψυχωτικό τιμωρό που καταλήγει να συναγωνιστεί σε ωμότητα τα ίδια τα θύματά του. Το τελευταίο πλάνο τον απεικονίζει να οδηγεί μόνος σε μια άδεια λεωφόρο, με το βλέμμα του αποφασιστικά καρφωμένο προς τα εμπρός και με τον δρόμο που αφήνει πίσω του να περιέχει τα συντρίμμια από το δολοφονικό του μένος, τους ελάχιστους συνδετικούς κρίκους με τον πολιτισμένο κόσμο και τον αλλοτινό εαυτό του.

Γίνεται ο «Παλαβός Μαξ», μια ακόμη μοναχική φιγούρα σε μια μακρά κινηματογραφική μυθολογία περιπλανώμενων ψυχών που δεν βρίσκουν λύτρωση και καταραμένων αρσενικών που προσχωρούν στην σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, από την στιγμή που αποφασίζουν να εξαλείψουν κάθε συναισθηματική εμπλοκή τους με τον υπόλοιπο κόσμο.

Μετέπειτα σκηνοθέτης φιλικότερων σε μηνύματα και διάθεση ταινιών όπως το «Lorenzo’s Oil», το «Babe» και το βραβευμένο με Όσκαρ κινουμένων σχεδίων «Happy Feet», ο Μίλερ είχε απειροελάχιστη εμπειρία πίσω από την κάμερα όταν γύριζε το «Μαντ Μαξ». Δύσκολο να το πιστέψει κανείς, βέβαια, παρακολουθώντας το νεύρο, την κινητική ενέργεια και τις εντυπωσιακές σκηνές δράσης με τις οποίες προικίζει την ταινία του, υπερβαίνοντας τα ασφυκτικά ελάχιστα μέσα παραγωγής.

Παρά τα περίφημα πλέον 300.000 δολάρια που στοίχισε, ωστόσο, το «Μαντ Μαξ» κατόρθωσε να διανεμηθεί με ευκολία στις περισσότερες χώρες του πλανήτη, συγκέντρωσε το ποσό-ρεκόρ των 100 εκατομμυρίων δολαρίων παγκοσμίως, έγινε η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στα χρονικά του αυστραλέζικου σινεμά και έκανε γνωστό το όνομα του πρωταγωνιστή του, εξασφαλίζοντας σταδιακά το πέρασμά του στο Χόλιγουντ.

Η μόνη χώρα στην οποία η δυναμική δημιουργία του Μίλερ δεν γνώρισε επιτυχία ήταν, περιέργως, οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο λόγος ήταν ο εξής: Δύο μήνες αφότου η American International Pictures του Ρότζερ Κόρμαν αγόρασε τα δικαιώματα διανομής του φιλμ, η εταιρεία πέρασε στα χέρια άλλων ιδιοκτητών, οι οποίοι έκριναν σωστό να εξορίσουν το «Μαντ Μαξ» σε περιθωριακό κύκλωμα αιθουσών, αφού προηγουμένως επέβαλαν να ντουμπλαριστούν οι φωνές των αυστραλών ηθοποιών από αμερικανούς.

Ακόμα κι έτσι, παρ’ όλα αυτά, και μέχρι το 1999, όπου εμφανίστηκε στις αίθουσες το «Blair Witch Project» και του έκλεψε την πρωτιά, το «Μαντ Μαξ» μπόρεσε να κρατήσει για 20 χρόνια στο βιβλίο Γκίνες το ρεκόρ του πιο πετυχημένου ανεξάρτητου φιλμ που γυρίστηκε ποτέ.

Εκδικητής εκτός νόμου

Mad Max 2: Εκδικητής Πέρα από το Νόμο (Mad Max 2: The Road Warrior, 1981)

Σε μια ερημωμένη μετα- Αποκαλυπτική πραγματικότητα η οποία μοιάζει να έχει επιστρέψει την ανθρωπότητα σε μια εντελώς πρωτόγονη κατάσταση, ο ήρωας του Τζορτζ Μίλερ επανεμφανίζεται στην οθόνη για να μετατραπεί από τον ψυχρό εκδικητή του πρώτου φιλμ σε έναν απρόθυμο μεσσία που αναλαμβάνει να σώσει μια φιλειρηνική κοινότητα από τις δολοφονικές επιθέσεις μιας βαρβαρικής ομάδας ανθρώπων.

Αν θέλουμε να είμαστε απολύτως ειλικρινείς, ελάχιστες συνέχειες στην ιστορία του κινηματογράφου έχουν καταφέρει όχι μόνο να διευρύνουν θεματικά τον προκάτοχό τους αλλά και να τον υπερβούν κατά πολύ σε περιεχόμενο και σε εκτόπισμα.

Μια τέτοια συνέχεια ήταν το «Μαντ Μαξ 2», που ολοκληρώθηκε τρία χρόνια μετά το πρώτο φιλμ και ερχόταν στις αρχές του 1982 να εμφανίσει αιφνίδια ένα καινούργιο όραμα, να συστήσει εκ νέου τον ήρωά του ως μια μαγνητική φιλμική φιγούρα και να δημιουργήσει αυτομάτως μια συναρπαστική μυθολογία.

Όλα αυτά συμβαίνουν μέσα σε μόλις 95 λεπτά ταινίας και παρ’ όλο που ο προϋπολογισμός για το sequel ήταν δεκαπλάσιος του πρώτου φιλμ (άγγιξε τα 4 εκατομμύρια δολάρια) και οι απαιτήσεις σαφώς μεγαλύτερες (200 κασκάντες χρειάστηκαν για ολόκληρο το φιλμ και 80 οχήματα χρησιμοποιήθηκαν στις σκηνές καταδίωξης), το ιλιγγιώδες, τραχύ και υπερβίαιο δημιούργημα του Τζορτζ Μίλερ όχι μόνο δεν χρειάστηκε να μετριαστεί ή να συμβιβαστεί, αλλά εκτοξεύτηκε ανενόχλητο στους ορίζοντες του ενήλικου και του εξεζητημένου.

«Ελάχιστες ταινίες προορισμένες για ευρύ κοινό και χρηματοδοτούμενες από μεγάλο στούντιο έχουν προσφέρει θέαμα τόσο ξέφρενο σε φαντασία, τόσο σκληροτράχηλο σε εικονογράφηση, τόσο μηδενιστικό σε διάθεση και ταυτόχρονα τόσο ηλεκτρισμένα ψυχαγωγικό»

Ελάχιστες ταινίες προορισμένες για ευρύ κοινό και χρηματοδοτούμενες από μεγάλο στούντιο (εδώ την οικονομική στήριξη ανέλαβε η Warner Bros) προσφέρουν θέαμα τόσο ξέφρενο σε φαντασία, τόσο σκληροτράχηλο σε εικονογράφηση, τόσο μηδενιστικό σε διάθεση και ταυτόχρονα τόσο ηλεκτρισμένα ψυχαγωγικό. Κουβαλώντας περήφανα αυτήν τη «σημαία», το «Μαντ Μαξ 2» έμελλε να δικαιωθεί άμα τη εμφανίσει του.

Ο Μίλερ επέλεξε να μετακινήσει το φιλμ από το ρεαλιστικό τερέν του πρώτου φιλμ στο βασίλειο του καθαρού μύθου, χρησιμοποιώντας μάλιστα έναν αφηγητή για να δώσει ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στο γεγονός ότι το δεύτερο «Μαντ Μαξ» σκοπεύει να αποτελέσει «μια εξιστόρηση, ένα παραμύθι, μια μυθολογία».

Ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο φιλμ, εν τω μεταξύ, μια ολόκληρη κοσμογονία μοιάζει να έχει συντελεστεί: Ο ήρωας μοιάζει πλέον με μια ασκητική φιγούρα βγαλμένη από τα σπαγκέτι γουέστερν ή τα σαμουράι έπη του ιαπωνικού σινεμά, οι αντίπαλοί του φαίνεται να έχουν ξεπηδήσει από τις σελίδες ακραία σαδομαζοχιστικών κόμικ, καλοί και κακοί ακολουθούν τις ίδιες ψυχωτικές παρορμήσεις και ενστερνίζονται τις ίδιες τελετουργίες, ενώ ο κόσμος στον οποίο οι δυο ομάδες αναμετριούνται είναι ένας φουτουριστικός μεσαίωνας που προκαλεί τρόμο.

Ομοίως οι σκηνές δράσης έχουν μια αποστομωτική φρενίτιδα, η βία είναι εκρηκτική και σε σημεία τραυματική, η κάμερα του Μίλερ φροντίζει να τοποθετεί τον θεατή πάντα στην καρδιά των συμπλοκών, οι συγκρούσεις κινηματογραφούνται σε κοντινά πλάνα που κόβουν την ανάσα και όλα κορυφώνονται σε μια εικοσάλεπτη σκηνή καταδίωξης που όχι μόνο παραμένει αξεπέραστη αλλά και την οποία χρειάζεται να δει κανείς επαναληπτικές φορές για να εκτιμήσει την δεξιοτεχνία που επιδεικνύει ο Μίλερ αλλά και την εκπληκτική δουλειά που έχει γίνει στο μοντάζ και στην χορογράφηση της δράσης.

Από τις αγαπημένες δημιουργίες μετέπειτα σκηνοθετών όπως ο Τζέιμς Κάμερον, ο Ντέιβιντ Φίντσερ και ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, το «Μαντ Μαξ 2» (ή «The Road Warrior» όπως κυκλοφόρησε στις αμερικανικές αίθουσες) ξεπέρασε την εισπρακτική επιτυχία του πρώτου φιλμ, τρύπωσε στις λίστες αξιοσέβαστων εντύπων της εποχής με τις σημαντικότερες ταινίες εκείνης της χρονιάς ενώ αποτελεί σταθερά έναν σταθμό του σινεμά της περιπέτειας και της μελλοντολογικής εικασίας.

Η τριτη φορά δεν είναι και η τελευταία

Mad Max: Απόδραση από το Βασίλειο του Κεραυνού (Mad Max Beyond Thunderdome, 1985)

Μετά το comic book μακελειό και το επιθετικό θέαμα του δεύτερου «Μαντ Μαξ», το αμέσως επόμενο βήμα που επιχείρησε ο Τζορτζ Μίλερ το 1985, θέλοντας να συνεχίσει κινηματογραφικά τη μυθολογία του ήδη προσφιλούς ήρωά του, ήταν εξίσου απρόβλεπτο.

Λιγότερο βίαιο από τον προκάτοχό του, αρκούντως μακριά από τη μηδενιστική διάθεση των πρώτων φιλμ, το «Μαντ Μαξ: Απόδραση από το Βασίλειο του Κεραυνού» συναντούσε τον αεικίνητο ερημίτη δεκαπέντε χρόνια από το σημείο που τον άφησε η προηγούμενη περιπέτειά του, φέρνοντας τον για το πρώτο μισό της ταινίας σε επαφή με μια αφιλόξενη αποικία που τελεί κάτω από την κυριαρχία μιας αδίστακτης αλλά οραματίστριας γυναίκας (η Τίνα Τάρνερ, μια ευτυχής casting έμπνευση) και για το δεύτερο μισό με μια απομονωμένη κοινότητα παιδιών που αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του τον σωτήρα που χρόνια περίμεναν.

Ακριβότερο σε κόστος από κάθε άλλο μέρος της τριλογίας και προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις ενός πιο νεανικού και mainstream κοινού, το τρίτο «Μαντ Μαξ» ξεκινά με ένα εκπληκτικό 35λεπτο, χτίζει έναν ευφάνταστο καρναβαλικό διάκοσμο και προσθέτει στα πάντα μια ευπρόσδεκτη δόση χιούμορ.

«Προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις ενός πιο νεανικού και mainstream κοινού, το τρίτο «Μαντ Μαξ» ξεκινά με ένα εκπληκτικό 35λεπτο, χτίζει έναν ευφάνταστο καρναβαλικό διάκοσμο και προσθέτει στα πάντα μια ευπρόσδεκτη δόση χιούμορ»

Στην πορεία όμως μετατρέπεται σε ένα πιο εξευγενισμένο σοσιαλιστικό έπος που δεν στερείται σε επιμέρους θαυμάσιες στιγμές, διαπράττει, εντούτοις, το λάθος να κορυφώσει την δράση του με μια καταδίωξη παρόμοια με εκείνη που οδηγούσε το «Μαντ Μαξ 2» στο θρυλικό κρεσέντο του, δίχως να μπορεί παρ’ όλα αυτά να το συναγωνιστεί.

Εκτός των άλλων, ο Τζορτζ Μίλερ διατηρεί στο τρίτο αυτό φιλμ περισσότερο διεκπεραιωτικό ρόλο, μοιράζοντας τα σκηνοθετικά καθήκοντα με έναν άλλο συμπατριώτη του, τον Τζορτζ Ογκίλβι, από τη στιγμή που ο αιφνίδιος θάνατος σε πτώση ελικοπτέρου του στενού φίλου και παραγωγού του, Μπάιρον Κένεντι, τον έκανε να χάσει το ενδιαφέρον του για την ταινία.

Το «Μαντ Μαξ: Απόδραση από το Βασίλειο του Κεραυνού» είναι ομολογουμένως το πιο αδύναμο μέρος της τριλογίας (αν και οι περισσότερες mainstream δημιουργίες του σήμερα ωχριούν μπροστά του). Για την εξελικτική πορεία του ήρωα, εντούτοις, μοιάζει με την ολοκλήρωση ενός νοητού κύκλου που άνοιξε όταν εκείνος αποφάσισε να κάψει κάθε γέφυρά του με τον κόσμο των ανθρώπων και κλείνει όταν καταφέρνει, μέσα από την αλληλεγγύη του για τους άλλους, να ξαναβρεί την δική του ανθρωπιά.

Γκαζώνοντας στον Δρόμος της Οργής
Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής (Mad Max: Fury Road, 2015)

Κανείς δεν θα μπορούσε να ζωντανέψει ξανά τις περιπέτειες του Μαξ Ροκατάνσκι με τον εντυπωσιακό τρόπο που βλέπουμε να συμβαίνει στον «Δρόμο της Οργής». Μόνο ο πνευματικός του πατέρας, Τζορτζ Μίλερ, είχε την ικανότητα και το μεράκι να επαναφέρει μεγαλοπρεπώς το λατρεμένο του δημιούργημα, 35 χρόνια μετά την τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση, και να δικαιώσει μια τέτοια αναβίωση όχι με ψυχρά ωφελιμιστική διάθεση αλλά με γνήσιο πάθος.

Ο ελληνικής καταγωγής Αυστραλός σκηνοθέτης έχτισε στα τέλη του ’70 μια μοναδική μυθολογία περιπέτειας που έκτοτε μιμήθηκαν πολλοί, την τοποθέτησε στην καρδιά ενός εφιαλτικού και βαρβαρικού μελλοντολογικού κόσμου, επιχείρησε μέσω αυτής έναν ζωηρό συνδυασμό υπερβίαιου κόμικ, μοντέρνου γουέστερν και δυστοπικού οράματος και την εξαπέλυσε αυθάδη και γεμάτη ενέργεια στις αίθουσες του πλανήτη.

Το ενήλικο παραμύθι του «Μαντ Μαξ» ξεκίνησε δειλά αλλά αποφασιστικά το 1979, απέκτησε φουτουριστικές διαστάσεις και δυναμικό εκτόπισμα στις συνέχειες που ακολούθησαν και τώρα πραγματοποιεί ένα ευπρόσδεκτο προσκύνημα στις ρίζες της δεύτερης (και με διαφορά καλύτερης) ταινίας ολόκληρης της σειράς, δοκιμάζοντας να αναπαράγει την κινητική της τρέλα, τις ενήλικες χέβι μέταλ συγκινήσεις της και την αξιοθαύμαστη οικονομία που επιδείκνυε στην πλοκή και στη σκηνοθεσία.

Σε μεγάλο βαθμό τα καταφέρνει. Ο καινούργιος «Μαντ Μαξ» ξυπνά στο εύκολα αναγνωρίσιμο μετα- Αποκαλυπτικό σύμπαν των προηγούμενων φιλμ, σαν να μην πέρασε μέρα από την τελευταία φορά που τον είδαμε στην οθόνη, πατά εξαρχής τέρμα γκάζι και συνεχίζει με τους ίδιους ιλιγγιώδεις ρυθμούς μέχρι το φινάλε, πραγματοποιώντας μόνο τα απαραίτητα σύντομα διαλείμματα που οφείλουν να λειτουργήσουν ως πρόσκαιρες ανάσες στο κοινό.

Στη συνέχεια καλωσορίζει τους θεατές, παλιούς και καινούργιους, στο ίδιο εκρηκτικό πάντρεμα καρτουνίστικης βίας, καρναβαλικής διάθεσης και ελεγχόμενου χάους που έκαναν τόσο δημοφιλείς τις τρεις προηγούμενες ταινίες και τους εισάγει στην αφήγηση μιας ιστορίας η οποία δανείζεται αρκετά στοιχεία από το «Μαντ Μαξ 2».

Ο Τζορτζ Μίλερ κινηματογραφεί σε παροξυσμό, σα να πιάνει κάμερα στα χέρια του για τελευταία του φορά και χρησιμοποιεί την αφορμή για να εξαντλήσει κάθε του δυνατότητα

Αέναα περιπλανώμενος σε έναν αποδεκατισμένο πλανήτη, ο ήρωας επωμίζεται και πάλι τον ρόλο του απρόθυμου σωτήρα προκειμένου να βοηθήσει μια χούφτα ανθρώπων να απαλλαγούν από τα δεσμά ενός βάναυσου τυράννου και να οδηγηθούν πλησιέστερα στην ελευθερία. Αυτή τη φορά, ωστόσο, δεν είναι ο κυρίαρχος οδηγός στο τιμόνι της πλοκής, αλλά το μοιράζεται επάξια με μια θαρραλέα αντάρτισσα η οποία αναλαμβάνει να ταξιδέψει πέντε γυναίκες σκλάβους σε μια υποσχόμενη γη της επαγγελίας που υποτίθεται πως βρίσκεται κρυμμένη κάπου στο βάθος του ορίζοντα.

Αντικρίζοντας τους κανόνες της αρρενωπής περιπέτειας μέσα από ένα άκρως φεμινιστικό πρίσμα, ο Μίλερ επαναφέρει τις ίδιες οικολογικές ανησυχίες των πρότερων ταινιών της σειράς και τις χωράει, μαζί με ένα σωρό αλληγορικές σφήνες, στη λογική μιας δίωρης καταδίωξης μέχρις εσχάτων, βάζοντας τον διευθυντή φωτογραφίας να μεγαλουργήσει στη χρωματική του παλέτα και τον σχεδιαστή παραγωγής να αφήσει ξέφρενη την έμπνευσή του προκειμένου να συγκεντρώσει επί οθόνης ένα σαδομαζοχιστικό καραβάνι από μεταμοντέρνους μονομάχους, σαλταρισμένους πανκ και πολεμοχαρείς φυλές που ξεπροβάλλουν από κάθε γωνιά της ερήμου με εχθρικές διαθέσεις.

Και επειδή δεν είναι ευτυχώς ένας ακόμη χολιγουντιανός διεκπεραιωτής, αλλά πολλά περισσότερα, ο σκηνοθέτης αντιλαμβάνεται την έννοια του θεάματος ως τέχνη και ρίχνει επάνω της όλη του τη αγάπη και την βιρτουοζιτέ. Σαν μια λαχανιαστή ακροβατική χορογραφία των σωμάτων και των μηχανών, ο «Δρόμος της Οργής» γίνεται μια εκθαμβωτική οπτική συμφωνία του μετάλλου με τη φωτιά και τη σκόνη, προσφέροντας στην πορεία σκηνές τέτοιας απίθανης δράσης και φαντασίας στις λεπτομέρειες ώστε να χρειάζονται περισσότερες της μιας παρακολούθησης για να αφομοιώσει κανείς τα πάντα.

Επειδή ουδέποτε υπήρξε ιδιαίτερος θαυμαστής της ψηφιακής εποχής, από την άλλη, ο Μίλερ επαναφέρει τις χαμένες ηδονές του αναλογικού παρελθόντος με την επιλογή του οι περίτεχνες σκηνές συμπλοκών να γίνονται εφικτές όχι με την επίκληση των CGI ταχυδακτυλουργιών αλλά μέσα από ριψοκίνδυνες κασκάντες που σε σημεία αποστομώνουν με την δυσκολία τους.

Και, παρ’ όλο που έχει ως πρωταγωνιστή έναν ικανοποιητικό Τομ Χάρντι ο οποίος τηλεγραφεί ευαισθησίες καλά κρυμμένες πίσω από το σκληροτράχηλο περίβλημά του, το φιλμ βρίσκει το αδιαφιλονίκητο δέλεάρ του στην επιβλητική παρουσία της Σαρλίζ Θερόν, η οποία είναι συνυπεύθυνη (μαζί με τον σκηνοθέτη) για μια από τις πιο αξιομνημόνευτες θηλυκές φιγούρες που έχουμε δει τελευταία στο σινεμά.

Όλα τα παραπάνω συγχρονίζονται σε μια διαρκή διαπασών, λες και ο δημιουργός της ταινίας προσπαθεί να εκτονώσει χρόνια ολόκληρα συσσωρευμένης ενέργειας. Αν και αισίως 70 ετών, ο Τζορτζ Μίλερ κινηματογραφεί σε παροξυσμό, σα να πρόκειται να πιάσει κάμερα στα χέρια του για τελευταία του φορά και πρέπει να εξαντλήσει κάθε του δυνατότητα.

Χάρη στον ενθουσιασμό και την αφοσίωσή του, το «Μαντ Μαξ» γίνεται όχι ένα ακόμη μηχανικό μπλοκμπάστερ αλλά μια πυρετική και παιχνιδιάρικη ταινία που ξέρει πώς να συνεπαίρνει τον θεατή, να κολακεύει το βλέμμα και να αντιμετωπίζει το comeback τον ήρωά της με τον θριαμβευτικό τρόπο που του άξιζε. Όπερα της ταχύτητας και της υπερβολής, ο «Δρόμος της Οργής» αποτελεί μια πρώτης τάξεως mainstream ψυχαγωγία.

INFO
Το πέμπτο κεφάλαιο του Mad Max Saga με τίτλο «Furiosa» κυκλοφορεί στις αίθουσες 30 Μαΐου 2024 από την Tanweer

The Magnificent 7: Φόστερ, Κίντμαν, Γουάτς, Άνιστον, Λάρσον, Βεργκάρα και Σαγουάι μιλούν στο Hollywood Reporter Ρίτσαρντ M. Σέρμαν (1928-2024): H μελωδία μιας ευτυχίας