Να το πούμε αλλιώς: Αν ο Μίκελσεν είχε γεννηθεί σε μια άλλη εποχή, να όπως ο Μαξ φον Σίντοφ, που η σκανδιναβική σχολή είχε τον μαέστρο και την άνθιση του σινεμά της, τα πράγματα σήμερα θα ήταν αλλιώς. Με μαέστρο τον Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν, δεν ξεκινάς με πλεονέκτημα.
Κι όμως ο Μαντς Μίκελσεν, είναι τόσο καλός ηθοποιός, έχει τέτοιο παράστημα κι εκφραστικό ανάστημα – συν βέβαια αυτή την γοητευτική, εσωστρεφή, διαρκώς αμφίσημη φυσιογνωμία – που έχει καταφέρει να είναι κεφάλαιο στην πατρίδα του την Δανία (όπου έχει χριστεί και Ιππότης του Τάγματος των Ντάνεμπρογκ) και ευφυής ρολίστας της άρχουσας χολιγουντιανής τάξης. Ας θυμηθούμε στιγμές μιας πανάξιας πορείας:
Bleeder (1999) του Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν
Ξανά θα έχει τους λάτρεις του, αφόρητο (σχεδόν) το βρίσκουμε οι υπόλοιποι, στο σχεδόν είναι ο Μίκελσεν καθώς είναι εντυπωσιακό πως ένα τόσο αριστοκρατικό παρουσιαστικό μετατρέπεται στον αγοραφοβικό Λένι, έναν αχόρταγο σινεφίλ βιντεοκλαμπά (sic) που έχει την ρουτίνα του κορώνα στο κεφάλι και αδυνατεί να συσχετιστεί φυσιολογικά με οποιονδήποτε. Το υπόκεισαι και μόνο για την παρουσία του Μαντς.
Ανοιχτές Καρδιές (Elsker dig for evigt, 2002) της Σούζαν Μπίερ
Μάλλον η πιο ένθερμη στιγμή του Δόγματος, λίγη Μπίερ παραπάνω πάντα βοηθά μια καριέρα, η ιστορία έχει όλο αυτό το ακραίο μελόδραμα της νοοτροπίας του Δόγματος, όμως ο σκηνοθετικός χειρισμός το νουθετεί και ο Μίκελσεν στον ρόλο ενός γιατρού που ερωτεύεται την σύζυγο ενός άνδρα που η γυναίκα του κατέστησε τετραπληγικό σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα (κατάλαβες), το ανατάσσει σε σοβαρό έργο, ειλικρινών συναισθημάτων.
Βασιλιάς Αρθούρος (King Arthur, 2004) του Αντουάν Φουκουά
Η κριτική, με εκλεκτές εξαιρέσεις, περίπου το καρατόμησε, δεν πειράζει να διαφοροποιούμαστε εμείς, mood piece που λένε στην Αμερική, εξαιρετικά ατμοσφαιρική ταινία, με τονισμένο τον Ρομαντισμό της ιστορίας και μια (αυτοϊσχυριζόμενη) ιστορική ακρίβεια. Ομάδα-όνειρο στο καστ (Όουεν, Νάιτλι, Γουίνστοουν, Έτζερτον, Σκάρσγκααρντ) και φυσικά ο Μίκελσεν στον ρόλο του Τριστάνου (και μιας και το ‘φερε η κουβέντα τι εξαιρετικός βαγκνερικός Τριστάνος θα ήταν αν ποτέ γινόταν μια φιλμική εκδοχή), στην ταινία που σημειώνει τον ερχομό του στο Χόλιγουντ.
Με Αίμα στα Χέρια (Pusher ΙΙ, 2004) του Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν
Το σίκουελ της ταινίας που έβαλε τον Ρεφν στον χάρτη κι έδωσε το ντεμπούτο στον Μίκελσεν, είναι μια καλύτερη ταινία (μετριοπαθής υπογράφων, υπάρχουν πολλοί που ορκίζονται σ’ αυτό), που έχει τον άγριο ρεαλισμό της στα καταγώγια της Κοπεγχάγης και του δανέζικου υποκόσμου να υπηρετείται άψογα από τον Μίκελσεν που μετά τον δεύτερο ρόλο στην πρώτη ταινία, αναλαμβάνει με πειθώ τα ηνία εδώ. Εδώ θα κερδίσει και το πρώτο του Bodil – τα εθνικά βραβεία της Δανίας που ας σημειωθεί είναι από τα αρχαιότερα της Γηραιάς Ηπείρου.
Μετά το Γάμο (After the Wedding, 2006) της Σούζαν Μπίερ
Τυπική μακρά και μελοδραματική πλοκή του σινεμά της Μπίερ, το ίδιο τυπική ωστόσο και η εκλέπτυνση της γραφής, το πλησίασμα των χαρακτήρων σ’ αυτήν την υπερεπιτυχημένη εισπρακτικά και καλλιτεχνικά ταινία που έφτασε ως την πεντάδα του Ξενόγλωσσου Όσκαρ. Ο Μίκελσεν, στην νευραλγική χρονιά του, είναι έξοχος στον ρόλο ενός διευθυντή ορφανοτροφείου στην Ινδία που καλείται πίσω στην Κοπεγχάγη να παραστεί σε μια εκδήλωση κι έναν γάμο που θα τον φέρει σ’ επαφή με το παρελθόν και σύγκρουση με την τωρινή του ιδιότητα.
Καζίνο Ρουαγιάλ (Casino Royale, 2006) του Μάρτιν Κάμπελ
Το πολλοστό – και τέλειο – reboot του 007 στα ‘00ς, απόλαυσε το προνόμιο εκτός του δυναμό Κρεγκ, ενός Κακού στα εκσυγχρονισμένα πρότυπα των μεγαλοφυών στιγμών της σειράς πολλές δεκαετίες πίσω. Ο μυθικός Λε Σίφρ του Ίαν Φλέμινγκ, παίρνει την γαλαζοαίματη όψη του Μίκελσεν, που στα νευρικά τικ και τα πέτρινα βλέμματα ενός τραπεζιού πόκερ γίνεται κάτι σημαντικότερο για τη σειρά από απειλητικός: Γίνεται αξέχαστος.
Κοκό Σανέλ και Ιγκόρ Στραβίνσκι (2009) του Γιαν Κούνεν
Ευρωπαϊκό σινεμά πολυτελείας, των σαλονιών, των φεστιβάλ και της κρεβατοκάμαρας, μασκαρεμένη κουτσομπολική μεταξύ μας, αλλά Μίκελσεν παρόντος ο Στραβίνσκι βρίσκει την ενσάρκωσή του - εκπληκτικό πόσο απουσιάζει η φυσιογνωμία του (όχι όμως η μουσική του) από το σινεμά. Ο Μίκελσεν παίρνει το πλάνο όπου εμφανίζεται, προσπαθεί να περισώσει και την Μουγκλαλίς σαν καλός παρτενέρ που είναι και η αρχική σκηνή, ομολογουμένως, της τρικυμισμένης πρεμιέρας της «Ιεροτελεστίας της Άνοιξης», αξίζει το εισιτήριο.
Το Κυνήγι (The Hunt, 2012) του Τόμας Βίντερμπεργκ
Από τις καλύτερες ταινίες του Τόμας Βίντερμπεργκ και σίγουρα μία από τις αξέχαστες ερμηνείες του ταλαντούχου Δανού, το «Κυνήγι» βυθίζει τον Μαντς Μίκελσεν σε μια απίστευτη παρεξήγηση που έχει αφετηρία την επιφανειακή αθωότητα ενός ψέματος. Αντιστρέφοντας την «Οικογενειακή Γιορτή», η κουβέντα περί σεξουαλικής κακοποίησης ενός μικρού κοριτσιού καταδικάζει εδώ αλόγιστα έναν αθώο. Κυνηγημένος από το παραλήρημα ενός όχλου που έχει παντιέρα την αναζήτηση της αλήθειας, ευαγγελίζεται όμως τον εξαναγκασμό του ψέματος, ο Μίκελσεν στον καλύτερο ρόλο της καριέρας του προσωποποιεί τη σταυροφορία ενός ανθρώπου που πνίγεται στον πουριτανισμό της προτεσταντικής ηθικής. Άξιο βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας στο 65ο Φεστιβάλ Καννών (2012).
Άσπρο Πάτο (Another Round, 2020) του Τόμας Βίντερμπεργκ
Άλλη μία συνεργασία με Βίντερμπεργκ, άλλη μία δυνατή ερμηνεία. Ο χαρακτήρας του Μίκελσεν στο βραβευμένο με Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας «Άσπρο Πάτο» δοκιμάζει μία παράτολμη ιδέα «ευ ζειν» για να ξορκίσει τους δαίμονες της προσωπικής κι επαγγελματικής κατηφόρας. Καθώς, όμως, το «μεθυστικό» πείραμα προχωρά, οι συνέπειες γίνονται οριακές και ο Μίκελσεν ενσαρκώνει με απαράμιλλο σθένος ένα οξύμωρο ευφορικής μελαγχολίας. Βουτά στον «γύρο» του Μίκελσεν και χαρίζει στο φινάλε ένα κινησιολογικό γιορτάσι, έναν χορό που εκτονώνει την ένταση και κορυφώνεται με ένα άλμα (πίστης). Πάνος Γκένας
+ 1 Τέλος, παρά την σινεφίλ σκληροπυρηνικότητά μας, αφού πιστεύουμε επισημάναμε την ακρίβεια που ο Μίκελσεν φέρνει στο σινεμά που συμμετέχει (που πια εξαπλώνεται από το Marvel Universe μέχρι το Star Wars, την «Πύλη της Αιωνιότητας» και τον καινούργιο Ιντιάνα Τζόουνς), οφείλεται να υπενθυμιστεί ο δικός του τηλεοπτικός Χάνιμπαλ στο ομώνυμο σίριαλ που έκανε τρεις σεζόν και κατάφερε όχι να γλιτώσει την επιθετική μνήμη της αξεπέραστης ερμηνείας του Χόπκινς αλλά και να δημιουργήσει με την δική του επιβλητικότητα έναν άλλο ρόλο, εξίσου στοιχειωτικό ίσως με αυτόν της φαντασίας του Τόμας Χάρις.
Να είναι γερός.