Για να φτιαχτεί μια λίστα απαιτούνται κριτήρια. Έτσι λοιπόν εμείς, με πυξίδα το φιλμ του Βόλφγκανγκ Φίσερ, αποκλείσαμε τα πολυάνθρωπα δράματα (πάει ο «Τιτανικός») ή κάποιες υπερβολικά εύλογες προτάσεις που έχουν δει όλοι (πάνε τα «Σαγόνια», «Η Τέλεια Καταιγίδα και η «Ζωή του Πί» - κι ας δίνει ωραίο εξώφυλλο…). Επίσης αποκλείστηκαν οι πειρατικές περιπέτειες (τι θαυμάσιο υποείδος σινεκαλοπέρασης αλήθεια!) καθώς και οι υποθαλάσσιες ιστορίες. Τέλος, παραμείναμε σκόπιμα σε ιστορίες που με τον έναν ή άλλο τρόπο έχουν θέμα τους τη σχέση του ανθρώπου με τη Φύση, τους άλλους και τον ίδιο του τον εαυτό. Βίρα!
«Κύριος του Πεπρωμένου» (The Ghost Ship, 1943) του Μαρκ Ρόμπσον
Από τις άγνωστες της πανίσχυρης ραχοκοκκαλιάς Βαλ Λιούτον στην δεκαετία του ’40 («Cat People», «Περπάτησα Μ’ Ένα Ζόμπι»), αν τα b movie ήταν έτσι καταλαβαίνεις γιατί «κάθε πέρσι και καλύτερα», 69 λεπτά σφιχτού σινεμά, μελετημένου διαλόγου, ωραίας κόντρας χαρακτήρων και κόσμων, στοιχειωμένων στιγμών (ο βουβός ναύτης, οι ομίχλες, τα βήματα), ενός τελικά τόσο άψογου γυρίσματος που βλέπεις το ακριβό και διαφημισμένο ριμέικ της περασμένης δεκαετίας και αναλύεσαι σε λυγμούς και ικεσίες να σταματήσουν.
«Στον Ίσκιο του Θανάτου» (Lifeboat, 1944) του Άλφρεντ Χίτσκοκ
Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις έναν Χίτσκοκ θα τον βρεις, τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει καλύτερα «μεγάλος σκηνοθέτης»; Μέσα στον πόλεμο ο Χίτσκοκ είπε να κάνει ένα (έκανε κι άλλα) αντιπολεμικό έργο, στην πραγματικότητα όμως ήθελε να ξεσκουριάσει πιστοποιώντας πως μπορεί να γυρίσει κάτι που κανείς άλλος δεν θα τολμούσε: Ένα ολόκληρο έργο πάνω σε μια βάρκα, τοιχογραφία εμπόλεμων χαρακτήρων, ιστορία κοτζάμ Τζον Στάινμπεκ (έβαλε και ο μέγας Μπεν Χεκτ το χέρι του στο σενάριο) και ορίστε η πρώτη αυτή ταινία, «είδος» που ο Χίτσκοκ θα τελειοποιούσε στα επόμενά του βήματα.
«Η Βασίλισσα της Αφρικής» (The African Queen, 1951) του Τζον Χιούστον
Βασικό έργο μιας ούτως ή άλλως βασικής φιλμογραφίας ενός σκηνοθέτη που πρέπει να λογαριάζεις θεμελιώδη αν θες να λογίζεσαι σινεφίλ, η «Βασίλισσα» είναι θρυλική μπροστά και πίσω από την κάμερα, το μπροστά μας ενδιαφέρει εδώ. Και μπροστά είναι ένα μυθικό ζευγάρι της κλασικής εποχής, σε μια άπταιστη ανταλλαγή που κάνει σκόνη κάθε method υποκριτική και αποκαλύπτει μια σπουδαία κι εποικοδομητική σύγκρουση πάνω στον πόλεμο, την φυσική υπέρβαση και, πάνω απ’ όλα, τις διαφορές και τις συγγένειες των δύο φύλων. Μια τέλεια περιπέτεια ψυχαγωγίας επίσης.
«Ο Γέρος και η Θάλασσα» (The Old Man and the Sea, 1958) του Τζον Στέρτζες
Δεν θα μπορούσε να λείπει ποτέ αυτό το έργο από μια τέτοια λίστα, το κείμενο του Χέμινγουεϊ, αντικινηματογραφικό εντελώς από μια μεριά, κοντεύει αν όχι αντιπροσωπεύει το αρχέτυπο του ανθρώπου έναντι των φυσικών συνθηκών που τον υπερβαίνουν. Κι όμως ο άνθρωπος, μέχρις ότου εκλείψει τουλάχιστον, είναι παρών, η μάχη συνεχίζεται, η ανταμοιβή του αγώνα είναι ο ίδιος ο αγώνας και τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν μαρτυράται καλύτερα απ΄όσο περιγράφει αυτός ο γιγάντιος Τρέισι που κάνει πάντα λίγα και πάντα εννοεί όσα ακριβώς έχεις ανάγκη.
«Μαχαίρι στο Νερό» (Knife in the Water, 1962) του Ρομάν Πολάνσκι
Ο Πολάνσκι είναι από τους λιγοστούς άρχοντες των κλειστών χώρων, εδώ, πριν καλά-καλά κλείσει τα 30, δείχνει μια κι έξω ότι μπορεί να κάνει το πέλαγος ασανσέρ. Τριγωνική ιστορία, το σεξ είναι παντού, το ίδιο και η κατάρα του ανδρικού ανταγωνισμού, όμως όλ’ αυτά μπορεί να τα έχεις ξαναδεί. Εκείνο που σπανίζει είναι το πώς ο Πολάνσκι χειρίζεται το διφορούμενο, το πώς καθυστερεί ή αναστέλει (να το σασπένς!) την αποκάλυψη μιας πρόθεσης αλλά και πως ανατρέπει εκείνο που προβλέπεις σαν θεατής και τελικά αποκαλύπτεται, εντελώς χιτσκοκικά ίσως, να είναι ένα παιχνίδι σε βάρος σου. Στα δέκα καλύτερα ντεμπούτα της ιστορίας του σινεμά.
«Κρουαζιέρα στην άκρη του τρόμου» (Dead Calm, 1989) του Φίλιπ Νόις
Παραγνωρισμένο αδίκως θρίλερ κλειστοφοβικού τρόμου στην απέραντη θάλασσα, περηφανεύεται μια Νικόλ Κίντμαν στους ακόμα αυστραλιανούς καιρούς της (ο Τομ θα ερχόταν την επόμενη χρονιά) 20χρονη και αγρίμι κανονικό και ενώ είναι θεωρητικά ένα «θρίλερ εισβολής» κερδίζει τα μέγιστα από την άψογα εξυπηρετική σκηνοθεσία του επίσης Αυστραλού Νόις που με αυτό το έργο θα έπαιρνε κι αυτός το βραχύβιο αλλά κερδοφόρο εισιτήριο για το Χόλιγουντ. Θαυμάσιο και βαθύτερο #metoo πόνημα επίσης, πολύ πριν την σημερινή οχλαγωγία.
«Λευκή Καταιγίδα» (White Squall, 1996) του Ρίντλεϊ Σκοτ
Προτού εκπέσει σε μετριότητες ή και αθλιότητες (το επόμενό του τότε θα ήταν είναι το «G.I. Jane»...), μόνο σποραδικά διακοπτόμενες από κάτι έστω σαν σκιά των πρώτων του ταινιών, ο Ρίντλεϊ Σκοτ ήταν πάντα ένα σκηνοθέτης που χειριζόταν άριστα την σκηνογραφία του. Το αυτό συμβαίνει και εδώ, μόνο που η σκηνογραφία γίνεται το φυσικό περιβάλλον και είναι αλήθεια πως η καταιγίδα του εδώ ξεπερνά με άνεση το «μάθημα ζωής» που είναι το έργο. Αξίζει να ανακαλυφθεί, εκτός βέβαια της εξαίρετης σύμπτωσης να παίζει και ο Τζεφ Μπρίτζες που στο κάτω-κάτω γιατί να έχεις ταινία του που δεν έχεις δει;
«Οι Μνήμες του Νερού» (Weight of Water, 2000) της Κάθριν Μπίγκελοου
Η λιγότερο καλή ταινία της λίστας έχει αδιάψευστες αρετές (βλέπε φωτό), έχει φουλ λαγνική ατμόσφαιρα, μια παράλληλη ιστορία που εκτυλίσσεται στο παρελθόν, ηχηρό καστ (Πεν, Πόλεϊ, Κάρτλιτζ, ΜακΚόρμακ, Λούκας, Χέρλι), την βιρτουοζιτέ της Μπίγκελοου που παρότι εντελώς έξω από τα…νερά της παίζει ωραία με την απαγορευμένη επιθυμία, χάνεται τονικά ανάμεσα στα αντικρουόμενα που θέλει να πει, παραμένει όμως μια ευειδής αποτυχία που τουλάχιστον οι λάτρεις της σκηνοθέτιδος πρέπει να αντιμετωπίσουν.
«Deep Water» (2006) των Λουίζ Όζμοντ και Τζέρι Ρόθγουελ
Ένα βρετανικό ντοκιμαντέρ, από εκείνα που στοιχειοθετούν την μέχρι βλάσφημου σημείου έννοια της υπεράνθρωπης στάσης κάποιων απέναντι σε γεγονότα που τους υπερβαίνουν. Η καταγραφή μιας ναυτικής κούρσας που θέλησε να είναι περίπλους της γης με ιστιοπλοϊκό σκάφος και τα αποτελέσματά της σε έναν από τους εννέα (όλους κι όλους) που επιχείρησαν το αδιανόητο. Συναρπαστικό είναι μικρή λέξη, διδακτικό οπωσδήποτε και ποτέ λιγότερο από μια έντονη κι επώδυνη φιλοσοφική διαδικασία.
«Όλα Χάθηκαν» (All is lost, 2013) του Τζ. Σι. Τσάντορ
Ο συγκλονιστικός, βωβός «Γέρος και η Θάλασσα» που μας επισκέφθηκε τόσο απρόσμενα πριν λίγα χρόνια, η μεγάλη αμερικανική ταινία, το καθαρό δείγμα ενός σινεμά που ενώ στις άπειρες σοβαρές του στιγμές δεν υπολειπόταν ποτέ στον ποιοτικό διάλογο, ήταν πάντα η τέχνη της αφήγησης με οπτικά μέσα που το ηγεμόνευε. Μ’ έναν Ρέντφορντ ατρόμητο και τις κερδισμένες του ρυτίδες μπροστά για εξερεύνηση, το «Όλα Χάθηκαν» περιφρονεί το επεξηγηματικό σινεμά του διαλόγου (που αγαπούν κυρίως αυτοί που το βλέπουν σαν υβρίδιο του Λόγου) και ξανοίγεται με όπλα τον χρόνο, τον ρυθμό, τον αδιατάρακτο τόνο, την μεγάλη βωβή ερμηνεία κι εκείνο το φινάλε που όσοι το χρειαστήκαμε δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την σωτηρία που μας χάρισε.