Maxxxine: Ένα αλλιώτικο «final girl»

Με αφορμή την κυκλοφορία του «Maxxxine» αυτήν την εβδομάδα, επιχειρούμε να διερευνήσουμε τον ρόλο της γυναίκας στο σινεμά του τρόμου, αλλά και την απομάκρυνσή της από την συνθήκη του θύματος, μέσω της διεκδίκησης μιας άλλης μοίρας στο κλασικό trope του «final girl», με την τριλογία του Τάι Γουέστ να κλείνει με τον πιο αυτοαναφορικό και φαντεζί αέρα επανοικειοποίησης της θηλυκής δύναμης.

Από την Βαρβάρα Κοντονή
Maxxxine: Ένα αλλιώτικο «final girl»

«Δεν θα δεχτώ μια ζωή που δεν μου αξίζει». Μετά τα γεγονότα του «Χ» η Μαξίν θέλει να δει το όνομά της γραμμένο σε ένα αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας και τίποτα δεν θα σταθεί εμπόδιο στην επιτυχία της. Πέρα ίσως από τη δράση ενός κατά συρροή δολοφόνου που μοιάζει να ξέρει πολλά για το πρόσφατο, ένοχο παρελθόν της.

Το «Maxxxine» έρχεται από τις 4 Ιουλίου στις ελληνικές αίθουσες ολοκληρώνοντας έτσι την τριλογία τρόμου που ξεκίνησε ο Τάι Γουέστ με το «Χ» το 2022 και με το «Pearl» να ακολουθεί μόλις ελάχιστους μήνες μετά, δίχως όμως ποτέ να παίρνει ελληνική διανομή όπως συνέβη στην περίπτωση του «Χ».

Διατηρώντας στο επίκεντρο της προσοχής τον χαρακτήρα της Maxine τον οποίο υποδύεται η Μία Γκοθ, έναν ρόλο που ταυτίστηκε από νωρίς (μαζί με εκείνον της Περλ) με την αναγωγή της ηθοποιού σε σύγχρονο, horror icon, ο Γουέστ μεταφέρει πια την πλοκή από την αγροικία των προηγούμενων δυο ταινιών, στο neon Λος Άντζελες της δεκαετίας του ’80, μια πόλη βυθισμένη στη γκλίτερ λαγνεία, το αχαλίνωτο σεξ, τα σκιώδη τσοντάδικα και τα ιδρωμένα, εφήμερα όνειρα ανερχόμενων στάρλετ για τον επόμενο ρόλο που θα τις κάνει το νέο, μεγάλο όνομα του Χόλυγουντ.

Η Μαξίν διαφέρει από τις συναδέλφους της. Αποτελεί ήδη μεγάλη σταρ στο χώρο των αισθησιακών ταινιών και διαθέτει τις κατάλληλες ποσότητες τσαγανού, αυτοπεποίθησης και φιλοδοξίας που η ίδια ελπίζει πως θα την κάνουν να ξεχωρίσει στην απόπειρά της να μεταπηδήσει από το πορνό, στις μεγάλες, κινηματογραφικές παραγωγές της βιομηχανίας του θεάματος. Το πρόβλημα είναι πως το παρελθόν πάντα βρίσκει τρόπο να σου χτυπήσει την πόρτα και το ίδιο θα συμβεί και στην Μαξίν, όταν συνειδητοποιήσει πως στο κατόπι της βρίσκεται ένας serial killer, ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά τι συνέβη εκείνο το καλοκαίρι στη φάρμα του Χάουαρντ και της Περλ. Κανείς όμως δεν διψά για το σταριλίκι όσο η Μαξίν κι αν πρέπει να «κολυμπήσει» σε ένα νέο ποτάμι αίματος προκειμένου να τα καταφέρει, είναι έτοιμη για το μακροβούτι της.

Η ολοκλήρωση της τριλογίας του «final girl»

Το «τελευταίο κορίτσι» αποτελεί ένα από τα πιο διαδεδομένα μοτίβα στο είδος του κινηματογραφικού τρόμου και σημαίνει αυτό ακριβώς που λέει, πρόκειται δηλαδή για την μοναδική γυναίκα που παραμένει ζωντανή στο τέλος της ταινίας και η οποία καταφέρνει, συνήθως την τελευταία στιγμή, να ξεφύγει, έχοντας γλυτώσει από φρικιαστικές καταστάσεις που τις περισσότερες φορές περιλαμβάνουν γενναίες ποσότητες αίματος, ευφάνταστου (ή και όχι) σφαξίματος και λογής άλλων βασανιστηρίων στα οποία, διόλου τυχαία, το γυναικείο ουρλιαχτό αντηχεί κατά πολύ περισσότερο του ανδρικού. Δυο από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων αποτελούν η Μέριλιν Μπερνς που ενσάρκωσε μοναδικά τη Σάλι Χάρντεστι στο «Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι» (1974) του Τομπι Χούπερ, αλλά και η Ολίβια Χάσεϊ στο «Black Christmas» (1974) του Μπομπ Κλαρκ, ένα από τα πιο κλασικά φιλμ στο είδος του slasher, το οποίο στα ελληνικά αποδόθηκε ως «Τρόμος στο Παρθεναγωγείο» και εναλλακτικά ως «Υστερία», σε περίπτωση δηλαδή που υπήρχε κάποια αμφιβολία αναφορικά με την άρρηκτη συσχέτιση γυναίκας και σινεμά τρόμου.

Μπορεί σαν συνθήκη το «final girl» να υπάρχει ήδη από τις απαρχές του σινεμά, ως όρος όμως αποδίδεται στην Αμερικανίδα καθηγήτρια Κάρολ Τζ. Κλόβερ και αναφέρεται για πρώτη φορά στο βιβλίο της «Men, Women and Chainsaws: Gender in the Modern Horror Film» (1992). Εκ των πραγμάτων, το περιεχόμενο της έννοιας έμελλε να αλλάξει πολύ μέσα στον κινηματογραφικό 21ο αιώνα, με τον Τάι Γουέστ, εν προκειμένω, να κατασκευάζει μια τριλογία στην οποία η ηρωίδα του παραμένει μεν ένα «τελευταίο κορίτσι», απαλλαγμένη δε από τη στερεοτυπική θεωρία της αγνής, παρθένας επιζώσας.

Η Μαξίν συστήνεται για πρώτη φορά στους θεατές στο «Χ», ένα απολαυστικό homage στα αιματοβαμμένα slasher των ‘70s και μαζί μια ανανεωτική θεώρηση της σεξουαλικά απελευθερωμένης γυναίκας (στο «Maxxxine» η ηρωίδα κάνει καριέρα με το επίθετό της, «Minx», μια λέξη που στην αγγλική αργκό αναφέρεται στη γητεύτρα γυναίκα που προκαλεί σεξουαλικούς μπελάδες). Σε άλλες κινηματογραφικές εποχές ο χαρακτήρας της Μαξίν – νεαρά που παίζει σε ερωτικές ταινίες – θα την έφερνε πρώτη στη λίστα πιθανών θυμάτων κάποιου επίδοξου δολοφόνου, αφού οτιδήποτε αφορά στη σεξουαλική μας οντότητα, αποτελεί αφορμή για το χειρότερο δυνατό κακό, αν κρίνουμε και από τo εναρκτήριο μονοπλάνο του «Χάλογουιν» (1978) του μεγάλου Τζον Κάρπεντερ.

Στο «Maxxxine» η αφορμή για το θανατικό βρίσκεται παντού. Το 1985 η βιομηχανία του πορνό βρίσκεται ακόμα (αν και οριακά) στο ζενίθ της, όπως και το κινηματογραφικό horror που γνωρίζει νέα άνθηση στα βιντεοκλάμπ και στα φτηνά VHS, την ίδια στιγμή που αληθινοί serial killers (ο «Διώκτης» της ταινίας, βασίζεται στον πραγματικό «Night Stalker» που έδρασε στη Νότια Καλιφόρνια από το 1984 έως το 1985) σπέρνουν τον τρόμο μπλέκοντας τον αποκρυφισμό και τον Σατανισμό με τις άρρωστες ορέξεις τους. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον αστραφτερής παρακμής και Χολιγουντιανού, ψυχοσεξουαλικού εφιάλτη, η Μαξίν έλκεται από τα φώτα της δημοσιότητας, τη δόξα και τα λεφτά, σαν πεταλούδα στο φως, με τη μόνη διαφορά πως είναι αποφασισμένη να διεκδικήσει με κάθε τρόπο αυτό που δικαιωματικά (;) της ανήκει: μια θέση στο σύστημα. Long live the new final girl.

Το Τερατώδες Θηλυκό

Στο βιβλίο της «The Monstrous Feminine» η καθηγήτρια κινηματογραφικών σπουδών Μπάρμπαρα Κριντ καταλήγει σε μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία σχετικά με την παρουσία και το ρόλο των γυναικών στις ταινίες τρόμου, αναφέροντας πως τις περισσότερες φορές οι γυναίκες κρατάνε τον ρόλο του θύματος. Η γυναίκα είναι ικανή να προκαλέσει φρίκη μόνο όταν μετατρέπεται σε «Τερατώδες Θηλυκό» κυρίως μέσω της χρήσης της σεξουαλικότητάς της, είτε δηλαδή ως πόρνη, είτε ως παρθένα. Κατά την Κριντ, η απεικόνιση της γυναίκας στο horror ως τερατώδες θηλυκό προκύπτει ως συνακόλουθο αποτέλεσμα της ανδρικής ανησυχίας αναφορικά με την σεξουαλική διαφοροποίηση της γυναίκας και του μεταφορικού «ευνουχισμού» (μεγάλο κλείσιμο ματιού στο «Maxxxine») του άνδρα από εκείνη.

Ο Γουέστ δίνει μέσω της τριλογίας του μια διαφορετική κατεύθυνση στη θεωρία της Κριντ καθιστώντας τις ηρωίδες της Γκοθ ταυτόχρονα θύματα, θύτες και θύματα/θύτες. Στο μεν «Χ» πέφτει στα χέρια ενός παρανοϊκού ηλικιωμένου ζευγαριού (διόλου τυχαία η γηραιά Περλ κινητοποιείται από τις μύχιες, σεξουαλικές της ορμές και όχι μόνο), στο δε «Maxxxine» είναι έτοιμη να πατήσει επί πτωμάτων (κυριολεκτικά) προκειμένου να γίνει φίρμα, δεν γίνεται όμως να μην αισθανθείς και μια κάποια συμπάθεια για εκείνη, κουβαλάει εξάλλου μέσα της το παρελθόν της γκροτέσκας, serial killer γιαγιάς από την πρώτη ταινία. Εντούτοις το πραγματικά σημαντικό έγκειται στο γεγονός πως η Γκοθ υποδύεται και τον ρόλο της Περλ στην ομώνυμη ταινία, ένα φιλιμικό αποτέλεσμα που παραπέμπει ταυτόχρονα σε ένα τεχνικολόρ, Disney μιούζικαλ, αλλά και σε ένα αιματηρό, ψυχολογικό θρίλερ λες και πρόκειται για το αρρωστημένο, κινηματογραφικό «παιδί» των «Ο Μάγος του Οζ» (1939) (έχει και η Περλ το δικό της σκιάχτρο-ανοσιούργημα) και «Strait- Jacket» (1964).

Η σημαντικότητα έγκειται εδώ στο ότι ο Γουέστ (με συν-σεναριογράφο τη Γκοθ) στερεί από την ηρωίδα του την Μαξίν την ιδιότητα του θύματος, ή τουλάχιστον μονάχα αυτού και την επανασυστήνει, αυτή τη φορά, ως Περλ και άρα ως θύτη για τις ανάγκες της δεύτερης ταινίας. Δημιουργείται έτσι μια άκρως ενδιαφέρουσα δυϊκότητα ατόμου που ξεφεύγει από τα όρια του φύλου και του κινηματογραφικού χαρακτήρα, προκειμένου να αναδειχθούν θεματικές όπως το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, η παγίδα του ανικανοποίητου και η εργαλειοποίηση της σεξουαλικής πράξης. Μαξίν και Περλ είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, το θύμα γίνεται θύτης και τούμπαλιν. Τερατώδες θηλυκό δεν γεννιέσαι, γίνεσαι.

INFO
Η ταινία «Maxxxine» κυκλοφορεί την Πέμπτη 4 Ιουλίου σε διανομή Tanweer.

Ρόμπερτ Τάουνι (1934-2024): Ο κινηματογράφος έχασε έναν από τους μετρ σεναριογράφους τουΤομ Κρουζ: Το βιονικό ανθρώπινο franchise