Μελ Γκίμπσον: Και Mad και Max!

Με αφορμή τα σημερινά (3/1) γενέθλια του Μελ Γκίμπσον, το cinemagazine ταξιδεύει στις απαρχές μίας από τις θρυλικότερες σειρές στα χρονικά του σινεμά περιπέτειας και φαντασίας: το «Μαντ Μαξ: Ο Εκδικητής της Νύχτας» (1979).

Από τον Λουκά Κατσίκα
Μελ Γκίμπσον: Και Mad και Max!

Το καλοκαίρι του 1971, ο ελληνικής καταγωγής Τζορτζ Μίλερ (ή Τζορτζ Μηλιώτης για τους οικείους του) γνώρισε τον 19χρονο Μπάιρον Κένεντι, έναν ερασιτέχνη κινηματογραφιστή, με τον οποίο διαπίστωσε ότι μοιράζονταν την ίδια αδυναμία για τις γοργοκίνητες ταινίες καταδίωξης με αυτοκίνητα όπως το «Μπούλιτ» και τις exploitation ταινίες με μοτοσικλετιστές που γύριζε ο Ρότζερ Κόρμαν.

Λίγα χρόνια αφότου σκηνοθέτησαν μαζί ένα μικρού μήκους φιλμάκι με τίτλο «Violence in the Cinema», ωθούμενοι από τις παραπάνω εμμονές οι δυο άντρες μάζεψαν μερικά χρήματα, έδωσαν τα ονόματά τους σε μια ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής που εγκαινίασαν (Kennedy-Miller) και το 1978 βάλθηκαν να πραγματοποιήσουν το «Μαντ Μαξ», σε σκηνοθεσία του Μίλερ, παραγωγή του Κένεντι και σε σενάριο του πρωτοεμφανιζόμενου Τζέιμς ΜακΚόσλαντ.

«Ο Μαντ Μαξ γίνεται μια ακόμη μοναχική φιγούρα σε μια μακρά κινηματογραφική μυθολογία περιπλανώμενων ψυχών που δεν βρίσκουν λύτρωση και καταραμένων αρσενικών που προσχωρούν στην σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, από την στιγμή που αποφασίζουν να εξαλείψουν κάθε συναισθηματική εμπλοκή τους με τον υπόλοιπο κόσμο»

Η ταινία ξεκίνησε να γυρίζεται τον Δεκέμβρη του 1978, ολοκληρώθηκε μέσα σε δώδεκα εβδομάδες και στοίχισε μόλις 300 χιλιάδες δολάρια. Οι ηθοποιοί ήταν άσημοι και αρκετοί επιχειρούσαν την πρώτη τους εμφάνιση στο σινεμά, ενώ ως πρωταγωνιστή ο Μίλερ επέλεξε έναν φωτογενή νεαρό με ζωηρό ταμπεραμέντο, ο οποίος έτυχε να παραστεί στις οντισιόν για την ταινία εντελώς τυχαία, κάνοντας παρέα στον κολλητό του από την σχολή υποκριτικής, Στιβ Μπίσλεϊ (στον οποίο θα κατέληγε τελικά ο ρόλος του αστυνομικού φίλου του ήρωα).

Μπορεί οι περιορισμοί της παραγωγής να υπήρξαν άφθονοι, οι φιλοδοξίες του Μίλερ απλώνονταν, εντούτοις, πολύ πιο μακριά από τα όρια ενός φτηνιάρικου b movie. Ο 34χρονος σκηνοθέτης αποφάσισε να τοποθετήσει την ταινία του σε ένα δυστοπικό αυστραλέζικο σκηνικό του μέλλοντος, όπου για έναν αδιευκρίνιστο λόγο ο πολιτισμός έχει περιέλθει σε παρακμή, ο νόμος και η τάξη εφαρμόζονται πλέον με δυσκολία και τους δρόμους τρομοκρατούν επικίνδυνες συμμορίες.

Ερχόμενος σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τα μέλη μιας τέτοιας συμμορίας μοτοσικλετιστών, τα μέλη της οποίας δολοφονούν τον καλύτερο φίλο του, την σύζυγό του και το παιδί του, ο Μαξ Ροκατάνσκι-ένας μέχρι πρότινος φιλήσυχος νεαρός αστυνομικός- μεταμορφώνεται σε ανελέητο τιμωρό, εξαπολύοντας μια λυσσαλέα εκδίκηση εναντίον τους, καταλήγοντας ωστόσο στην πορεία να απολέσει την αθωότητα, την ανθρωπιά του και, κυρίως, την δυνατότητά του για συμπόνοια και καλοσύνη.

 

Μακριά από την παρήγορη οικειότητα που θα εξέπεμπε πιθανόν ένας τυπικός ήρωας, ο Μαξ της ταινίας μεταμορφώνεται σε έναν ψυχωτικό τιμωρό που καταλήγει να συναγωνιστεί σε ωμότητα τα ίδια τα θύματά του. Το τελευταίο πλάνο τον απεικονίζει να οδηγεί μόνος σε μια άδεια λεωφόρο, με το βλέμμα του αποφασιστικά καρφωμένο προς τα εμπρός και με τον δρόμο που αφήνει πίσω του να περιέχει τα συντρίμμια από το δολοφονικό του μένος, τους ελάχιστους συνδετικούς κρίκους με τον πολιτισμένο κόσμο και τον αλλοτινό εαυτό του.

Γίνεται ο «Παλαβός Μαξ», μια ακόμη μοναχική φιγούρα σε μια μακρά κινηματογραφική μυθολογία περιπλανώμενων ψυχών που δεν βρίσκουν λύτρωση και καταραμένων αρσενικών που προσχωρούν στην σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, από την στιγμή που αποφασίζουν να εξαλείψουν κάθε συναισθηματική εμπλοκή τους με τον υπόλοιπο κόσμο.

Μετέπειτα σκηνοθέτης φιλικότερων σε μηνύματα και διάθεση ταινιών όπως το «Lorenzo’s Oil», το «Babe» και το βραβευμένο με Όσκαρ κινουμένων σχεδίων «Happy Feet», ο Μίλερ είχε απειροελάχιστη εμπειρία πίσω από την κάμερα όταν γύριζε το «Μαντ Μαξ». Δύσκολο να το πιστέψει κανείς, βέβαια, παρακολουθώντας το νεύρο, την κινητική ενέργεια και τις εντυπωσιακές σκηνές δράσης με τις οποίες προικίζει την ταινία του, υπερβαίνοντας τα ασφυκτικά ελάχιστα μέσα παραγωγής.

Παρά τα περίφημα πλέον 300.000 δολάρια που στοίχισε, ωστόσο, το «Μαντ Μαξ» κατόρθωσε να διανεμηθεί με ευκολία στις περισσότερες χώρες του πλανήτη, συγκέντρωσε το ποσό-ρεκόρ των 100 εκατομμυρίων δολαρίων παγκοσμίως, έγινε η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στα χρονικά του αυστραλέζικου σινεμά και έκανε γνωστό το όνομα του πρωταγωνιστή του, εξασφαλίζοντας σταδιακά το πέρασμά του στο Χόλιγουντ.

Η μόνη χώρα στην οποία η δυναμική δημιουργία του Μίλερ δεν γνώρισε επιτυχία ήταν, περιέργως, οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο λόγος ήταν ο εξής: Δύο μήνες αφότου η American International Pictures του Ρότζερ Κόρμαν αγόρασε τα δικαιώματα διανομής του φιλμ, η εταιρεία πέρασε στα χέρια άλλων ιδιοκτητών, οι οποίοι έκριναν σωστό να εξορίσουν το «Μαντ Μαξ» σε περιθωριακό κύκλωμα αιθουσών, αφού προηγουμένως επέβαλαν να ντουμπλαριστούν οι φωνές των αυστραλών ηθοποιών από αμερικανούς.

Ακόμα κι έτσι, παρ’ όλα αυτά, και μέχρι το 1999, όπου εμφανίστηκε στις αίθουσες το «Blair Witch Project» και του έκλεψε την πρωτιά, το «Μαντ Μαξ» μπόρεσε να κρατήσει για 20 χρόνια στο βιβλίο Γκίνες το ρεκόρ του πιο πετυχημένου ανεξάρτητου φιλμ που γυρίστηκε ποτέ.