«Αν ζούσε σήμερα ο Ευριπίδης θα έγραφε σενάρια»: Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Μιχάλης Κακογιάννης

Ο Μιχάλης Κακογιάννης γεννήθηκε σαν σήμερα (11 Ιουνίου 1921) στην Κύπρο και υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες σκηνοθέτες με διεθνή απήχηση. Από τη «Στέλλα» (1955), ως την «Ηλέκτρα» (1962) και τον «Ζορμπά» (1964), ο Κακογιάννης υπηρέτησε παράλληλα το θέατρο και την όπερα.

«Αν ζούσε σήμερα ο Ευριπίδης θα έγραφε σενάρια»: Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Μιχάλης Κακογιάννης

«Αν ζούσε σήμερα ο Ευριπίδης, θα έγραφε σενάρια. Τον ενδιέφερε η ανατομική ψυχολογία των ηρώων. Αισθανόταν κανείς ότι τα χορικά ήταν εμβόλιμα. Μπορούσα να μεταφέρω τον Ευριπίδη σε ανοιχτό χώρο. Η Ηλέκτρα ήταν στα μάτια μου μια αγροτική τραγωδία με σημαντικές ρεαλιστικές προεκτάσεις», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στον Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο για το Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ τον Μάρτιο του 1992, ο Μιχάλης Κακογιάννης.

Με τα σύγχρονα δράματα των πόλεων, αλλά και τις αρχαίες τραγωδίες του αγρού, ο Κακογιάννης «κατάφερε να συμπυκνώσει όσο κανένας άλλος την ελληνική ψυχή στις ταινίες του»*. Ήταν άλλωστε ο πρώτος που ξεπέρασε τα σύνορα με ελληνόφωνες ταινίες και υπήρξε θαμώνας των σημαντικότερων φεστιβάλ κι απονομών παγκοσμίως. Συνεργάστηκε με τους πιο δημιουργικούς καλλιτέχνες της εποχής του και σε αντάλλαγμα τούς έδωσε τους πιο σημαντικούς ρόλους της καριέρας τους. Χρησιμοποίησε σαν πρώτο υλικό τις αρχαίες τραγωδίες, αλλά δημιούργησε παράλληλα τους δικούς του μύθους στα πρόσωπα της Μελίνας Μερκούρη, της Έλλης Λαμπέτη, της Ειρήνης Παππά.

Ο Μιχάλης Κακογιάννης γεννήθηκε στη Λεμεσό της Κύπρου το 1921 και μεγάλωσε σε μια εύπορη, δεμένη οικογένεια. Ο ποινικολόγος πατέρας του τον έστειλε το 1939 στο Λονδίνο για να σπουδάσει νομική, την οποία όμως δεν άσκησε ποτέ. Μετά από μια δεκαετία στην παραγωγή προγραμμάτων για την ελληνική υπηρεσία του BBC World Service, δοκίμασε για μερικά χρόνια την τύχη του στην ηθοποιία στο θέατρο Old Vic και το 1953 επέστρεψε στην Ελλάδα.

Η πρώτη του ταινία ήταν το «Κυριακάτικο ξύπνημα» με τρεις από τους μεγαλύτερους αστέρες της εποχής, τον Δημήτρη Χορν, την Έλλη Λαμπέτη και τον Γιώργο Παππά. Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, ξεκινώντας έτσι μια πορεία που θα παρέμενε διεθνής μέχρι και το τέλος της καριέρας του. Την επόμενη χρονιά σκηνοθέτησε τη θρυλική «Στέλλα», ταινία βασισμένη στο θεατρικό έργο «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Η «Στέλλα» πρωτοπαρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών, απογείωσε το άστρο της Μελίνας Μερκούρη και βραβεύτηκε με τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξένης Ταινίας.

Το 1956 επέστρεψε στις Κάννες με το «Κορίτσι με τα Μαύρα» και πρωταγωνιστικό δίδυμο τους Λαμπέτη - Χορν αποσπώντας πάλι διθυράμβους από τον ξένο Τύπο, όπως επίσης και τη Χρυσή Σφαίρα για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Η τελευταία του συνεργασία με την Έλλη Λαμπέτη στο «Τελευταίο Ψέμα» το 1958 προβλήθηκε επίσης στις Κάννες, ενώ το 1960 ολοκλήρωσε το «Eroica» που συμμετείχε στα Φεστιβάλ Βερολίνου και Λονδίνου.

Το 1962 παρουσίασε την πρώτη ταινία της «κλασικής» τριλογίας του, την «Ηλέκτρα». Ο Ευγένιος Ιονέσκο αποθέωσε την ταινία στη «Le Figaro» γράφοντας πως είναι η ωραιότερη ταινία που έχει δει ποτέ, το Φεστιβάλ Καννών θέσπισε το βραβείο Καλύτερης Κινηματογραφικής Μεταφοράς για να την τιμήσει, ενώ τα 24 ακόμη Διεθνή Βραβεία και η υποψηφιότητα για Όσκαρ Ξενόγλωσσης ταινίας, σφράγισαν αφοπλιστικά την αξία μιας ταινίας που δεν αποτελεί κινηματογραφικό ανέβασμα ενός θεατρικού έργου, αλλά μετουσίωσε την τραγωδία σε κινηματογραφική κάθαρση. 

Δυο χρόνια μετά, ο «Αλέξης Ζορμπάς» το 1964 στάθηκε η «αθάνατη στιγμή» στην καριέρα του. Με την αξέχαστη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη αρωγό, το φιλμ ταυτίστηκε με την εθνική μας ταυτότητα, κέρδισε τρία βραβεία Όσκαρ (Β’ Γυναικείου Ρόλου για την Λίλα Κέντροβα, Ασπρόμαυρης Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης για τον Βασίλη Φωτόπουλο, Ασπρόμαυρης Φωτογραφίας για τον Γουόλτερ Λάσαλι), ενώ ο Κακογιάννης υπήρξε υποψήφιος για άλλα τρία: Καλύτερης Ταινίας (ως παραγωγός), Σκηνοθεσίας και Σεναρίου.

Τα επόμενα χρόνια ολοκλήρωσε την «κλασική τριλογία», την πιο ενδιαφέρουσα καλλιτεχνική του στιγμή όπως δήλωνε ο ίδιος, με τις «Τρωάδες» του 1971 (απίστευτο καστ με Κάθριν Χέμπορν, Βανέσα Ρεντγκρεϊβ, Ειρήνη Παππά) και την «Ιφιγένεια» του 1976 (συστήνοντας την Τατιάνα Παπαμόσχου) κερδίζοντας άλλη μία υποψηφιότητα για Ξενόγλωσσο Όσκαρ. Το 1974 γύρισε την πιο ανοιχτά πολιτική ταινία του, το ντοκιμαντέρ «Αττίλας ‘74» για τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και στη συνέχεια ακολούθησαν τα «Γλυκιά πατρίδα» (1986) και «Πάνω, κάτω και πλαγίως» (1992). Ο Κακογιάννης ολοκλήρωσε την κινηματογραφική καριέρα το 1999 με την διασκευή του τσεχωφικού «Βυσσινόκηπου» με πρωταγωνίστρια τη Σαρλότ Ράμπλινγκ.

Στα τέλη του 2003 δημιούργησε το ομώνυμο κοινωφελές ίδρυμα, επιθυμώντας, όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του, «να δημουργήσει έναν φορέα πολιτισμού που θα διαθέτει σύγχρονα μέσα, καινοτόμες ιδέες αλλά και καλλιτεχνική άποψη».

Σημαντικοί σταθμοί στην καριέρα του αποτέλεσαν το ανέβασμα της όπερας «Το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» στη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης και της «Μεγαλοψυχίας του Τίτου» στη Γαλλία. Το 1983 σκηνοθέτησε το δεύτερο ανέβασμα του μιούζικαλ «Zorba» στο Μπρόντγουεϊ, παράσταση στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Άντονι Κουίν. 

Ως γνήσιος κοσμοπολίτης συναναστράφηκε μεταξύ άλλων με τους Τζορτζ Όργουελ, Μαρία Κάλλας, Αριστοτέλη Ωνάση, Τζάκι Κένεντυ, Σιμόν Ντε Μποβουάρ, Ζαν-Πολ Σαρτρ, και φυσικά με τους κυριότερους εκπροσώπους των τεχνών στην Ελλάδα. Οι ταινίες του θα παραμείνουν ανάμεσα στις κλασικές της ελληνικής κινηματογραφίας και το Ίδρυμά του θα μείνει ως κληρονομιά στις τέχνες και τον πολιτισμό.

* Σχόλιο του Δημήτρη Παπαϊωάννου στο ντοκιμαντέρ «Μια Ζωή Μια Εποχή: Μιχάλης Κακογιάννης» της Λυδίας Καρρά

Το 2018 Athens Open Air Film Festival είχε την τιμή να προβάλει στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου την αριστουργηματική «Ηλέκτρα», πραγματοποιώντας την πρώτη κινηματογραφική προβολή στον αρχαιολογικό χώρο.

Πότε θα επιστρέψει ο κόσμος στα ελληνικά σινεμά; (Ελληνικό box-office, Τετραήμερο 06/06/24 - 09/06/24)«Το να εστιάζουμε στα παράλογα του κόσμου, βοηθάει στο να αντιμετωπίζουμε τη ζωή»: Ο Μπαμπάκ Τζαλάλι στο ΣΙΝΕΜΑ