Μισέλ Σιμάν (1938-2023): Έφυγε ο τελευταίος των Μοϊκανών της γαλλικής κριτικής κινηματογράφου

Χαρακτηρίστηκε ως «το πιο ελεύθερο, πιο εγκυκλοπαιδικό μυαλό που έχει παράγει η κινηματογραφική κριτική», ενώ ο χρόνος που του χάριζαν ειδικά ακριβοθώρητοι δημιουργοί έχει μείνει στην ιστορία.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Μισέλ Σιμάν (1938-2023): Έφυγε ο τελευταίος των Μοϊκανών της γαλλικής κριτικής κινηματογράφου

Για τους περισσότερους αυτή είναι ίσως ο ορισμός της είδησης που περνά στα ψιλά, για άλλους κάτι που «όπως μπαίνει, βγαίνει». Το σίγουρο είναι ότι αυτή η αναφορά δεν γράφεται για «έναν δικό μας», όχι τουλάχιστον με την συντεχνιακή έννοια. Ειδάλλως ο Μισέλ Σιμάν ήταν απολύτως δικός μας άνθρωπος. Ένας κριτικός κινηματογράφου από μια εποχή που η κριτική σήμαινε κάτι (λίγο) περισσότερο από σήμερα, από έναν κόσμο πνευματικότερο στο ότι ήταν πιο εμφανές ότι οι δημιουργοί και η κριτική είχαν έναν ανοιχτό διάλογο που πρόσδιδε στην τέχνη.

Ο Σιμάν, αν μη τι άλλο, μένει στην ιστορία του μέσου όχι μόνο για την σημαντική διαδρομή του στο περιοδικό Positif, το αντίπαλο, και κατά μία έννοια ακόμα πιο σκληροπυρηνικό, δέος των Cahiers du Cinema, αλλά για την εκτίμηση που απολάμβανε στην χώρα των δημιουργών. Κάποιοι μάλιστα, διαβόητα απρόσιτοι σε συνεντεύξεις και συνεργασία δημοσιογραφική, του παραχώρησαν χρόνο που άλλοι θα σκότωναν να έχουν. Ο Καουρισμάκι, ο Σκορσέζε, οι αδελφοί Κοέν, ο Τσεϊλάν και βέβαια κυρίως ο Τέρενς Μάλικ και ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ, είχαν για τα μάτια τους μόνο τον Σιμάν. Ειδικά δε το βιβλίο του, «Kubrick», είναι ένα επίζηλο επίτευγμα. Κατά τον Ρότζερ Ίμπερτ, ο Σιμάν «ήταν μέλος του κλειστού κύκλου των ανθρώπων που ο Κιούμπρικ εμπιστευόταν.» (Εδώ τρεις συνεντεύξεις του με τον δημιουργό.)

Δεν ήταν μόνο αυτό. Ανήλθε στο Positif, όπου παρουσιάστηκε με μια ανάλυση της «Δίκης» του Γουέλς, έφτασε τελικά αρχισυντάκτης του περιοδικού. Ο ίδιος έλεγε ότι η προτίμησή του σε αυτό αντί των Cahiers οφειλόταν στο ότι το περιοδικό ήταν «αριστερό» και με επιρροές από τον «σουρεαλισμό». Τελικά υπήρξε ο ίδιος ο αρχιτέκτονάς του στην λαμπρότερη εποχή του. «Αυτοί υπερασπίζονταν κάποιους σκηνοθέτες, εμείς υπερασπιζόμασταν κάποιους άλλους σκηνοθέτες», έλεγε αργότερα.

Ο Τζον Μπούρμαν ανέφερε γι΄' αυτόν: «Το να πεις ότι ο Μισέλ ήταν παθιασμένος με το σινεμά είναι άδικο. Ζούσε, έτρωγε και ονειρευόταν σινεμά. Τον αγαπούσα και τον θαύμαζα, ήταν πρωτότυπος, οι ιδέες του διέθεταν ποικιλία και τις υπερασπιζόταν πάντοτε.»

Έγραψε βιβλία για τον Φριτς Λανγκ, τον Ελία Καζάν, την Τζέιν Κάμπιον και πολλούς ακόμα, ήταν επισκέπτης-μορφή των φεστιβάλ (ο Λουκάς Κατσίκας τον είδε και φέτος στις Κάννες, ίσως ήταν και στην Βενετία), αυτονόητα υπήρξε μέλος κριτικών επιτροπών, ενώ απόλαυσε τιμές από την γαλλική πολιτεία, καθώς χρίστηκε Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής, Αξιωματικός των Τεχνών και των Γραμμάτων, μεταξύ άλλων, ενώ ήταν και ο πρόεδρος της FIPRESCI, της Διεθνούς Ένωσης των Κριτικών. 

Μια σπουδαία απώλεια, ένας κριτικός όχι απλά ευσυνείδητος, μα κάποιος που με τα κελεύσματά του σηματοδοτούσε τον ψηλό πήχυ της σημασίας της κατάρτισης και του καθήκοντος.