Γιώργος Μιχαλακόπουλος (1938-2023): Αντίο στον αθόρυβο «Σερ» της εγχώριας Υποκριτικής

Αποχαιρετισμός σε έναν άνθρωπο ιδιαίτερου ερμηνευτικού φλέγματος που σφράγισε με τον ευγενικότερο τρόπο πανί, τηλεοπτικό πλατώ και, ιδίως, θεατρικό σανίδι των πραγμάτων μας.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Γιώργος Μιχαλακόπουλος (1938-2023): Αντίο στον αθόρυβο «Σερ» της εγχώριας Υποκριτικής

Για τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο υπάρχουν ορισμένα, όχι λίγα, αντικειμενικά πράγματα που ορίζουν τον δρόμο του. Υπάρχει ο Κάρολος Κουν που καθόρισε το ξεκίνημα αλλά και μέρος της θεατρικής διαδρομής του στο Θέατρο Τέχνης. Υπάρχει ο Φίνος και οι αριθμημένες συμμετοχές του σε ελληνικές ταινίες της «χρυσής εποχής». Ενδεικτικά, ασφαλώς, ο «ποιητής Φανφάρας» στο «Ξύπνα Βασίλη», μια από τις καλύτερες στιγμές του Γιάννη Δαλιανίδη. Το δίδυμό του με τον Γιώργο Κωνσταντίνου, έναν ηθοποιό που πριν την τηλεοπτική επίδραση διέθετε επίσης το χάρισμα του ίδιου φλέγματος, περιέχει στιγμές μεγάλης κωμωδίας. Υπάρχει ο ρόλος του στον «Κύριο με τα Γκρι» του Περικλή Χούρσογλου. Μια ταινία που η εγχώρια κριτική τακτοποίησε εύκολα στην αστρολογική της αποτίμηση, λησμονώντας όμως τις αρετές της, εκ των οποίων πρωτεύουσα η παρουσία του Μιχαλακόπουλου.

Μετά ήταν οι τηλεοπτικοί σταθμοί – εκ των οποίων τρεις αποτελούν κεφάλαια για τους τυχερούς θεατές τους: Το «Εκείνος κι Εκείνος» (1972-1974), σε σενάριο Κώστα Μουρσελά, δίπλα στον Βασίλη Διαμαντόπουλο («Σόλων» με την φωνή του οποίου είναι αναντικατάστατη μνήμη), σατιρικό βεληνεκές, σε χρόνια εμφανώς δύσκολα. Έπειτα, στην δεκαετία του ’90, ήταν και οι εμφανίσεις του στα ελπιδοφόρα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης, προτού αυτή κατηφορίσει στον μεγάλο βούρκο: Κωστής Ρούσης στον «Κίτρινο Φάκελο» - η μεγάλη ερμηνεία-αναφοράς ανάμεσα σε ένα φτασμένο κι ανερχόμενο καστ - και Συνταγματάρχης Κριτσίνης στα «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά», αμφότερα σε σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη, το πρώτο βασισμένο στο βιβλίο του Καραγάτση, το δεύτερο (ξανά) του Μουρσελά. Ορισμικός.

Και βέβαια, πάνω απ’ όλα, ήταν το Θέατρο. Περιηγήθηκε διεξοδικά στο παγκόσμιο ρεπερτόριο και είναι δυστυχώς, σχεδόν, αδύνατο να μιλήσει κανείς για την παρουσία του σκηνή, για αυτό το μοναδικό του κράμα Τέχνης/Εθνικού, τον ρεαλισμό μα και την «προκλητική» καθαρότητα της προφοράς, τον νατουραλισμό μα και την μελωδική εκφορά, του σχεδόν ειρωνικού στόμφου, του καταπληκτικού χρονισμού, της ταχύτητας και του διάχυτου χιούμορ που αισθανόσουν πώς μαρτυρούσες. Ήταν κάτι στο εγγενές χρώμα της φωνής και στην επίκτητη τονικότητα των φράσεων που έκανε τον Μιχαλακόπουλο να μην μοιάζει με κανέναν (πλην ίσως κατά περίσταση του Δημήτρη Χορν). Ο Μιχαλακόπουλος ήταν πάντα «Μιχαλακόπουλος» κι όμως ποτέ ίδιος. Ούτε καν παρόμοιος.

Να «μολύνω» την αναφορά με μια προσωπική μνήμη από την παράσταση του «Ρινόκερου» στο Εθνικό πριν -κιόλας- 26 χρόνια - η παράσταση υπάρχει εδώ. Οι μνήμες δεν έχουν την παραμικρή σημασία σε αντικειμενικές αναφορές, όμως σφετερίζομαι την ευκαιρία ως ελάχιστη, ελπίζω συγχωρητέα, προσωπική οφειλή. Εκεί, αντάμα με τον εκλεκτό του φίλο και συνάδελφο, Γιώργο Μοσχίδη, Μπερανζέ ο Μιχαλακόπουλος, Ζαν ο Μοσχίδης, έδιναν ένα ρεσιτάλ repartee, ενός σβέλτου διαλόγου τόσο κομψού, τόσο εύστροφου, τόσο ευκρινούς (και τόσο «θεατρικού» βέβαια), που τόνιζε τόσο έξοχα το χιούμορ του κειμένου, τόσο τελικά άριστα τον (και) κωμικό παραλογισμό της ιονεσκικής σύλληψης. Δεν είμαι λάτρης του θεάτρου, το αντίθετο φρονώ, αλλά αν υπάρχει ένα δόλωμα να πετάξει ο ηθοποιός στο κοινό του για να το αιχμαλωτίσει, το δάγκωσα με όλη μου την καρδιά. Ο Μιχαλακόπουλος, φρονώ ξανά, αν σου ταίριαζε ιδιοσυγκρασιακά, είχε αυτό το δόλωμα και στην παραμικρή του παρουσία, την παραμικρή του συνέντευξη. Και ήταν αναρτημένο στο αγκίστρι μιας ειδικής ποιότητας που δεν υπάρχει πια – ίσως και γιατί δεν αναγνωρίζεται πια από ένα αριθμητικά ικανό μέρος του κοινού.

Αποχαιρετούμε πολλά με την έξοδό σας κ. Μιχαλακόπουλε.