Δεκαεφτά χρόνια μετά, το «Moulin Rouge!», η ταινία που έδωσε ανάσα ζωής στο, τότε, θνήσκον είδος του μιούζικαλ (ακολούθησαν ευτυχείς, ή λιγότερο, προσθήκες όπως τα «Chicago» (2002), «Εννέα» (Nine, 2009), «Dreamgirls» (2006), «La La Land» (2016) και, πέρυσι, «The Greatest Showman» – μαζί φυσικά με τα απαραίτητα Disney), παραμένει, παραδόξως, η μοντέρνα, σφύζουσα και (ενδεχομένως) καταλυτικά συγκινητική ιστορία ενός τελευταίου έρωτα.
Παραδόξως, γιατί ο νεωτερισμός της, το σφυροκοπηματικό μοντάζ, ο οργασμικός ρυθμός και ο πανζουρλισμός των processed shots του αγρίως βιντεοκλιπά Λούρμαν, θα έμοιαζαν σε πρώτη όψη ως εύκολα θύματα στον σκληρό, και καθόλου πανδαμάτωρα, επικριτικό χρόνο για τις μοντερνιστικές ταινίες. Αντ’ αυτών, το «Moulin Rouge!», σε πείσμα κιόλας των αρκετών της πολέμιων – ιδίως εκείνων που την αντίκρισαν πρωτοεμφανιζόμενη στην έναρξη των τότε Καννών – μοιάζει ακόμα υπερήφανα αρυτίδωτο, σε στιγμές εκτυφλωτικό, αλλά και συναισθηματικά ουσιώδες.
Ο Λούρμαν βρίσκει τη Σατίν του στο πρόσωπο μιας Νικόλ Κίντμαν στη μαγική της χρονιά («Οι Άλλοι» και «Το Κορίτσι των Γενεθλίων» επίσης, θυμίζω) και ξετυλίγει γύρω της ένα ντελιριακό υπερθέαμα ποπ αναφορών, σοβαρά επηρεασμένων από την πρώιμη εποχή του MTV, που καταφέρνει να υπερβεί τον κενό φορμαλισμό χάρη στον καλογραμμένο, μελοδραματικό της πυρήνα.
Ενός πυρήνα που συντίθεται όχι μόνο εξ αιτίας του στιβαρού Κρίστιαν (Γιούαν ΜακΓκρέγκορ) ή της λοιπής εξίσου εντυπωσιακής κουστωδίας δεύτερων ρόλων (Τζιμ Μπρόντμπεντ προεξάρχοντος), μα κυρίως επειδή ο Λούρμαν μπορεί να χορογραφεί επιδέξια κάθε επιλεγμένο του τόνο και ταυτόχρονα να συγκροτεί σκηνοθετικά το αποτέλεσμά του γύρω από ένα κέντρο που δεν ξεχνά ποτέ τους χαρακτήρες και την fin de siècle ρομαντική τους ιστορία.