Πιάσε το gamepad: Μια αναδρομή στις κινηματογραφικές μεταφορές των video games

Με αφορμή την έξοδο του «Uncharted» στις αίθουσες, ανατρέχουμε στις φορές που το σινεμά επιχείρησε να ταιριάξει με τον κόσμο του gaming, από την ταινία που ο συγχωρεμένος Μπομπ Χόσκινς ήθελε να ξεχάσει και την Λάρα Κροφτ της Αντζελίνα, μέχρι τον κόσμο του Warcraft και τα καμώματα του Τζιμ Κάρεϊ ως δρ. Ρομπότνικ.

Από τον Γιάννη Βασιλείου
Πιάσε το gamepad: Μια αναδρομή στις κινηματογραφικές μεταφορές των video games

Tην σχέση μεταξύ video games και σινεμά δεν την λες ακριβώς αγαστή. Για την ακρίβεια είναι ανισοβαρής. Το σινεμά έχει τροφοδοτήσει τον κανόνα των video games με μερικούς από τους ωραιότερους τίτλους του, όπως το «Goldeneye» του Nintendo 64 ή το «Star Wars:Knights of the Old Republic», τα video games όμως δεν έχουν δώσει ούτε μια ταινία άξια αναφοράς εκτός του πλαισίου των σχετικών μεταφορών. Τα είπαμε και στην κριτική μας για το «Uncharted» (2022), που τηρεί αυτή την δυσάρεστη παράδοση, θα τα επαναλάβουμε κι εδώ. Έχουμε δει πολύ ωραίες ταινίες πάνω στην κουλτούρα των βιντεοπαιχνιδιών. Το «The King of Kong»(2007) υπερβαίνει το gaming και γίνεται το πορτρέτο μιας ανταγωνιστικής κοινωνίας, ο «Σκοτ Πίλγκριμ εναντίον των 7 Πρώην» (Scott Pilgrim vs. The World, 2010) αξιοποιεί κανόνες των arcade games για ένα ψυχαγωγικό θέαμα, ενώ το σπιλμπεργκικό «Ready Player One»(2018) συνιστά τον υπέρτατο φόρο τιμής στα video games και στη σχέση των gamers μαζί τους, έχοντας παράλληλα και εκπαιδευτικό χαρακτήρα: βάζοντας τον έφηβο θεατή να σκανάρει το κάδρο για να ανακαλύψει τα μυριάδες easter eggs, τον μαθαίνει να βλέπει σινεμά, αντί να εστιάζει μόνο στη δράση στο κέντρο του κάδρου και να διαβάζει υπότιτλους.

Όσον αφορά τις διασκευές υφιστάμενων παιχνιδιών, όμως, η κατάσταση είναι δραματική. H ταραχώδης σχέση του σελιλόιντ με τις κονσόλες ξεκίνησε το 1993 με το «Super Mario Bros.» (1993), ένα ανοσιούργημα που επιχείρησε να χτίσει φιλμικό σύμπαν από την εθιστική, δισδιάστατη πλατφόρμα με τον ιταλό υδραυλικό και έσυρε στον βούρκο του τον Μπομπ Χόσκινς και τον Ντένις Χόπερ. Σειρά για την οθόνη πήραν τα beat ‘em up. Το «Double Dragon» (1994) έχει για πρωταγωνιστή τον βασιλιά της βιντεοκασέτας Μαρκ Ντακάσκος κι αυτό είναι ό,τι χρειάζεται να ξέρεις για εκείνο, το «Street Fighter:Η Τελική Μάχη» (Street Fighter, 1994) το θυμόμαστε επειδή είναι η τελευταία ταινία του Ραούλ Τζούλια κι επειδή στοίχειωσε το κυριακάτικο πρωινό πρόγραμμα του Mega, ενώ την «Θανάσιμη Μάχη» (Mortal Kombat,1995) την μνημονεύουμε για το trance hit που έλυσε τα χέρια εκατοντάδων ελλήνων D.J. και επειδή είναι καλύτερη μεταφορά (!) από την περσινή μετανάστευση της σειράς Mortal Kombat στη μεγάλη οθόνη.  Είναι, επίσης, η πρώτη απόπειρα του Πολ W.S. Άντερσον στη διασκευή βιντεοπαιχνιδιών – θα επανέρθουμε σε αυτόν σε λίγο.

Η εισπρακτική επιτυχία του φιλμ γέννησε μια φρικιαστική συνέχεια με τίτλο «Θανάσιμη Μάχη: Η Εξόντωση» (Mortal Kombat: Annihilation,1997), η οποία καταποντίστηκε στα ταμεία και έβαλε φρένο στο franchise. Αντίθετα, εισπρακτικό θρίαμβο σημείωσε  το «Lara Croft: Tomb Raider» (2001), με την Αντζελίνα Τζολί ιδανική στον ρόλο της δημοφιλέστατης, θελκτικής αρχαιολόγου, αλλά την ταινία που στήθηκε γύρω της να κάνει το «Στα Ίχνη του Χαμένου Θησαυρού»(National Treasure, 2004) με τον Νίκολας Κέιτζ να φαντάζει «Ιντιάνα Τζόουνς». Το σίκουελ με τίτλο «Tomb Raider: To  Λίκνο της Ζωής»(Tomb Raider:The Craddle of Life, 2003) δρομολογήθηκε γρήγορα, ήρθε κι από τη Σαντορίνη για γυρίσματα, αλλά σημείωσε χαμηλότερες πτήσεις στο box-office και έτσι οι περιπέτειες της Λάρα Κροφτ στο πανί διακόπηκαν για χρόνια, για να επανέλθουν το 2018 με την Αλίσια Βικάντερ στον κεντρικό ρόλο. 

Στο μεταξύ το 2002 ο Πολ W.S. Άντερσον εγκαινίασε την πολυπληθέστερη σειρά ταινιών βασισμένων σε video game με μια ανεκτή μεταφορά του «Resident Evil» (2002) που έδωσε στη Μίλα Γιόβοβιτς το δικό της franchise. Από αυτή τη σειρά αξίζει να επισημάνουμε και το «Resident Evil: H Εξόντωση» (Resident Evil:Extinction, 2007) του Ράσελ Μαλκάχι, το οποίο έχει κάτι από «Μαντ Μαξ» και πειράζει κάπως τη συνταγή που εισήγαγε o Άντερσον και εκτέλεσε καλύτερα στην τέταρτη ταινία της σειράς.

Μέσα στα ‘00s έχουμε επίσης το «Doom» (2005) με τον Ντουέιν Τζόνσον, έχουμε το «Silent Hill» (2006) του Ρότζερ Έιβερι, που για μισή ώρα αναπαράγει επιτυχώς την ατμόσφαιρα του ανατριχιαστικού παιχνιδιού, μα στη συνέχεια γίνεται καρτουνίστικο, έχουμε, τέλος, και την περίπτωση του Ούβε Μπολ, ενός απίθανου γερμανού σκηνοθέτη που πολλοί αποκαλούν Εντ Γουντ του 21ου αιώνα. Ο Μπολ μετέφερε σειρά επιτυχημένων τίτλων από τις κονσόλες στο πανί και άνοιξε πόλεμο με τους φαν, το καλό γούστο και τους κριτικούς, τους οποίους μάλιστα προκάλεσε ανοιχτά σε μονομαχία στην αρένα του μποξ. Εμείς θα κρατήσουμε και το «Max Payne»(2008), το οποίο θυμόμαστε με θετικό πρόσημο, κυρίως λόγω των αναφορών του στην «Νύχτα του Δαίμονα»(Night of the Demon, 1957) του Ζακ Τουρνέρ.

Το πέρασμα στη νέα δεκαετία θα φέρει, εκτός από αρκετά σίκουελ ταινιών που έχουμε ήδη αναφέρει, το «Prince of Persia:The Sands of Time»(2010) μια υπερπαραγωγή υψηλού βεληνεκούς, μα –δεν θα το πιστέψετε- χαμηλών επιδόσεων και ένα «Need for Speed»(2014) που προσπάθησε ατυχώς και ανεπιτυχώς να προσελκύσει τους οπαδούς της σειράς «Fast and Furious». Κάπου εκεί οι παραγωγοί των σχετικών διασκευών επιχειρούν μια αναβάθμιση, αναθέτοντας δύο δημοφιλέστατους τίτλους σε δύο φερέλπιδες, νεόκοπους δημιουργούς. Το αποτέλεσμα; Η επική φαντασία του Ντάνκαν Τζόουνς με μαγιά το «Warcraft» της Blizzard έχει σκορ 32 στο  metacritic, όσο για το «Assassin’s Creed»(2016) του Τζάστιν Κερζέλ, παρά την κατά τόπους ελκυστική εικονογραφία και το απίθανο καστ (Μάικλ Φασμπέντερ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Σάρλοτ Ράμπλινγκ, Τζέρεμι Άιρονς και Μπρενταν Γκλίσον), έχει τόσο ανερμάτιστη αφήγηση, που σε πιάνει πονοκέφαλος.

Τα στούντιο αρχίζουν να πιστεύουν ότι καλή επένδυση είναι μόνο τα παιχνίδια που προσφέρονται για οικογενειακό θέαμα. Το facebookικό κόλλημα που λέγεται «Angry Birds» γίνεται ταινία κινουμένων σχεδίων το 2016 και αποδίδει, ενώ ο «Detective Pikachu» (2019) θα αποτελέσει την πρώτη live-action μεταφορά των Pokemon, που είχαν δει μια σειρά από σχετικές animated ταινίες στο παρελθόν να αποφέρουν έσοδα, θα ντύσει τον κίτρινο πρωταγωνιστή του με την εξυπνακίστικη περσόνα του Ράιαν Ρέινολντς και θα κερδίσει τη συγκρατημένη συμπάθεια μας χάρη σε μια σειρά από χαριτωμένα πλασματάκια, όπως ο Psyduck, που θέλει μασάζ για να μην εκραγεί το κεφάλι του και πεθάνουν όλοι. Tελευταίο hit πριν την πανδημία ήταν το «Sonic:H Tαινία» (Sonic:The Hedgehog, 2019)  που τοποθετούμε στα καλύτερα δείγματα του είδους, κυρίως χάρη στις περιστασιακές εμπνεύσεις του Τζιμ Κάρεϊ στον ρόλο του κακού δρ. Ρομπότνικ.

Όπως διαπιστώνετε, οι ταινίες της κατηγορίας ανήκουν στην καλύτερη περίπτωση στην κατηγορία της χρυσής μετριότητας. Ίσως να φταίει το κινηματογραφικό format γι’ αυτό και επερχόμενες σειρές σαν το «Τhe Last of Us» του HBO ή το «Resident Evil» του Netflix να αποτελέσουν την πρώτη πραγματικά καλή περίπτωση μυθοπλασίας αντλημένης από τα μεγάλα σουξέ του Playstation. Ίσως κάποιες φορές φταίει το επονομαζόμενο fan service, η υπερβολική προσήλωση σε εκείνα τα στοιχεία που τα στούντιο πιστεύουν ότι οι φαν θέλουν να δουν στην οθόνη. Ίσως φταίει που κατά τη μεταφορά στην οθόνη χάνεται η ουσιαστική εμπλοκή του ανθρώπινου δέκτη στην εξέλιξη της ιστορίας – ο θεατής δεν κρατάει το χειριστήριο στο χέρι. Ίσως φταίνε τα φεγγάρια, που λέει και η Ελένη Βιτάλη. Το σίγουρο είναι ότι η μέρα που μια διασκευή βιντεοπαιχνιδιού θα διεκδικήσει Όσκαρ σε μεγάλες κατηγορίες, δεν φαίνεται καθόλου κοντινή. Αυτό ενδέχεται να αλλάξει στο μέλλον, καθώς με την ανάπτυξη που γνωρίζει η βιομηχανία του gaming, σε συνδυασμό με την ύφεση της κινηματογραφικής, ίσως έρθει ένας νέος, διαδραστικός τύπος σινεμά που θα επικρατήσει έναντι του παραδοσιακού. Μέχρι τότε, όμως, ραντεβού στα (ψηφιακά) ουφάδικα.