Υπενθυμίζουμε πως την Παρασκευή 10/10 στις 18:00 θα πραγματοποιηθεί στο ΟΛΥΜΠΙΑ η Απονομή Τιμητικού Βραβείου στον σκηνοθέτη Νιλ Τζόρνταν για το σύνολο του έργου του. Θα προσφερθεί κοκτέιλ υποδοχής από την Ιρλανδική Πρεσβεία για τους θεατές της προβολής «Το Τέλος μιας Σχέσης», παρουσία του σκηνοθέτη. Η προβολή θα ξεκινήσει στις 19:00.
Πώς αισθάνεστε για την επερχόμενη βράβευσή σας από το Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Αθηνών «Νύχτες Πρεμιέρας» με το Τιμητικό Βραβείο για τη συνολική προσφορά σας στον κινηματογράφο;
Λοιπόν, δεν είχα ξαναβρεθεί ποτέ στη χώρα σας και δεν είχα ιδέα ότι βλέπουν τις ταινίες μου στην Ελλάδα! Είμαι ενθουσιασμένος που βρίσκομαι εδώ και που συνειδητοποιώ πως οι ταινίες μου σημαίνουν τόσα πολλά για το ελληνικό κοινό. Είμαι πραγματικά ενθουσιασμένος που είμαι εδώ και που θα μου απονεμηθεί αυτό το βραβείο.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου η αφήγηση βαδίζει χέρι-χέρι με το φολκλόρ και τους τοπικούς θρύλους. Εσείς γεννηθήκατε στην Ιρλανδία, μια χώρα ακραίας φύσης, ποικίλων λαϊκών παραδόσεων και ιστοριών που μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία με την Ελλάδα ως προς τους μύθους της. Πώς έχει επηρεάσει αυτή η φαντασιακή μυθολογία της χώρας σας τις ταινίες σας;
Προέρχομαι από μια χώρα που βασίζεται στις δεισιδαιμονίες. Η Ελλάδα είναι η χώρα που εφηύρε τον κόσμο. Δεν τον εφηύραμε εμείς στην Ιρλανδία, ξέρετε. Εσείς εφηύρατε τον σύγχρονο κόσμο. Εγώ έρχομαι από μια χώρα όπου ο πραγματικός κόσμος φάνταζε λιγότερο σημαντικός από τον φανταστικό κόσμο και αυτό οφείλεται στους Κέλτικους θρύλους και στις ιστορίες φαντασμάτων με τις οποίες μεγάλωσα. Γι’ αυτό οι ταινίες μου ασχολούνται τόσο συχνά με τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας.
Έχετε πει σε συνέντευξή σας το εξής: «Δεν ανακάλυψα τη λογική, παρά μονάχα όταν πήγα στην Αγγλία». Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να συμβιβάσετε στο έργο σας αυτές τις δυο διαφορετικές πλευρές στη δουλειά σας – τις παραδόσεις της Ιρλανδίας, αυτές με τις οποίες γαλουχηθήκατε και τον ορθολογισμό του υπόλοιπου κόσμου;
Δύσκολη ερώτηση αυτή. Όταν γεννήθηκα το 1950 η Ιρλανδία ήταν πολύ φτωχή. Όταν, λοιπόν, ήμουν 20 χρονών έκανα μια αίτηση για να πάω σε μια κινηματογραφική σχολή στην Αγγλία, έγινα δεκτός, αλλά δεν είχα τα χρήματα να πάω, γιατί ουσιαστικά είχα μεγαλώσει σε μια εξαιρετικά φτωχική χώρα. Όταν πήγα τελικά στην Αγγλία, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση μιας πολύ σκληρής χώρας, λες και η κυβέρνηση δεν νοιαζόταν καθόλου για τους πολίτες της.
Η πρώτη φορά που πήγα ήταν στην εποχή των Beatles και των Rolling Stones και μου έκανε τεράστια εντύπωση το γεγονός ότι οι άνθρωποι εκεί σου έλεγαν ποια ήταν τα δικαιώματά σου. Δεν είχα βιώσει ποτέ κάτι τέτοιο μεγαλώνοντας στην Ιρλανδία. Η Αγγλία ήταν μια χώρα που λειτουργούσε πολύ περισσότερο βάση της λογικής, τουλάχιστον σε σχέση με τη δική μου χώρα.
Στην Αγγλία ξεκίνησα ουσιαστικά την καριέρα μου. Η πρώτη ταινία που έκανα, το «Angel», έγινε για το Channel 4, ενώ η δεύτερη ταινία μου («Η Παρέα των Λύκων») και η τρίτη («Mona Lisa») χρηματοδοτήθηκαν από την Αγγλία. Ουσιαστικά τα πράγματα έγιναν πιο εύκολα στην καριέρα μου λόγω της Μεγάλης Βρετανίας.
Ήταν μια καλή συνεργασία ανάμεσα στην ελαφρώς παρανοϊκή, ιρλανδική φαντασία και την αγγλική λογική. Κάπως έβρισκες τον τρόπο να φέρεις και τις δυο αυτές πτυχές στις ταινίες σου. Ποτέ μου όμως δεν έκανα μια ρεαλιστική ταινία με τον τρόπο που κάνει ο Κεν Λόουτς ή ο Στίβεν Φρίαρς, για παράδειγμα, πολύ δυναμικές, πολύ ρεαλιστικές ταινίες που βασίζονται στους χαρακτήρες τους. Δεν είναι έτσι οι δικές μου ταινίες.
Μεγαλώσατε σε μια κοινωνικοπολιτικά ταραχώδη εποχή στην Ιρλανδία, που κράτησε πολλά χρόνια, τα επονομαζόμενα The Troubles. Πώς σας επηρέασε αυτή η κατάσταση ως προς τη γραφή των χαρακτήρων σας;
Έχω κάνει τέσσερεις ταινίες που ασχολούνται με τη πολιτική βία – «Angel», «Το Παιχνίδι των Λυγμών», «Μάικλ Κόλινς, Ο Επαναστάτης» και «Breakfast on Pluto» - γιατί αυτή ήταν η ιστορία της χώρας στην οποία μεγάλωσα. Ήταν ένα μέρος όπου οι πολιτικές απόψεις οδηγούσαν στη βία και τον θάνατο, συνεπώς θα ήταν πολύ περίεργο από μέρους μου το να μην υπήρχε αυτή η ιστορική καταγραφή στις ταινίες μου με κάποιον τρόπο.
Ναι βέβαια. Βρέθηκα στην Ιρλανδία πέρσι και μπορείς να δεις το ιστορικό της παρελθόν παντού. Η δε επίσκεψη στο Μπέλφαστ ήταν συγκλονιστική.
Ναι, είναι πολύ παράξενο. Με τη γυναίκα μου έπρεπε να γυρίσουμε πίσω στην Ιρλανδία ενώ ζούσαμε στο Λονδίνο, γιατί ο θείος της σκοτώθηκε από μια βόμβα σε έναν δρόμο του Δουβλίνου. Βέβαια αυτά που ζήσαμε εμείς, δεν έχουν καμία σχέση με το εύρος του τρόμου και του θανάτου που βιώνουν καθημερινά οι Παλαιστίνιοι στη Γάζα, πίστεψέ με.
Ναι, δεν μπορεί να χωρέσει ανθρώπινος νους το τι συμβαίνει εκεί.
Έχετε ασχοληθεί με διαφορετικά κινηματογραφικά είδη – νουάρ, δράμα, φαντασίας, ρομάντζο, θρίλερ. Υπάρχει κάποιο είδος που κρατάει ξεχωριστή θέση στην καρδιά σας;
Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι ο κινηματογράφος είναι ένα μεγάλο σπίτι με πολλά δωμάτια. Στο ένα δωμάτιο είναι το νουάρ, στο άλλο ο τρόμος, στο άλλο το μιούζικαλ, σε ένα άλλο το γουέστερν – αυτά τα δυο δωμάτια δεν τα έχω επισκεφτεί ακόμα.
Το πολύ ωραίο με τις ταινίες είναι πως μπορείς να παίξεις με τα είδη. Κάθε είδος έχει διαφορετική γλώσσα, δεν συμβαίνει το ίδιο όταν γράφεις μυθοπλασία και το γνωρίζω αυτό γιατί είμαι και συγγραφέας. Νομίζω πως η έμπνευσή μου είναι πιο χαρούμενη όταν βρίσκομαι κάπου μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας.
Μου δίνετε και πάσα για την επόμενή μου ερώτηση. Εκτός από κινηματογραφιστής είστε και συγγραφέας. Έχει βοηθήσει αυτό στην κατασκευή των ιστοριών για τις ταινίες σας;
Όχι, δεν νομίζω πως με έχει βοηθήσει καθόλου! Ξέρεις, ξεκίνησα ως μυθιστοριογράφος, αλλά από τη στιγμή που έκανα την πρώτη μου ταινία, ο κόσμος το ξέχασε αυτό, είναι πραγματικά περίεργο αυτό. Εγώ συνέχιζα να γράφω βιβλία όσο έκανα ταινίες, αλλά κάθε φορά που ένα καινούργιο μου μυθιστόρημα δημοσιευόταν, ο κόσμος έλεγε «Α, δεν ξέραμε ότι είσαι και συγγραφέας». Στον σύγχρονο κόσμο αν είσαι περισσότερα από ένα πράγματα, ο κόσμος μπερδεύεται. Μάλιστα μόλις ολοκλήρωσα ένα καινούργιο μυθιστόρημα το οποίο θα κυκλοφορήσει μετά τα Χριστούγεννα. Λέγεται «The Library of Traumatic Memory», λαμβάνει χώρα στην Ιρλανδία και ανήκει στο είδος του sci-fi.
Έχω μια ερώτηση για εσάς που μου γεννήθηκε παρακολουθώντας μια συγκεκριμένη ταινία στις Νύχτες Πρεμιέρας. Πρόκειται για το «Resurrection» του Κινέζου δημιουργού Μπι Γκαν. Σε κάποια, λοιπόν, σκηνή της ταινίας του, μπορεί κανείς να παρατηρήσει πάνω σε έναν ημιφωτισμένο τοίχο, μια αφίσα της ταινίας σας «Συνέντευξη Με Έναν Βρικόλακα». Φανταστήκατε ποτέ πως κάποια στιγμή θα αποτελούσατε έμπνευση για άλλους δημιουργούς;
Όχι ποτέ. Εννοείς το πώς έβλεπα εγώ τον Αντονιόνι, για παράδειγμα, ή τον Νίκολας Ρέι. Όταν ξεκίνησα να κάνω ταινίες, αυτοί οι τύποι ήταν σαν θεοί για εμένα. Ποτέ στη ζωή μου δεν φαντάστηκα πως κάποιος θα με έβλεπε με τον ίδιο τρόπο όπως εγώ αυτούς τους ανθρώπους.
Θα ήθελα να κλείσω με ένα μήνυμα από έναν φίλο. Μου είπε ότι σας ευχαριστεί που δώσατε στον «Bob le flambeur» το χαρούμενο τέλος του.
Α, μα το έχει δει; Τι ωραία! Χαίρομαι που κάποιος έχει δει αυτήν την ταινία. Πιστεύω πάντως πως και το original «Bob le flambeur» έχει χαρούμενο τέλος, ότι και οι δυο ταινίες έχουν.