Σε νουάρ μονοπάτια: Ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο και το ονειρικό καστ του «Nightmare Alley» μιλούν στο ΣΙΝΕΜΑ

Σινεφίλ, φαντασιόπληκτος και πολυβραβευμένος, ο αγαπημένος Μεξικάνος παραμυθάς επιστρέφει 20 Ιανουαρίου με το «Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών», ένα σαγηνευτικό φιλμ νουάρ με ένα λαμπερό, ιδανικό καστ. Βρεθήκαμε στην virtual Συνέντευξη Τύπου της ταινίας και σας καλούμε να περπατήσετε παρέα μας το «Nightmare Alley».

Από τον Πάνο Γκένα
Σε νουάρ μονοπάτια: Ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο και το ονειρικό καστ του «Nightmare Alley» μιλούν στο ΣΙΝΕΜΑ

Πέντε χρόνια μετά τον οσκαρικό θρίαμβο της «Μορφής του Νερού», ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, ο ποιητής του σκοτεινού υποσυνείδητου, ο ευρηματικός σχολιαστής της Ιστορίας, o αξιολάτρευτος, αθεράπευτος σινεφίλ, επιστρέφει με μυστηριώδεις χαρακτήρες, νοτισμένες εικόνες νουάρ, ατμοσφαιρική δράση, ονειρική σκηνογραφία κι ένα αξιοζήλευτο, ταλαντούχο καστ ηθοποιών. 

Στο «Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών», ο οραματιστής ντελ Τόρο ακολουθεί το ταξίδι ενός καρναβαλικού θιάσου της δεκαετίας του 1930, ένα βασίλειο ψευδαισθήσεων και θαυμάτων, σε πλήρη αντίθεση με την πολυτέλεια της Νέας Υόρκης, όπου ελλοχεύουν η αποπλάνηση και η προδοσία. Στο κέντρο όλων ο Στάντον Κάρλαϊλ (ο Μπράντλεϊ Κούπερ σε μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του), ένας γοητευτικός άντρας που «πουλά την ψυχή» την για να μάθει την τέχνη της «εξαπάτησης» και μεταμορφώνεται σε έναν χαρισματικό σόουμαν που (πιστεύει πως) μπορεί να χειριστεί αριστοτεχνικά ανθρώπους και μοίρα. Στο μονοπάτι της παραληρηματικής του ανέλιξης, ο ντελ Τόρο συστήνει το εκθαμβωτικό του καστ (Κέιτ Μπλάνσετ, Ρούνι Μάρα, Ρίτσαρντ Τζένκινς, Τόνι Κολέτ, Γουίλεμ Νταφό, Ρον Πέρλμαν, Μάικλ Σάνον) και σχολιάζει την εκτροχιασμένη, απερίσκεπτη πορεία του Αμερικανικού Ονείρου.

Η ταινία ιχνηλατεί το ομώνυμο, φαταλιστικό μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Λίντσεϊ Γκρέσαμ, που είχε μεταφερθεί ξανά στο σινεμά το 1947 από τον Έντμουντ Γκούλντινγκ, σκηνοθέτη του βραβευμένου με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας «Grand Hotel». Εδώ ο ντελ Τόρο, με προφανή έλξη στις μακάβριες εικόνες και στο μυστήριο της ανθρώπινης φύσης, εξερευνά τα όρια ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα, στην απόγνωση και τον έλεγχο, στην επιτυχία και την τραγωδία, υπογράφοντας την σεναριακή διασκευή με την πρώην μούσα (και πρώην σύντροφο) του Γκάι Μάντιν, Κιμ Μόργκαν.

Στις αρχές του Δεκέμβρη 2021, λίγες μέρες πριν την επίσημη έξοδο του «Nightmare Alley» στις αμερικανικές αίθουσες, το ΣΙΝΕΜΑ είχε την τύχη να παρευρεθεί στην Συνέντευξη Τύπου της ταινίας, παρουσία των Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, Ρούνι Μάρα, Γουίλεμ Νταφό, Ρίτσαρντ Τζένκινς και Ντέιβιντ Στραδέρν μεταξύ άλλων. 

Το σκοτάδι περιμένει όσους το αναζητούν

«Βρίσκω το Αμερικανικό Όνειρο μία απίστευτη γεννήτρια εφιαλτών», σχολιάζει ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο για τον θεματικό πυρήνα της ταινίας του. «Ήταν σημαντικό να φανεί πως ο κεντρικός χαρακτήρας απέχει δύο βήματα από το να χάσει τα πάντα σε όλη την ταινία. Ο ίδιος είναι ένα ψέμα. Δεν θωρακίζεται από την αλήθεια, άρα είναι πάντα σε κίνδυνο».

Δημιουργός που συχνά αποτίει φόρο τιμής στο σινεμά μέσα από τις ταινίες του (με αποκορύφωμα τη «Μορφή του Νερού»), εδώ φλερτάρει με το δοξασμένο φιλμ-νουάρ του κλασικού Χόλιγουντ. «Όταν ήμουν μικρός, ήθελα να κάνω ταινίες τρόμου και νουάρ. Αυτές οι ταινίες ήταν οι πρώτες μου αγάπες. Είχα σκηνοθετήσει μάλιστα μία μικρού μήκους με διεφθαρμένους αστυνομικούς στην επαρχία του Μεξικού. Πάνω απ’ όλα λατρεύω το λογοτεχνικό είδος, την συγκεκριμένη γραφή, τον Τζέιμς Μ. Κάιν, τον Ντόναλντ Γουέστλεϊκ, τις αστυνομικές ιστορίες, τον Τσάντλερ, τον Τζέιμς Χάντλεϊ Τσέις και ούτω καθεξής. Στη συνέχεια ήρθε το νεο-νουάρ από την Ευρώπη. Ξέρεις, όλοι οι Ιταλοί, όπως ο Μάσιμο Καρλότο. Νομίζω πως είναι ένα είδος, όπως και ο τρόμος, που ξεσκίζει την προσποίηση της κανονικότητας και εκθέτει ωμά, ηθικά διλήμματα. Είναι κατά κάποιο τρόπο ένα είδος παραβολής και εύρισκα πάντα ενδιαφέρον το ότι αντανακλούσαν την εποχή τους. Μπορείς να δεις μια ταινία του είδους μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ και να πάρεις την αίσθηση της εποχής, το άγχος της. Στη συνέχεια να δεις για παράδειγμα το «The Long Goodbye» με τον Έλιοτ Γκουλντ  και να καταλάβεις πως πρόκειται για την περίοδο μετά το Βιετνάμ. Είναι ένα κινηματογραφικό είδος σε πλήρη συνάφεια με όσα συμβαίνουν επίκαιρα».

Ποια στοιχεία ήταν αυτά που εξέλιξαν την αισθητική της ταινίας, δεδομένου πως πρόκειται για μία ιστορία εξαπάτησης, μία αφήγηση που φλερτάρει με την πραγματικότητα και το όνειρο; «Οι κύκλοι πλαισιώνουν τον χαρακτήρα του Σταν όλη την ώρα. Οι καθρέφτες επίσης δημιουργούν αντανακλάσεις και μετά, όταν πάει στην πόλη, όλα είναι μονόδρομος. Η ταινία εγκαταλείπει το κόκκινο χρώμα, όταν ο Στάνλεϊ φεύγει από το καρναβάλι και τα μόνα τέσσερα πράγματα με κόκκινο χρώμα στην πόλη είναι το φόρεμα της Μόλι, τα χείλη της Λίλιθ, ο Στρατός της Σωτηρίας και φυσικά το αίμα. Και αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχει πουθενά αλλού κόκκινο και μπορείτε να δείτε την ταινία όσες φορές θέλετε. Α! Υπάρχει μια λάμπα σε ένα ασανσέρ, συγγνώμη» λέει ο ντελ Τόρο γελώντας και συνεχίζει «Η κάμερα δεν είναι ποτέ ψηλά, σαν να διατηρούμε σχεδόν όλη την ώρα την υποκειμενική ματιά ενός παιδιού, σαν να προσπαθείς να κοιτάξεις πάνω από τον ώμο κάποιου. Επίσης γύρισα πολλές σκηνές με τους χαρακτήρες να είναι πλάτη, όπως οι κρυμμένες αποκαλύψεις που έρχονται σιγά-σιγά στο προσκήνιο».

Στο «Μονοπάτι» ο χαρακτήρας του Μπράντλεϊ Κούπερ συναντά τρεις μυστηριώδεις γυναίκες και τρεις πατρικές φιγούρες. «Ήταν πολύ σημαντικό να υπάρχει η συμμετρία τριών γυναικών και τριών ανδρικών φιγούρων για τον Σταν», δηλώνει ο σκηνοθέτης. Αυτοί οι χαρακτήρες γεμίζουν τον κενό χώρο του και δημιουργούν προβολές. Ένας από τους λόγους που επέλεξα τον Μπράντλεϊ Κούπερ είναι γιατί μοιάζει με σταρ του σινεμά των δεκαετιών του '30 και του '40, Στην ταινία, είχαμε συζητήσει λεπτομερώς με την Κιμ, με την οποία συνυπογράφουμε το σενάριο, πως θέλαμε αρχέτυπα».

«Εκτιμώ πραγματικά το γεγονός πως υπήρχαν αυτά τα αρχέτυπα», σχολιάζει η Ρούνι Μάρα, που υποδύεται με ηλεκτρισμένο ένστικτο και γενναιόδωρη ζεστασιά τη νεαρή Μόλι, μία περφόρμερ του θιάσου που μπορεί να απορροφά την «ηλεκτρική ενέργεια». «Πολλές φορές στον κινηματογράφο, οι γυναίκες μειώνονται στο αρχέτυπό τους, σε ένα στερεότυπο. Εδώ και οι τρεις αντιπροσωπεύουν τρία διαφορετικά αρχέτυπα, αλλά είναι πλήρεις, ολοκληρωμένοι χαρακτήρες. Δεν ξέρω αν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό, αλλά ο Γκιγιέρμο έγραψε λεπτομερείς βιογραφίες των χαρακτήρων μας. Για ‘μένα, τότε ήταν που όλα έκαναν κλικ, όταν τη διάβασα. Μπορεί να φαίνεται ανούσιο σε μερικούς, αλλά αυτό με έκανε να νιώσω αληθινό τον χαρακτήρα της Μόλι. Η ανάγνωση αυτής της μικρής βιογραφίας ήταν σαν να μάθαινα σημαντικά πράγματα για την ίδια. Νομίζω ότι το όμορφο με τη Μόλι είναι ότι έχει την ικανότητα να αγαπά και να συμπονά οποιονδήποτε άνθρωπο. Ακόμα και στις χειρότερες στιγμές τους».

Η ταινία σηματοδοτεί την δεύτερη συνεργασία του ντελ Τόρο με τον περίφημο καρατερίστα Ρίτσαρντ Τζένκινς, ο οποίος είχε προταθεί για Όσκαρ Β’ Αντρικού με την «Μορφή του Νερού» και εδώ υποδύεται τον Έζρα Γκριντλ, έναν πλούσιο βιομήχανο, στοιχειωμένο από τον θάνατο της γυναίκας που αγάπησε πολύ. «Διάβασα την μικρή βιογραφία που είχε ετοιμάσει για ‘μένα ο Γκιγιέρμο. Πρόκειται για έναν χαρακτήρα που προσπαθεί να συνδεθεί ουσιαστικά με ένα όραμα, να έρθει αντιμέτωπος με όσους είναι υπεύθυνοι για τον θάνατο αυτής που αγάπησε. Αφιερώνει όλη την ζωή του σε αυτό και μετά τους βλέπει…και αντιλαμβάνεται την ψευδαίσθηση. Με ενδιέφερε πάρα πολύ να το εξερευνήσω», σχολιάζει ο Τζένκινς. 

Αντίθετα από τους υπόλοιπους, ο Γουίλεμ Νταφό, ο αινιγματικός κράχτης του καρναβαλιού στο «Μονοπάτι» δεν έλαβε σύντομη βιογραφία για τον χαρακτήρα του. «Όχι, όχι [γέλια] δεν μου έδωσε βιογραφικό, ούτε κάποια κινηματογραφική πρόταση. Παίξαμε όμως πολύ κατά την διάρκεια των γυρισμάτων».

Ο Νταφό στην ταινία είναι ο Κλεμ Χότλεϊ, ο τραχύς μάνατζερ του θιάσου που δίνει πρόθυμα μία ευκαιρία στον Στάντον. Με τις δίχρωμες μπότες με τακούνι και το χρυσοκόκκινο παλτό του, παραδίδει για άλλη μία φορά έναν «πολύχρωμο» ερμηνευτικά χαρακτήρα. «Από παιδί έχω έντονες αναμνήσεις με καρναβαλιστές, ιδιαίτερους ανθρώπους σε παραστάσεις που ήταν κάπως σκοτεινές, ρομαντικές φιγούρες. Ήταν λίγο τρομακτικοί, αλλά και κάπως γοητευτικοί. Στα παιδικά μου μάτια έμοιαζαν με ταξιδιώτες που κουβαλούσαν την δική τους ιστορία. Έχω, λοιπόν, μια αρκετά δυνατή εντύπωση για το πώς θα ήταν να είσαι ένας καρναβαλιστής». 

Ο Κλεμ δίνει καταφύγιο στον Στάντον, αλλά δεν κρύβει τα βάθη του δικού του σκοταδιού με την σκληρή μεταχείριση του θιάσου. Τι έχει να πει ο Νταφό για όλους όσους θεωρούν πως συνήθως είναι ο «κακός της υπόθεσης»; «Δεν μπορείς να κρίνεις τον χαρακτήρα, μπορείς απλά να του δώσεις ευκαιρίες [γελάει]. Είναι πραγματιστής και έχει μία σκοτεινή, μοιρολατρική άποψη για τον κόσμο. Είναι ένας απρόβλεπτος, ελαττωματικός άνθρωπος και δεν είναι η δουλειά μου να τον κρίνω ηθικά. Δουλειά μου είναι να προσπαθήσω να τον φανταστώ ως ένα άτομο ικανό για πολλές, αντιφατικές συμπεριφορές».

Γιατί όμως οι «κακοί» είναι και οι πιο αξιομνημόνευτοι χαρακτήρες της φιλμογραφίας του; «Όταν σκέφτεσαι τρόπους για να προσεγγίσεις έναν ”κακό”, κατευθύνεσαι σε ένα πλαίσιο που μπορεί να σε απαλλάξει από μερικές φοβίες. Οπότε νομίζω ότι το να υποδύεσαι κακούς χαρακτήρες, ειρωνικά, σε μετατρέπει σε άγγελο. [γελάει] Συγγνώμη, αλλά έπρεπε να κάνω ένα αστείο! Οι κατ' εξοχήν κακοί είναι πιο διασκεδαστικοί γιατί θέτουν σε λειτουργία την ιστορία, παρότι μερικές φορές μπορεί να είναι επίπεδοι. Ο κόσμος μου λέει πολλές φορές "Ω, παίζεις τόσους κακούς"! Στο σύνολο της φιλμογραφίας μου στοιχηματίζω πως έχω παίξει περισσότερους ηθικούς, καλούς ανθρώπους απ’ ότι κακούς. E, λοιπόν, νομίζω πως οι περισσότεροι αγαπούν τον κακό και ίσως γι’ αυτό μένουν στην μνήμη. Τι να πω!».

Ηθοποιός με πληθώρα δυνατών συνεργασιών, ο Νταφό ξεχωρίζει στο σινεμά του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο την αίσθηση της συμπόνιας και της αλληλεγγύης. «Ανακατεύει τα κινηματογραφικά είδη και δημιουργεί υβρίδια. Αυτό είναι κάτι πολύ ενδιαφέρον στις ταινίες του. Τον απασχολούν περίεργα πλάσματα και κοινωνικά αταίριαστοι, τέρατα και άνθρωποι που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας. Το εκτιμώ πολύ, γιατί εξανθρωπίζει αυτά τα πλάσματα και μέσα από τις ταινίες του προβάλει την κατανόηση».

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Ντέιβιντ Στραδέρν που υποδύεται τον σύζυγο της Ζίνα (Τόνι Κολέτ), τον πνευματιστή Πιτ Κράμπειν, συμφωνεί πως «Ο Γκιγιέρμο είναι εξαιρετικά γενναιόδωρος και μοιράζεται το όραμά του με άφθονους τρόπους. Πρώτα απ’ όλα ισορροπεί και συνδυάζει φανταστικά τοπία με μυθικούς, ρομαντικούς, μυστηριώδεις, τερατώδεις σκοτεινούς κόσμους με λεπτομέρεια. Η ψευδαίσθησή του είναι πραγματικά απτή και όμως την ίδια στιγμή, μπορεί να χωρέσει αληθινούς ανθρώπους εκεί μέσα. Η αγάπη που τρέφει για τους χαρακτήρες που δημιουργεί είναι τεράστια και αυτό κάνει τις ταινίες του ξεχωριστές. Είστε συγκλονισμένοι με τον κόσμο που έχει δημιουργήσει και ταυτόχρονα έχετε επενδύσει πλήρως στους χαρακτήρες του. Είναι κάτι πολύ δύσκολο αυτό που κάνει και είναι μαέστρος. Μου παρέδωσε μία πλήρη βιογραφία της ζωής του Πιτ, πράγματα που αφορούσαν τον χαρακτήρα, τη γνωριμία του με την Ζίνα, για την κατηφόρα της καριέρας του. Ο Γκιγιέρμο ήταν η άμεση πηγή όλων».

Ο Πιτ και η Ζίνα αγκαλιάζουν τον Στάντον ως άλλη οικογένεια. «Με ενθουσίασε το ζήτημα γονεϊκότητας που αναπτύσσει το σενάριο. Έχασε τον πατέρα του και ψάχνει για πατέρα; Ψάχνει για οικογένεια; Στην Ζίνα βλέπει μία ερωμένη ή μία σύντροφο; Προσέγγισα τον χαρακτήρα του Πιτ σαν να πρόκειται για πατρική φιγούρα. Ήταν κρίσιμο για το ταξίδι του Στάντον καθώς ανακαλύπτει τον εαυτό του».

Στην μελαγχολική ερμηνεία του Στραδέρν, μπορεί κάποιος να δει τον Πιτ ως ένα άλτερ έγκο του Στάντον που πήρε όμως διαφορετικό μονοπάτι. «Η δέσμευση που επιδεικνύει ο Μπράντλεϊ στον ρόλο είναι μοναδική. Κουβαλά όλη την ταινία, είναι σχεδόν σε κάθε σκηνή. Μόλις την είδα και είμαι πραγματικά εντυπωσιασμένος. Σε μία σκηνή ο Πιτ προειδοποιεί τον Σταν πως έχει πάρει επικίνδυνο δρόμο, πως έχει αρχίσει να πιστεύει στα δικά του ψέματα. Νομίζω πως σε κάποια φάση της ζωής του ο Πιτ είχε βρεθεί στο ίδιο σταυροδρόμι, αλλά σταμάτησε γιατί κατάλαβε πως δεν ήθελε να κινηθεί προς τα εκεί».

Το «Nightmare Alley» ταλαιπωρήθηκε λόγω πανδημίας και ολοκλήρωσε τα γυρίσματά του σχεδόν ένα χρόνο μετά την έναρξή τους. «Γυρίσαμε πρώτα το δεύτερο μέρος της ταινίας», είχε εξομολογηθεί ο Κούπερ ενώ ο ντελ Τόρο θεωρεί πως οι καθυστερήσεις της πανδημίας αποτέλεσαν «ευλογία» για την ταινία, αφού είχαν τον χρόνο να αναλύσουν καλύτερα τους χαρακτήρες της.

«Το σχέδιό μας ήταν πάντα να γυρίσουμε το δεύτερο μισό της ταινίας πρώτα, επειδή λαμβάνει χώρα τον χειμώνα», εξομολογείται ο παραγωγός της ταινίας Μάιλς Ντέιλ. «Και ξαφνικά συνέβη ο COVID και στα μέσα Μαρτίου (2020) καταλάβαμε πως υπήρχαν πραγματικά προβλήματα ασφάλειας με το συνεργείο. Υπήρχε πολύ άγχος. Και έτσι, ο Μπράντλεϊ, ο Γκιγιέρμο κι εγώ μιλήσαμε με το στούντιο και ουσιαστικά σταματήσαμε την ώρα του μεσημεριανού γεύματος. Είπαμε στο σετ πως “η ασφάλειά σας είναι πιο σημαντική και θα σταματήσουμε μέχρι να μάθουμε περισσότερα. Δεν ξέραμε αν θα ήταν για μια εβδομάδα ή για ένα μήνα. Αποδείχθηκε ότι ήταν τελικά για έξι μήνες. Κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου βρήκαμε τους τρόπους ώστε να συνεχίσουμε χωρίς να θέσουμε σε κίνδυνο κανένα. Αφιερώσαμε χρόνο για δουλέψουμε περισσότερο το σενάριο, το μοντάζ και να συντονίσουμε τα πράγματα. Τις σκηνές του καρναβαλιού θα τις γυρίζαμε αρχικά τον Απρίλιο. Τελικά είχαμε το πλεονέκτημα να επιστρέψουμε μετά από καιρό, με τις βροχές, τον άνεμο και το καλοκαίρι να έχουν επιδράσει στα σκηνικά, και όλα να δείχνουν πιο αυθεντικά. Και ξέρεις κάτι, όλοι οι ηθοποιοί μας γύρισαν παρότι είχαν άλλες υποχρεώσεις πια. Όλοι ήταν αφοσιωμένοι στην ταινία».

INFO
Το «Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών» κυκλοφορεί στις αίθουσες 20 Ιανουαρίου από την Feelgood.