Σταματώντας για λίγο την προετοιμασία της δέκατης τρίτης μεγάλου μήκους ταινίας του με τον καίριο τίτλο «Ψυχραιμία», ο Νίκος Περάκης θυμάται μία προς μία τις ταινίες που τον έχρισαν τον ύστατο ανατόμο της νεοελληνικής φρενίτιδας και όλες εκείνες τις στιγμές που επιβεβαιώνουν αυτό που ανέκαθεν πίστευε: «Ο Θεός συγχωρεί, ο θεατής ποτέ».
«Λούφα Και Παραλλαγή» (1984)
Από τις σημαντικότερες κωμωδίες της ελληνικής οθόνης, βασισμένη σε βιώματα του ίδιου του σκηνοθέτη από την περιπετειώδη στρατιωτική θητεία του, η καλύτερη ταινία του Νίκου Περάκη συστήνει έναν δημιουργό σε απόλυτο έλεγχο του σεναριακού, ερμηνευτικού και σκηνοθετικού υλικού του. Συνάμα έναν άνθρωπο ο οποίος δεν διστάζει να αντλήσει το χιούμορ από τις πιο σκοτεινές σελίδες της μοντέρνας Ιστορίας μας.
"Το σενάριο της «Λούφας», όπως και του «Αρπα Colla», τα έγραψα στο Βερολίνο όπου σαν σκηνογράφος έκτιζα για δεύτερη φορά στη σταδιοδρομία μου το «τείχος του αίσχους» και το Checkpoint Charlie, αλλά κατέβαινα συχνά στην Αθήνα, για να το διαβάσω στον Πανουσόπουλο και τον Τσεμπερόπουλο και να διαπιστώσουμε αν μας καταλαβαίνει και η γενιά του Πολυτεχνείου, γιατί ακόμη πιστεύαμε ότι η θητεία μας στην ΤΕΔ, ήταν μια πολύ προσωπική ιστορία περιορισμένου ενδιαφέροντος, που ίσως να απαιτούσε και τις επαγγελματικές γνώσεις που νομίζαμε ότι είχαμε αποκτήσει. Τελικά φάνηκε ότι οτιδήποτε έχει σχέση με τον στρατό προσφέρεται αν όχι για ταύτιση, τότε για προβολή και ως εκ τούτου για μετάθεση ή απώθηση. Ισως η συλλογική απώθηση της επταετίας, να ήταν κι ο λόγος που η ταινία δεν λειτούργησε μόνο στους φαντάρους της εποχής μου. Ακόμα τώρα με σταματούν στον δρόμο συνομήλικοι, αλλά και πολύ νεότεροι για να μου διηγηθούν κάποια ιστορία τους, συχνά τραγική. Χρειάζεται μεγάλη υπομονή, γιατί είναι κάτι σαν ψυχανάλυση στα όρθια. Με τον καιρό έχω καταλήξει σε ένα ίσως παρακινδυνευμένο συμπέρασμα: Νέοι, καταπιεσμένοι από το σπίτι και το σχολείο, αντιλαμβάνονται τα κενά της στρατιωτικής πειθαρχίας σαν την ελευθερία του τρελού και τη θητεία σαν μια περίοδο άναρχης κι ανεύθυνης ζωής, που θα ήθελαν αν μπορούσαν να συνεχίσουν σαν πολίτες."
«Αρπα Colla» (1982)
Στην πρώτη του μεγάλη επιτυχία σε ελληνικό έδαφος, ο Περάκης υπογράφει μία φρενήρη και οξυδερκή σάτιρα για τον μικρόκοσμο του εγχώριου κινηματογράφου που απέβη όχι μόνο απενοχοποιημένα διασκεδαστική αλλά και απίστευτα καίρια.
"Η «Αρπα Colla» είναι λίγο πολύ αυτό που βίωσα, όταν προσπάθησα να στήσω στην Ελλάδα την παραγωγή «Ιδού Η Μήλος». Επειδή έψαχνα συμπαραγωγούς άρχισα τις μάταιες επαφές μου με το υπουργείο Βιομηχανίας, συγκεκριμένα τη Διεύθυνση Αλυκών στην οποία υπαγόταν τότε ο κινηματογράφος, για να περάσω και από το νεοσύστατο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και να καταλήξω στο γραφείο ενός πρωτοεμφανιζόμενου αλλά δυναμικού -και συντοπίτη μου- παραγωγού ο οποίος μόλις είχε ολοκληρώσει τη «Βαλίτσα Του Παπά» και ενδιαφερόταν για ξένες συμπαραγωγές και το καστ της ταινίας Αντρέα Φερεόλ και Βερούσκα. Απογοητεύτηκε όταν του εξήγησα ότι και οι δύο θα έρθουν μόνο για τα γυρίσματα στη Μήλο και ότι δεν έχω τρίτο γυναικείο ρόλο για μια ταλαντούχα ξανθιά που περίμενε στον καναπέ, όσο κουβεντιάζαμε την συμπαραγωγή που ποτέ δεν έγινε. Την ξανθιά δεν την ξανασυνάντησα, αλλά βλέπω ακόμα την εικόνα της, κάτω από τα εικονίσματα και τις φωτογραφίες δεσποτάδων και κινηματογραφικών αστέρων, όπως Σοφία Λόρεν και Τζίνα Λολομπρίτζιτα, με προσωπική αφιέρωση. Το ντεκόρ που στήσαμε δύο χρόνια αργότερα για να γυρίσουμε την σκηνή με τον Νίκο Ρίζο δεν είχε φυσικά καμία σχέση με το πρωτότυπο και έτσι άφησα όλη τη σκηνή επάνω του."
«Βίος Και Πολιτεία» (1987)
Εισάγοντας από το εξωτερικό τον όρο «dramedy» και μεταφράζοντάς τον στα ελληνικά, ο σκηνοθέτης εξισορροπεί το αστείο και το σοβαρό σε μια πολυφωνική όσο και μελαγχολική ταινία πάνω στο νεοελληνικό παράλογο.
"Η ταινία θα έπρεπε να λέγεται «Μετά είκοσι έτη», αλλά με πρόλαβε ο Αλέξανδρος Δουμάς. Είναι η φυσική εξέλιξη των βασικών χαρακτήρων της «Λούφας» μέσα στις κοινωνικές συνθήκες που επικράτησαν μετά τη μεταπολίτευση. Μετά τη «Λούφα» και την αρνητική αντιμετώπισή της από το κύκλωμα που διαμορφώνει αυτό που λέμε κοινή γνώμη, πήρα πάλι τα βουνά, για την ακρίβεια πήγα για τρεις μήνες στην ζούγκλα της Ταϊλάνδης να στήσω ένα ανθρακωρυχείο, ντεκόρ για έναν Τζόζεφ Κόνραντ («Victory»).
«Λούφα Και Παραλλαγή: Σειρήνες Στο Αιγαίο» (2005)
Ενάμιση εκατομμύριο εισιτήρια μετά, ο Περάκης κερδίζει τα πρωτεία του μοναδικού σκηνοθέτη που ξέρει να χειρίζεται τόσο ανακουφιστικά τη σοβαροφάνεια των εθνικών μας ζητημάτων και ψυχώσεων.
"Στις «Σειρήνες» είχα τύχη βουνό, γιατί στη φάση της χρηματοδότησης συνάντησα σοβαρά προβλήματα λόγω της απόρριψης της συμπαραγωγής από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, με βαρύ κι αδιάσειστο σκεπτικό, όπως «ανθελληνικές θέσεις» και -το χειρότερο- δύσληπτο ή ακατάληπτο σενάριο. Μετά απ αυτό δεν περίμενα να δω οικογένειες στα σινεμά... και σε καμία περίπτωση τόσο πολλές. Φυσικά -κι όπως πάντα- υπήρξε μεγάλη καχυποψία από τον σκληρό πυρήνα της κινηματογραφικής κριτικής και τώρα που το ξανασκέπτομαι, ίσως φταίω και γω για την άνετη είσοδο του ΛΑΟΣ στη βουλή. Φοβάμαι ότι σε μερικά χρόνια το Ε στο Κέντρο Κινηματογράφου θα σημαίνει Εθνικό. Οπως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το μάρκετινγκ άρχισε να «επικοινωνεί» τα πολιτιστικά του προϊόντα στο target group Ελληνες. Θυμάμαι τι μου είχαν σύρει το 84, όταν είχα προσθέσει στον τίτλο «ΛΟΥΦΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ» τον υπότιτλο «Η εθνική μας τραγωδία, τώρα και κωμωδία». Ακόμη και για εθνική προδοσία με είχαν καταγγείλει και για διακωμώδηση του Ελληνα αξιωματικού. Αυτός ήταν κι ο λόγος που οι «Σειρήνες» διαδραματίζονται Δεκαπενταύγουστο, ώστε να μην υπάρχουν αξιωματικοί στη μονάδα. Εκτός από έναν πολύ cool λοκατζή. Παρ όλα αυτά, την επιβράβευση που με γέμισε εθνική υπερηφάνεια την πήρα από έναν Τούρκο διανομέα, ο οποίος ήθελε να βγάλει την ταινία στην Τουρκία με 20 κόπιες, αλλά μόλις του έστειλα το DVD με τους τουρκικούς υποτίτλους δεν ξανακούστηκε."
«Προστάτης Οικογενείας» (1997)
Μετά από 10 χρόνια (ανεξήγητης;) απουσίας από το σινεμά, η επιστροφή του Περάκη στη μεγάλη οθόνη σημειώνεται με αυτό το ισοπεδωτικό σχόλιο πάνω στον κόσμο των Μ.Μ.Ε. που μεταφράζει στυλιστικά το χάος που επικαλείται.
"Τον «Προστάτη» τον έγραψα και τον γύρισα για να τιμωρήσω τον εαυτό μου, που ασχολήθηκε σχεδόν ένα χρόνο με ένα ντοκιμαντέρ με θέμα την αγάπη μου για τη σημερινή Αθήνα και την αφοσίωσή μου στην αθηναϊκή δημοκρατία, την αρχαία εννοείται και όχι τη νέα. Πονεμένη ιστορία, γιατί στο τέλος γύρισα με το ζόρι και μια σκηνή με τον γνωστό για τα αντιδημοκρατικά του φρονήματα Σωκράτη, μόνο και μόνο επειδή αρέσει στους Ευρωπαίους ανθρωπιστές το «ουδείς εκών κακός». Είχα αναγκασθεί για πολλά χρόνια να βιοπορίζομαι από διαφημιστικά ή production design για ταινίες φίλων, όπως το «Voyager» ή «Ηomo Faber» του Σλέντορφ, για τον οποίο περιπλανήθηκα ανά την υφήλιο πάνω από ένα χρόνο. Ετσι κι αλλιώς οι αίθουσες στην Ελλάδα έκλειναν, η κινηματογραφική παραγωγή ανύπαρκτη, το χρήμα μαύρο και τα ιδιωτικά κανάλια στις δόξες τους. Μέσα σ' αυτό το κλίμα ένας νέος λογοτέχνης που θεωρεί ότι είναι αρκετά διανοούμενος και ταλαντούχος προσπαθεί να βιώσει τον κόσμο που τον περιβάλει, αλλά το trash τον εκδικείται. Για να γίνει το trash πιο αυθεντικό, γυρίσαμε ολόκληρα ρεπορτάζ και βιογραφικά χρησιμοποιώντας αρχειακά υλικά και την ψηφιακή τεχνολογία, που ως τότε χρησιμοποιούσαμε μόνο στη διαφήμιση."
«Θηλυκή Εταιρεία» (1999)
Οι σεξουαλικές νευρώσεις της ελληνικής επαρχίας σε μία κωμωδία που κινδυνεύει συχνά να εκτροχιαστεί στα επίπεδα της απλοϊκής φάρσας. Τη σώζουν -ανάμεσα σε άλλα- το σποραδικά εμπνευσμένο σενάριο και η θαυμάσια Σόφη Ζαννίνου.
"Τη «Θηλυκή Εταιρεία» τη γύρισα για να βουλώσω τα στόματα όσων με κατηγορούσαν για μισογυνισμό και σοβινισμό, αφού σε όλες τις προηγούμενες ταινίες μου οι βασικοί χαρακτήρες ήταν άνδρες και οι ηρωίδες μου ποτέ σεξουαλικά χειραφετημένες γυναίκες. Τώρα, το αν το κατάφερα μ αυτή την ταινία, είναι ένα άλλο και μεγάλο θέμα, για το οποίο δεν θα ήθελα να απολογηθώ στους αναγνώστες σας. Και ενώ το έναυσμα ήταν η περίφημη, αλλά ποτέ δημοσιογραφικά διασταυρωμένη υπόθεση της Λάρισας, πέρασα μερικούς μήνες άγχους και αγωνίας, γιατί καθ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων, τα τηλεοπτικά δελτία και οι εφημερίδες οργίαζαν με παρόμοια κρούσματα σε άλλα μέρη της επικράτειας. Αγχος ότι θ ακούσω καλύτερες ιστορίες. Εκτός αυτού, στην Πάτρα που γυρίζαμε τα «ουδέτερα» εξωτερικά για να αποφύγουμε τον διασυρμό της Λάρισας, με πλησίαζαν καλοθελητές με ντόπια κουτσομπολιά, που ξεπερνούσαν τα πιο εξωφρενικά σενάρια. Το επιστέγασμα της εικονικής πραγματικότητας των ΜΜΕ ήρθε λίγο αργότερα, όταν σ' ένα τηλεοπτικό πάνελ, ιδιωτικός ερευνητής, που ισχυριζόταν ότι είχε φέρει στο φως την υπόθεση της Λάρισας, συνεχάρη τον «συνάδελφο» Καλογερόπουλο για την πιστή ερμηνεία του στην ταινία, την οποία είχε φυσικά δει, πράγμα αδύνατο αφού δεν είχε τυπωθεί ούτε μια κόπια.
«Η Φούσκα» (2001)
Ο Περάκης γιορτάζει τα μεθεόρτια του εγχώριου χρηματιστηριακού πυρετού με ένα γαργαλιστικά σέξι πρωταγωνιστικό ζευγάρι, έστω κι αν οι θερμοκρασίες της σάτιρας και του χιούμορ μοιάζουν σε σημεία «πεσμένες».
"Η «Φούσκα» ήταν η πρώτη μου απόπειρα ταινίας low budget, γιατί αν και η «Θηλυκή Εταιρεία» πέτυχε εμπορικά, ένιωσα την αγωνία των συμπαραγωγών μου, που μετά το box office του «Safe Sex», κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι μόνο με την ελαφρότητα μιας κομεντί επαναλαμβάνονται τέτοιες επιτυχίες. Πέρα απ αυτό ήθελα να γυρίσω την ταινία πριν από την εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη. Σε πολλά έπεσα μέσα και σ' άλλα πολύ έξω, όμως τελικά και η 17η είχε τον αστό guru της και τους προλετάριους κουβαλητές της. Κλασική δομή, αν και θα μπορούσε να υπάρχει περισσότερο sex στην υπόθεση. Ανυπομονώ να δω τον Τζορτζ Κλούνεϊ να συσκέπτεται με CIA και Μ15 στην Κατεχάκη, αλλά θα τους πρότεινα τον Κιμούλη για Γιωτόπουλο. Η σκηνή της συνάντησης Σπάρτακου και τσολιά, είναι από τις πιο αγαπημένες μου, αλλά αυτή η συμπάθειά μου με τους «κακούς» είναι συχνά ολέθρια. Δεν κάνει να παίζεις με το συναίσθημα του θεατή ούτε με το ανασφαλές πολιτικό του φρόνημα. Οπως δεν κάνει να παίζεις με την κοπιαστικά αποκτημένη αισθητική του αντίληψη. Η εκδίκηση είναι δική του και όπως έλεγε ένας φίλος μου και θεωρητικός, ο Θεός συγχωρεί ο θεατής ποτέ!"
«Η Λίζα Και Ολοι Οι Αλλοι» (2003)
Η εκδοχή του σκηνοθέτη για το φαινόμενο του cosmogirl. Απλά χαριτωμένη, αποδείχθηκε η πιο ατυχής στιγμή στην καριέρα του και η πιο «μακριά από τα νερά του».
"Η πρώτη και μάλλον η τελευταία φορά που επιχείρησα να κάνω τον παραγωγό σε νέο σκηνοθέτη, με αποτέλεσμα να μην καταφέρω να πείσω κανέναν νέο ή νέα συνάδελφο και να σκηνοθετήσω ο ίδιος την πρώτη από μία σειρά ταινιών «νεανικoύ -όπως τις λέει η πιάτσα- περιεχομένου». Απογοητευμένος από την οικονομική αποτυχία της «Φούσκας», θα έπρεπε ή να ξαναφύγω για να κάνω καμιά δουλειά έξω, ή να κάτσω και να βιοποριστώ σαν παραγωγός.
«Ψυχραιμία» (2007)
Η καλύτερη συμβουλή που θα μπορούσε να δώσει κανείς σε μία Ελλάδα σαστισμένη μετά τις πρόσφατες εκλογές και τις παντός είδους «πυρκαγιές», πακεταρισμένη σε μια ταινία που μοιάζει με χαριστική βολή: του σκηνοθέτη απέναντι στη γενιά του και την αμαρτωλή κληρονομιά της.
"Ο τίτλος εργασίας ήταν «ΜΑΝDRΑGULΑ», το παραισθησιογόνο βότανο, αλλά και η χοντροκομμένη comedia del arte του Μακιαβέλι- σάτιρα της φαύλης Φλωρεντιανής κοινωνίας. Ενας τόσο αμφίσημος τίτλος δεν είχε καμιά ελπίδα να επιβιώσει στα bill boards των multiplex και γι αυτό ψάχναμε από την αρχή των γυρισμάτων έναν καλύτερο. Το «ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ» το φώναξε ο Λαμπρόπουλος, (σ.σ. παραγωγός) σε μια συνάντηση εφ όλης της ύλης με τους συνεργάτες της ODEON και όλοι συμφώνησαν με τον νέο τίτλο. Αν ήμουν εκεί θα του είχα προσθέσει και ένα «Ελληνες» μια και πουλάμε, αλλά τον πληροφορήθηκα τελευταίος. Στο μεταξύ έχω βρει έναν καλύτερο, αλλά είναι αργά γιατί έχουμε ήδη τυπώσει τρεις αφίσες και τα τρέιλερ παίζουν στους κινηματογράφους. Θα τον χρησιμοποιήσω στην επόμενη ταινία, αν καταφέρω να τη γυρίσω, γιατί και σ' αυτή δεν είχα πρόβλημα μόνο με τον τίτλο, αλλά και με το θέμα. Που δεν θα ήταν καθόλου mainstream, αν μετά το γύρισμα δεν είχαμε πάει εσπευσμένα σε εκλογές, κι αν δεν είχε καεί η μισή Ελλάδα κι αν δεν είχαν ανακύψει πάλι το ασφαλιστικό και το Σκοπιανό μαζί.
Παρ όλα αυτά το μόνο θέμα της ταινίας που άπτεται της πολιτικής είναι η γκλαμ-αναρχο-ρόκ πρωταγωνίστρια, αυτή με τα τσουλούφια, που είναι κόρη συντηρητικού βουλευτή. Οι άλλοι πρωταγωνιστές είναι παντελώς απολιτικά παιδιά επιχειρηματιών, εισαγγελέων, αγροτών, νονών, εφοριακών, δικηγόρων και ζαχαροπλαστών (ο Παπασπηλιόπουλος). Σας τα λέω τώρα όλα και για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις, αλλά και γιατί σκοπεύω να καλέσω όλους τους πολιτικούς αρχηγούς και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην πρεμιέρα. Κάνουμε μάλιστα και ένα χαζό, αλλά politically correct αστείο με το αξίωμα του, όχι εις βάρος του Προέδρου, εννοείται, αλλά της ξανθιάς, που ερμηνεύει η Θεωνά και όχι αυτής που παίζει η Αλεξανδράτου. Για την οποία ξέχασα να αναφέρω ότι είναι εξώγαμο Σκανδιναβού τουρίστα, ο οποίος μάλιστα έχει εξαφανιστεί, ενώ από τους Ελληνες γονείς και κηδεμόνες άλλοι εκτίουν ποινές, άλλοι έχουν προφυλακισθεί και άλλοι συλλαμβάνονται κατά τη διάρκεια του έργου, εκτός από τον πατέρα βουλευτή που δεν μπορεί να συλληφθεί, αν δεν του άρουν πρώτα την ασυλία, μια διαδικασία οπωσδήποτε χρονοβόρα."