Είκοσι ολόκληρα χρόνια προσπαθούσε ο Παρκ Τσαν Γουκ να πραγματοποιήσει τη δική του κινηματογραφική εκδοχή στο μυθιστόρημα του Ντόναλντ Γουέστλεϊκ, αυτό που ενέπνευσε τον Κώστα Γαβρά να γυρίσει το 2005 το «Τσεκούρι». Και σαν να μην είχε φτάσει ποτέ στο αισθητικό απόγειο της «Υπηρέτριας» και της «Απόφασης Φυγής», ο Κορεάτης δημιουργός προσπαθεί με το «Καμία Άλλη Επιλογή» να ξεπεράσει και πάλι τον εαυτό του.
Η υπόθεση της ταινίας του παραμένει λίγο-πολύ ίδια με εκείνης του Γαβρά. Όμως υιοθετώντας έναν σλάπστικ χιουμοριστικό τόνο ο οποίος βοηθά να γίνει πιο εύκολα πιστευτή μια απολύτως εξωφρενική πλοκή, το «Καμία Άλλη Επιλογή» χρωματίζει με μπρίο ακόμη και τις πιο σκοτεινές ή βίαιες πτυχές της, σατιρίζοντας το αδυσώπητο σύγχρονο εργασιακό κλίμα και καταφέρνοντας να κάνει συμπαθή έναν ήρωα, οι απεχθείς πράξεις του οποίου καθόλου δεν θα δικαιολογούσαν κάτι τέτοιο. Αυτή ήταν και η πρόθεση του ίδιου του σκηνοθέτη, άλλωστε, όπως παραδέχεται στη διάρκεια της συνέντευξής μας, ανάμεσα σε πολλά και ενδιαφέροντα που είχε να πει και τα οποία προδίδουν έναν δημιουργό όχι μόνο με απόλυτη γνώση του οράματός του αλλά και θαυμάσια επεξηγηματικό ως προς αυτό.
Σας πήρε 20 χρόνια προκειμένου να εξασφαλίσετε χρηματοδότηση για αυτή την ταινία. Τι σας έκανε να μην τα παρατήσετε όλον αυτόν τον καιρό;
Κάθε φορά που μοιραζόμουν μια απλή περίληψη της ιστορίας, οι άνθρωποι πάντα μου έλεγαν: «Πω πω, αυτή είναι μια ιστορία που μας αφορά όλους, όλοι μπορούμε να ταυτιστούμε. Είναι πραγματικά πολύ επίκαιρη». Ανεξάρτητα από τη χώρα καταγωγής, η αντίδραση ήταν πάντα η ίδια. Βλέποντας, λοιπόν, πόσο ζωντανή και καθολική φαινόταν η ιστορία, ένιωσα ότι αυτή η ταινία σίγουρα μπορεί να γίνει και θα αγκαλιαστεί θερμά από το κοινό. Η εμπιστοσύνη μου στην ιστορία ήταν ο λόγος που δεν τα παράτησα ποτέ.
Με ενδιαφέρει πολύ το ζήτημα της κοινωνικής τάξης που θίγει η ταινία. Όπως και ένα ευρύτερο σχόλιο για την εργασιακή ζωή στη σύγχρονη κοινωνία.
Η ταινία πραγματεύεται πολλά διαφορετικά ζητήματα. Ένα από τα πράγματα στα οποία ήθελα να επικεντρωθώ είναι οι επιθυμίες της μεσαίας τάξης. Στην περίπτωση του ήρωά μου, το γεγονός ότι έχασε τη δουλειά του δεν οδηγεί την οικογένειά του στην πείνα. Μπορεί να βρει άλλες δουλειές, μπορεί με κάποιον τρόπο να τα βγάλει πέρα - όπως βλέπουμε, εργάζεται με μερική απασχόληση σε ένα μεγάλο πολυκατάστημα - και επιπλέον, δεν μένει χωρίς κοινωνική πρόνοια. Ωστόσο, η έντονη επιθυμία του να διατηρήσει τη ζωή της μεσαίας τάξης τον ωθεί σε ακραίες πράξεις, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να διαπράξει ακόμα και φόνους. Γεγονός εξαιρετικά ανήθικο, σωστά;
Θεωρεί ότι η κόρη του πρέπει να συνεχίσει ιδιαίτερα μαθήματα και, πάνω απ’ όλα, ότι πρέπει να κρατήσει το σπίτι του. Μπορεί να δεχτεί να αντικαταστήσει το αυτοκίνητό του με ένα φθηνότερο, αλλά δεν θα δεχτεί ποτέ να πουλήσει το σπίτι του. Αυτή η επιθυμία να διατηρηθεί ο μεσοαστικός τρόπος ζωής είναι ένα από τα βασικά θέματα που ήθελα να διερευνήσω.
Νομίζω ότι όταν το κοινό δει την ταινία, δεν θα πει «Θεέ μου, είναι τόσο φρικτό! Πώς μπορεί να διαπράττει τέτοια αποτρόπαια εγκλήματα απλώς για να διατηρήσει αυτόν τον τρόπο ζωής;». Αντίθετα, πιστεύω ότι πολλοί θα σκεφτούν «Εντάξει, καταλαβαίνω. Μπορώ να ταυτιστώ με αυτό». Και αυτή ακριβώς η ικανότητα ταύτισης είναι που, κατά τη γνώμη μου, αποτυπώνει το πορτρέτο του σύγχρονου ανθρώπου.
Πόσο σημαντικό είναι το χιούμορ για εσάς, ιδίως όταν καλείται να απαλύνει μια φύσει δραματική ιστορία;
Πιστεύω ότι όσο πιο τραγική είναι μια ιστορία, τόσο πιο σημαντικό είναι να βρεις το χιούμορ σε αυτήν και να την παρουσιάσεις στο κοινό με έναν αστείο τρόπο. Αυτό είναι απολύτως απαραίτητο, ειδικά αν η ιστορία είναι ιδιαίτερα τραγική. Όταν κοιτάμε την τραγωδία, δεν λειτουργεί αν εστιάσουμε μόνο στη θλίψη. Ένας άνθρωπος που κλαίει συνεχώς, με λυπημένο πρόσωπο, και είναι μόνιμα σκυθρωπός, δεν νομίζω ότι αποδίδει την ουσία. Πρέπει να μπορείς να βρεις την παραδοξότητα μέσα σε αυτές τις τραγικές καταστάσεις. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει κάποιος που είναι τόσο βαθιά βυθισμένος στη λύπη; Πόσο ανόητος μπορεί να φανεί; Το να εντοπίσεις αυτό το στοιχείο και να κάνεις το κοινό να γελάσει, αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να εκφράσεις την τραγωδία. Ωστόσο, κάτι εξαιρετικά σημαντικό είναι ότι αυτό το γέλιο δεν πρέπει να προκύπτει από κυνισμό. Πρέπει να βασίζεται στην ενσυναίσθηση.
Η ταινία που βλέπουμε σήμερα είναι η ίδια ταινία που είχατε φανταστεί πριν από 20 χρόνια ή εξελίχθηκε με την πάροδο των χρόνων; Κι εσείς; Είστε ο ίδιος σκηνοθέτης που ήσασταν πριν από 20 χρόνια;
Δεν νομίζω ότι έχει αλλάξει κάτι ουσιαστικό. Φυσικά, όταν τη σκεφτόμουν ως αμερικανική ταινία, η εξωτερική της όψη μπορεί να έμοιαζε διαφορετική, η εικόνα της συνολικά. Μια από τις αγαπημένες μου ταινίες, όπως έχω πει πολλές φορές, είναι ο «Αγνοούμενος» του Κώστα Γαβρά. Και ο ηθοποιός, ο Τζακ Λέμον, μου αρέσει πολύ. Είναι από τους ηθοποιούς που μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους να κλαίνε και να γελάνε. Ήθελα, λοιπόν, να βρω έναν ηθοποιό σαν αυτόν. Και φυσικά, αν ήταν αμερικανική ταινία, η γειτονιά, το τοπίο, θα ήταν διαφορετικά. Ωστόσο, πιστεύω ότι στην ουσία ο πυρήνας της ιστορίας δεν θα άλλαζε πολύ.
Ο πρωταγωνιστής Λι Μπιουν Χουν σε σκηνή από την ταινία
«Το να κάνεις το κοινό να γελάσει, αυτό είναι κατά τη γνώμη μου ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να εκφράσεις την τραγωδία. Είναι σημαντικό όμως το γέλιο να μην προκύπτει από κυνισμό, αλλά να βασίζεται στην ενσυναίσθηση»
Θα λέγατε ότι μοιράζεστε κοινά σημεία με τον κινηματογράφο του Κώστα Γαβρά; Παρόλο που με μια πρώτη ματιά η κινηματογραφική σας γλώσσα φαίνεται εντελώς διαφορετική από τη δική του, τον θεωρείτε επιρροή σας;
Ναι, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της επιρροής είναι η ταινία «Αγνοούμενος», την οποία ανέφερα προηγουμένως. Και ενώ η ταινία του κυρίου Γαβρά, «Το Τσεκούρι», και η δική μου, το «Καμία Άλλη Επιλογή», βασίζονται στο ίδιο μυθιστόρημα, έχουν εντελώς διαφορετικό ύφος. Ωστόσο, όταν παρακολούθησα την ταινία του, αισθάνθηκα την αυτοπεποίθηση ότι μπορώ να δημιουργήσω κάτι διαφορετικό, ακόμα κι αν ο Κώστας Γαβράς είχε ήδη δώσει τη δική του εκδοχή της ιστορίας. Αυτή η συνειδητοποίηση ήταν που μου έδωσε τη δύναμη να συνεχίσω και να φτιάξω τη δική μου ταινία. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι το στοιχείο της μαύρης κωμωδίας στην αφήγηση είναι κάτι που μας ενώνει και τους δύο.
Έχετε καθιερώσει ένα πολύ ξεχωριστό κινηματογραφικό ύφος που είναι καθαρά δικό σας, εύκολα αναγνωρίσιμο και αξιοζήλευτο. Αναρωτιόμουν, εκτός από το γεγονός ότι αυτό είναι μια πραγματική κατάκτηση για εσάς, μήπως είναι ταυτόχρονα και μια παγίδα το ότι πρέπει να φοβάστε μήπως επαναλαμβάνετε τον εαυτό σας σε κάθε ταινία;
Προσπαθώ να μην αφήσω κάτι τέτοιο να συμβεί, αν και το έχω συνειδητοποιήσει. Σε κάθε ταινία που δημιουργώ, προσπαθώ να μην επαναλαμβάνομαι. Τώρα, φυσικά, λόγω των προσωπικών μου περιορισμών, κάποιοι μπορεί να δουν κάτι και να πουν: «Ω, επαναλαμβάνεται πάλι». Αλλά αυτό δεν είναι ποτέ η πρόθεσή μου. Πάντα προσπαθώ να επιλέγω ένα διαφορετικό ύφος. Το πιο σημαντικό, όμως, δεν είναι να είσαι διαφορετικός μόνο και μόνο για να είσαι διαφορετικός. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι πάντα υπάρχει η ιστορία και ο χαρακτήρας στο επίκεντρο. Θέλω, λοιπόν, να σκέφτομαι πάντα τι είναι πιστό στην ιστορία που θέλω να πω. Ποιος είναι ο πιο ακριβής τρόπος να εκφράσω τα θέματα που διερευνώ;
Για παράδειγμα, θεωρώ τον εαυτό μου σκηνοθέτη που αγαπά πολύ τις περίπλοκες και εντυπωσιακές κινηματογραφικές λήψεις; Δεν νομίζω. Είμαι κάποιος που αγαπά πάντα τα μακριά πλάνα; Ούτε αυτό το νομίζω. Νομίζω ότι είμαι ένας σκηνοθέτης που θέλει να είναι πάντα πιστός σε κάθε σκηνή. Όμως πρέπει να πω ότι μου αρέσουν οι σκηνοθέτες που λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο. Για παράδειγμα, ο Μπράιαν Ντε Πάλμα είναι ένας από τους ήρωές μου.
Θα έλεγα ότι το «Καμία Άλλη Επιλογή» διαφέρει λίγο από άλλα έργα σας, καθώς η ιστορία είναι πιο γραμμική.
Αυτό είναι αλήθεια. Ήταν μια συνειδητή απόφαση που πήρα για αυτή την ταινία. Ήθελα, όπως στις κλασικές ταινίες, να δημιουργήσω κάτι συμβατικό, όπου ακολουθείς έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα από την αρχή μέχρι το τέλος, δένεσαι μαζί του και είσαι πρόθυμος να τον ακολουθήσεις όπου κι αν πάει. Ίσως παρατηρήσετε ότι ο κεντρικός χαρακτήρας βρίσκεται κυριολεκτικά σχεδόν σε κάθε σκηνή. Ήθελα να φτιάξω μια ταινία που είναι πολύ οικεία, όπου παρακολουθείς συνεχώς τι κάνει ο πρωταγωνιστής. Ήθελα η αίσθηση του κοινού ότι θέλει να στηρίξει αυτόν τον χαρακτήρα να μεγαλώνει όσο προχωράει η ιστορία. Ήθελα το κοινό να επενδύει στον χαρακτήρα και στην ιστορία. Να σκέφτεται τις συνθήκες που βιώνει, πόσο τραγικές και λυπηρές είναι, και να συνδέεται με τις επιθυμίες του.
Αρχικά, θες να τον δεις να βρίσκει μια νέα δουλειά. Και τότε, ως θεατής, βρίσκεσαι να θέλεις να σκοτώσει αυτούς τους ανθρώπους. Θέλεις να τα καταφέρει. Αφού σκοτώσει τον πρώτο, σκέφτεσαι: «Εντάξει, ας τα καταφέρει και με τον δεύτερο. Μένει μόνο ένας τελευταίος. Προχώρα και με αυτόν, και φρόντισε να ξεφορτωθείς το πτώμα». Τελικά, καταλήγεις να στηρίζεις πραγματικά αυτόν τον άνθρωπο. Και σε κάποιο σημείο, συνειδητοποιείς: «Ένα λεπτό, τι κάνω; Γιατί τον στηρίζω όταν δεν το αξίζει;». Ήθελα να δημιουργήσω ακριβώς αυτήν την αίσθηση αποκάλυψης.
Η ταινία σας δείχνει με πολύ έντονο τρόπο τον κίνδυνο που υπάρχει όταν τα αντικείμενα ή η περιουσία ταυτίζονται με την ταυτότητα κάποιου. Θα ήθελα να σας ρωτήσω αν υπάρχει κάτι που νιώθετε ότι δεν θα μπορούσατε να ζήσετε χωρίς αυτό, ή που θα σας κόστιζε αν σας το αφαιρούσαν.
(Γέλια) Η κάμερά μου, που είναι ακριβώς εδώ (δείχνει το τσαντάκι που κρατά στο πλάι του).
Η πανελλήνια πρώτη προβολή του «ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΙΛΟΓΗ» έγινε στο πλαίσιο των 31ων Νυχτών Πρεμιέρας. Από σήμερα, η ταινία προβάλλεται κανονικά στις ελληνικές αίθουσες, σε διανομή της AMA FILMS.





