Οι «παραγνωρισμένες» ταινίες του Ρίντλεϊ Σκοτ

Ο Ρίντλεϊ Σκοτ είναι αναντίρρητα ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες παγκοσμίως. Κι αν μερικές φορές γκρινιάζουμε, είναι γι' αυτό ακριβώς το λόγο. Με αφορμή τη νέα του ταινία «Όλα τα Λεφτά του Κόσμου» γυρνάμε πίσω και ξαναβλέπουμε τρεις «παρεξηγημένες» περιπτώσεις.

Από τον Γιάννη Βασιλείου
Οι «παραγνωρισμένες» ταινίες του Ρίντλεϊ Σκοτ

Ο Ρίντλεϊ Σκοτ παρέδωσε πολύ νωρίς στην καριέρα του τις δύο μεγάλες του ταινίες, το «Alien» και το «Blade Runner». Στη συνέχεια δοκίμασε τις δυνάμεις του σε κάθε πιθανό και απίθανο είδος, έφτασε μέχρι τα Όσκαρ, χρίστηκε σερ,  ποτέ όμως δεν κατάφερε να προσεγγίσει ξανά το καλλιτεχνικό επίπεδο αυτό των δύο εμβληματικών τίτλων. 

Πρόκειται σίγουρα για έναν σκηνοθέτη που θέλει να βρίσκεται μέσα στις εξελίξεις, η πρωτοφανής απόφαση του να αντικαταστήσει τον Κέβιν Σπέισι με τον Κρίστοφερ Πλάμερ στο «All the Money in the World»,  ενόψει των κατηγοριών που δέχθηκε ο πρώτος για σεξουαλική παρενόχληση, συνιστά τρανή απόδειξη επ’αυτού. Αν η κίνηση του αυτή και ο θόρυβος που ξεσήκωσε θα βοηθήσουν ώστε να καταγράψει στο ενεργητικό του ακόμα μια εισπρακτική επιτυχία, θα το μάθουμε σύντομα. 

Μέσα στην φιλμογραφία του όμως δεν υπάρχουν μόνο τέτοιες. Υπάρχουν και ταινίες που προσπέρασαν κοινό και κριτικοί, που ξεχάστηκαν σύντομα μετά την προβολή τους. Μερικές από αυτές ίσως άξιζαν καλύτερη τύχη, ιδίως οι παρακάτω. Δεν θα ισχυριστώ πως αποτελούν παρεξηγημένα αριστουργήματα, ο όρος έχει χάσει την βαρύτητα του από την κατάχρηση, αφήστε, δε, που για κάθε ταινία πια θα βρεθεί ένας σε μια ιντερνετική γωνιά να ισχυριστεί πως πρόκειται για «παρεξηγημένο αριστούργημα». Είναι όμως ταινίες πολύ πιο ενδιαφέρουσες και ευρηματικές από άλλες, πιο δημοφιλείς του.

Θρύλος (Legend, 1985)

Από τους ζοφερούς διαδρόμους του διαστημόπλοιου Νοστρόμο, ως τα νοτισμένα, λουσμένα στο νέον σοκάκια της φουτουριστικής μεγαλούπολης του Μπλέιντ Ράνερ, είναι εμφανές πως το ατού του Ρίντλεϊ Σκοτ ήταν –δυστυχώς δεν είναι πια- να πλάθει κόσμους από το μηδέν. Η αφήγηση ουδέποτε ήταν το δυνατό του σημείο, θα το διαπιστώσουμε αυτό πολλές φορές στην ύστερη φιλμογραφία του.

Ερχόμενο μετά την υπαρξιστική επιστημονική φαντασία του Blade Runner, το Legend ασφαλώς υστερεί, δεν έχει να αντιπαραβάλλει αντίστοιχο νοηματικό υπόβαθρο, ενώ η σημειακή πλοκή, η ντισνεϊκή αφέλεια κι ο ενίοτε προβληματικός ρυθμός είναι στοιχεία που κάνουν δυσκολότερο για τον ενήλικα θεατή να αποδράσει μέσα στον κόσμο του. Όμως το ιμπρεσιονιστικό περιβάλλον του φιλμ είναι εκθαμβωτικό, τα πλάσματα που σουλατσάρουν μέσα του βγαλμένα από παραμύθια της γιαγιάς, οι synth ήχοι των Tangerine Dream συνδράμουν με την σειρά τους στον αλαφροϊσκιωτο χαρακτήρα του φιλμ, ενώ η ανδρόγυνη ακτινοβολία του νεαρού, τότε, Τομ Κρουζ είναι αρκετή για να σε συνεπάρει στην περιπέτειά του Τζακ.

Αν είχες δει το φιλμ σε τρυφερή ηλικία μπορεί και να το είχες αγαπήσει, τότε άλλωστε δεν είχες την εναλλακτική της κατά Πίτερ Τζάκσον εκδοχής της επικής φαντασίας. Θα σου αρέσει εξίσου τώρα που μεγάλωσες; Εξαρτάται από την απάντηση που δίνεις στο ερώτημα «Is your love strong enough;», που απευθύνουν η φωνή του Μπράιαν Φέρρυ και οι κιθαρισμοί του Ντέιβιντ Γκίλμουρ στους τίτλους τέλους της ταινίας.

Επαγγελματίες Απατέωνες (Μatchstick Men,2003)

Στο πρώτο μισό της περασμένης δεκαετίας ο Ρίντλεϊ Σκοτ επιχείρησε επιτυχώς να αναστήσει τo ξεχασμένο είδος του peplum με τον «Μονομάχο», ξαναδιάβασε οπερατικά ένα μυθικό τέρας της οθόνης στον «Χάνιμπαλ», έστησε κολασμένο πεδίο μάχης στο αφόρητα αντιδραστικό «Μαύρο Γεράκι:η Κατάρριψη» και αναβίωσε τις Σταυροφορίες στο «Βασίλειο των Ουρανών». Κάπου ανάμεσα σε αυτά ο Σκοτ στρίμωξε τους «Επαγγελματίες Απατεώνες» , όπου χαμήλωσε τόνους και στοχοθεσία και έπλασε κάτι  που φέρει ψυχαγωγικές και συγκινησιακές αρετές απούσες από ουκ ολίγα μεγαλεπήβολα εγχειρήματα του.

Περισσότερο από μια ταινία απάτης σαν εκείνες που σκαρώνει ο Μάμετ, όταν καθίσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη, οι «Επαγγελματίες Απατεώνες» είναι μια ταινία για έναν άνθρωπο που έχει την ανάγκη να πιστέψει στην «απάτη». Τον υποδύεται ο Νίκολας Κέιτζ, επιστρατεύοντας μια σειρά από ανακυκλούμενα τικ, τα οποία προοδευτικά υποχωρούν, καθώς αυτός βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην σαγήνη της «απάτης». Και η αλήθεια, μοιραία, θα αποκαλυφθεί, μα τα τικ και οι φοβίες δεν θα επανέλθουν.  Γιατί η «απάτη» μπορεί να έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Ίσως τις περισσότερες φορές να μην είναι εκείνο που θέλεις, είναι όμως εκείνο που χρειάζεσαι, για να συνεχίσεις τον δρόμο σου.

Ο Συνήγορος (The Counselor, 2013)

Στις αρχές του 2013 δεν υπήρχε κινηματογραφικό έντυπο ή site που να μην συγκαταλέγει το εν λόγω εγχείρημα στους σοβαρούς οσκαρικούς παίχτες της χρονιάς. Μόνο που το φιλμ που ετοίμαζαν οι Ρίντλεϊ Σκοτ και Κόρμακ ΜακΚάρθυ ήταν τόσο βρώμικο και εξωφρενικό που σε άλλες εποχές στην Αμερική θα παιζόταν μόνο σε grindhouse αίθουσες. Για Όσκαρ, φυσικά, ούτε λόγος, ενώ η πορεία του «Συνηγόρου» στις αίθουσες ήταν βραχύβια, με τους περισσότερους θεατές να αγανακτούν παρακολουθώντας κάτι πολύ μακριά από το καταιγιστικό, σοβαροφανές θρίλερ που περίμεναν, προσδοκία που χτίστηκε εν μέρει και από το ελαφρώς παραπλανητικό προωθητικό υλικό. Μεγάλο κρίμα για ένα πολύ ιδιαίτερο φιλμ, το οποίο για τον υπογράφοντα συγκαταλέγεται άνετα ανάμεσα στα καλύτερα του σκηνοθέτη.

 Με διαφημιστική αισθητική , όπως αρμόζει σε χαρακτήρες που θέλουν κάτι (πολύ) παραπάνω, μικρές ανάσες κοενισμού και μια αίσθηση διογκούμενης απειλής, ο Ρίντλεϊ Σκοτ, ευρισκόμενος σε μια (ολοένα και πιο σπάνια) έκλαμψη δημιουργικότητας, μεταφράζει κινηματογραφικά την ηθική ιστορία του αμερικανού μυθιστοριογράφου Κόρμακ ΜακΚάρθυ, όπου φιλόδοξος και παρορμητικός δικηγόρος επιλέγει να περπατήσει σε έναν κόσμο που τρέχει παράλληλα με εκείνον της πολιτισμένης κοινωνίας, δίχως να έχει αποδεχτεί τις πιθανές συνέπειες αυτής του της απόφασης. Όλα αυτά είναι απλώς το πρόσχημα, ώστε ο ΜακΚάρθυ να μιλήσει ακόμα μια φορά για τον παρατημένο από τον Θεό κόσμο, στον όποιο περπατούμε εγώ κι εσύ, όπου μόνο τρία πράγματα είναι σίγουρα: το σεξ, η απληστία και ο θάνατος. Πέραν αυτών, τίποτε άλλο δεν έχει σημασία. Ούτε καν η πλοκή.