Οι ταινίες που μας έκαψαν το μυαλό. Νο2!

Υπάρχουν ταινίες, η παρακολούθηση των οποίων θα έπρεπε να γίνεται με συμβουλή γιατρού. Μιλάμε για εκείνες τις περιπτώσεις όπου ένα φιλμ είναι τόσο δυσνόητο ή κρυπτικό, τόσο ασυνάρτητο, τόσο αλλοπρόσαλλο, τόσο πέρα από κάθε φαντασία ή τόσο... πέρα γενικότερα που να σε φέρνει στην καλύτερη περίπτωση σε αμηχανιά, στην χειρότερη στα πρόθυρα εγκεφαλικού. Μερικές από τις ταινίες αυτές συνέλεξε η σύνταξη του περιοδικού και τις παρουσιάζει παρακάτω. Αντλώντας, φυσικά, από προσωπικά τραύματα.

Οδός Μαλχόλαντ
Οδός Μαλχόλαντ

Υπάρχουν ταινίες, η παρακολούθηση των οποίων θα έπρεπε να γίνεται με συμβουλή γιατρού. Μιλάμε για εκείνες τις περιπτώσεις όπου ένα φιλμ είναι τόσο δυσνόητο ή κρυπτικό, τόσο ασυνάρτητο, τόσο αλλοπρόσαλλο, τόσο πέρα από κάθε φαντασία ή τόσο... πέρα γενικότερα που να σε φέρνει στην καλύτερη περίπτωση σε αμηχανιά, στην χειρότερη στα πρόθυρα εγκεφαλικού. Μερικές από τις ταινίες αυτές συνέλεξε η σύνταξη του περιοδικού και τις παρουσιάζει παρακάτω. Αντλώντας, φυσικά, από προσωπικά τραύματα.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Οι ταινίες που μας έκαψαν το μυαλό. Νο1!

Gummo (1997) του Χάρμονι Κορίν
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως αρκούν οι ευλογίες του Βέρνερ Χέρτζογκ στο συγκεκριμένο φιλμ για να διεκδικήσει μια θέση σε τούτη τη λίστα. Ωστόσο ο Χάρμονι Κορίν (σεναριογράφος του «Κids», του «Κen Ρark», κ.ά.) φρόντισε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο να είναι αρκετά αλλόκοτο ώστε να περιλαμβάνει έναν σεξομανή σκέιτ μπόρντερ που κυκλοφορεί φορώντας αυτιά λαγού, έναν νέγρο νάνο, τρεις αδερφές-επίδοξες στρίπερ και έναν 12χρονο τραβεστί και να μην σκαρφιστεί κανενός είδους αφήγηση να τους συνδέσει.

Οι δύο ήρωες της ταινίας, ο Σόλομον και ο Τάμλερ, δύο έφηβοι σε κρίση ανίας στην επαρχιακή πόλη Xenia του Οχάιο των ΗΠΑ που στην δεκαετία του 70 χτυπήθηκε από τυφώνα σκοτώνουν γάτες, ακούν black metal, σνιφάρουν κόλλα, καβαλικεύουν τα ποδήλατά τους και έρχονται σε επαφή με το παραπάνω μωσαϊκό ιδιοτροπιών. Εξελίσσοντας το «Gummo» μέσα από κυβευτικές αλληλουχίες σκηνών, ο Χάρμονι Κορίν εγκαταλείπει κάθε υπόνοια πλοκής. Διηγείται την ασαφή, καθόλου συγκεκριμένη και σίγουρα όχι συμβατική κινηματογραφική ιστορία του με τρόπο που όχι απλά δεν γίνεται ιδιαίτερα κατανοητός αλλά οδηγεί και κάμποσα από τα εγκεφαλικά κύτταρα του θεατή στην αναπόφευκτη υπερθέρμανση.

ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

Manos: The Hands Of Fate (1966) του Χάρολντ Π. Γουόρεν

  • Gummo
    Gummo
Στην αρχή έλεγα να γράψω το «Πέρσι Στο Μάριενμπαντ» του Ρενέ, αφού κανείς άλλος τελικά δεν το ανέφερε. Μετά όμως θυμήθηκα πως είχα πάθει μεγάλη ζημιά βλέποντας την ταινία που γύρισε ένας έμπορος λιπασμάτων από το Ελ Πάσο, προσθέτοντας μια από τις πιο εκλεκτές εισφορές στη λίστα με τις χειρότερες δημιουργίες όλων των εποχών.

Από τον τίτλο, νομίζω, μπορεί να πάρει κανείς μια ιδέα για τον σουρεαλισμό που ακολουθεί: Το φιλμ μεταφράζεται ουσιαστικά ως «Χέρια: Τα Χέρια Της Τύχης», όσο για την υπόθεση, αυτή απ ότι θυμάμαι πάει κάπως έτσι.
Οικογένεια ξεκινά μια εκδρομή με το αυτοκίνητο και στην πορεία χάνει τον δρόμο. Μαμά, μπαμπάς, μικρή κόρη και σκυλάκι κανίς καταλήγουν σε ένα απομονωμένο σπίτι όπου τους υποδέχεται ένας σαλταρισμένος οικονόμος που μοιάζει να είναι κατσικοπόδαρος (και πνευματικά καθυστερημένος, θα πρόσθετα). Το μόνο που τους λέει είναι πως ονομάζεται Τόργκο, φροντίζει το σπίτι όσο λείπει ο... Αφέντης και πως όπου να ναι θα νυχτώσει (ενώ μοιάζει προφανές ότι είναι ακόμη μεσημέρι).
  • Manos: The Hands Of Fate
    Manos: The Hands Of Fate

Μετά από αρκετές σκηνές όπου δυσκολεύεται να αποφασίσει αν θα προσκαλέσει τους επισκέπτες να μείνουν στο σπίτι ή όχι, ο Τόργκο δέχεται να φιλοξενηθούν στην οικία του Αφέντη. Φανερά εκνευρισμένος, ο πάτερ φαμίλιας της οικογένειας ξεσπά επάνω στον οικονόμο, βάζοντάς τον να κουβαλήσει δυο ολόκληρες φορές τα ψώνια από και προς το αυτοκίνητο!

Οταν ο Τόργκο εξοργιστεί σε οριακό σημείο πηγαίνει να ξυπνήσει τον Αφέντη, ο οποίος ντύνεται με μια μπέρτα που έχει κεντημένη επάνω της δυο τεράστια χέρα («manos», το πιασες;) και φαίνεται να επικοινωνεί τηλεπαθητικά με ένα τσούρμο γυναίκες που φαίνεται να είναι σύζυγοί του. Από εκεί και πέρα ακολουθεί χάος. Το οικιακό ντόμπερμαν καταβροχθίζει το άμοιρο κανίς, οι γυναίκες παλεύουν μεταξύ τους στις λάσπες για να διεκδικήσουν την αποκλειστικότητα του Αφέντη, ο Τόργκο πέφτει νεκρός από εκτεταμένο... σκαμπίλισμα και οι άμοιροι ταξιδιώτες δεν ξέρουν πού να κρυφτούν. Ανεξήγητη και παντελώς άσχετη σφήνα στα παραπάνω: ένα νεαρό ζευγάρι που προσπαθεί να κάνει σεξ μέσα στο αυτοκίνητό του, αλλά διακόπτεται διαρκώς από την αστυνομία. Χρειάζεται να πω περισσότερα;

ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ

Στάλκερ (Stalker, 1979) του Αντρέϊ Ταρκόφσκι

Αν δεις το «Στάλκερ» μικρός, μπορεί να την ακούσεις ανεπανόρθωτα. Να παραβλέψεις τις περισσότερες φιλοσοφικές, ποιητικές του απολήξεις και να ακολουθήσεις ως υπνωτισμένος τη διαδρομή των τριών ηρώων (του συγγραφέα, του επιστήμονα και του οδηγού τους / Στάλκερ) προς την απαγορευμένη «Ζώνη», εκεί όπου γίνονται πραγματικότητα οι πιο κρυφές ανθρώπινες επιθυμίες. Αυτός είναι και ο μόνος τρόπος για να βιώσεις ολοκληρωτικά την εμπειρία μιας new wave οπτικοακουστικής όπερας που χαρτογραφείται με τη λογική ενός video game (οι ήρωες περνούν από «πίστα σε πίστα» ξεφεύγοντας από κρυμμένα εμπόδια, τοποθετημένα στη διαδρομή από την αόρατη κυβέρνηση), βυθίζεται σταδιακά και βασανιστικά σε ένα υγρό -κυριολεκτικά- σύννεφο μιας πράσινης μονοχρωμίας, αντηχεί τα ντεσιμπέλ των ηλεκτρονικών ιντερλούδιων του Εντουαρντ Αρτέμιεφ και καταλήγει μετά από 163 λεπτά στη μεγάλη απόφαση (προσοχή εδώ αποκαλύπτεται το τέλος!) πως κανείς από τους ήρωες δεν νιώθει έτοιμος να εισέλθει στο δωμάτιο της «Ζώνης».

Αν δεις το «Στάλκερ» μεγαλώνοντας, καταλαβαίνεις απλά πως αυτό το σαδιστικό ταξίδι συνέβη στο μυαλό σου. Και μπαίνοντας στη θέση των τριών οδοιπόρων οφείλεις να απαντήσεις αν εσύ θα έπαιρνες τη μεγάλη απόφαση να μπεις στη «Ζώνη». Δεκαπέντε χρόνια μετά αδυνατώ να απαντήσω...

ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ


L' Homme Qui Ment (1968) του Αλεν Ρομπ-Γκριγιέ

Μυστηριώδης άντρας ονόματι Μπόρις (Ζαν-Λουί Τρεντινιάν) φτάνει σε ένα χωριό και υποδύεται τον φίλο ενός, από καιρό εξαφανισμένου, τοπικού ήρωα της Αντίστασης. Γύρω από μια ιστορία πιθανής απάτης ξετυλίγεται μια ταινία ολοκληρωτικά απατηλή, της οποίας η επισφαλής πραγματικότητα κρίνεται κάθε στιγμή εκ νέου. Μέσα από τον ήχο που δε συμβαδίζει αναγκαστικά με την εικόνα, μέσα από λογικές ανακολουθίες και ερεθιστικές αμφισημίες, ο εμβληματικός συγγραφέας του «Νέου Μυθιστορήματος» (και μάλλον υποτιμημένος για το σκηνοθετικό του έργο) Αλέν Ρομπ-Γκριγιέ μένει πιστός στην εμμονή του περί κατακερματισμού της παραδοσιακής κινηματογραφικής αφήγησης, που είχε ήδη αποδείξει με το σενάριο του «Πέρσι Στο Μάριενμπαντ».

Με τον «Αντρα που Ψεύδεται» βρίσκει την ευκαιρία να ανακατέψει τους χρόνους και τις οπτικές γωνίες, να παίξει με τις παραλλαγές της περσόνας του Δον Ζουάν και τους μακρινούς απόηχους του έργου του Φραντς Κάφκα, χωρίς να χάνει ποτέ από το επίκεντρο της προσοχής του τον ήρωα που υποδύεται ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν. Αυτός είναι η ερώτηση αλλά και η απάντηση σε μια ακατάταχτη ταινία που προκαλεί ίλιγγο, και μαζί μια μαζοχιστική επιθυμία να σκαλίσεις ξανά τα ρήγματά της.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ


Οι ταινίες του Κεν Ράσελ

Ξεσαλωμένες καλόγριες με αρχιέρεια την Βανέσα Ρεντγκρέιβ σε αυνανιστικό οίστρο αυτομαστιγώματος («Οι Δαιμονισμένες», 1971). Τηλεοράσεις μέσα από τις οποίες ξεχύνονται ποταμοί φασολάδας και αφρού προκειμένου να μπανιαριστεί μέσα τους η Αν Μάργκρετ («Τommy», 1975).
 Η Κάθλιν Τέρνερ πουτάνα καριέρας καταδιωκόμενη από τον ιερέα Αντονι Πέρκινς και το αγαπημένο του αξεσουάρ, έναν υπερμεγέθη μεταλλικό δονητή («Οι Νύχτες Της Τσάινα Μπλου, 1984).
Ο Ρόμπερτ Πάουελ, αρκετά χρόνια πριν γίνει Ιησούς της Ναζαρέτ κι αγιάσει, ως αμφισεξουαλικός Γκούσταβ Μάλερ, να συναντιέται με τον νεαρό Τάτζιο από τον «Θάνατο Στη Βενετία» του Βισκόντι («Μahler», 1974).

Ο Ρότζερ Ντάλτρι των Who, υποδυόμενος τον Λιστ, να ανεβαίνει στους ουρανούς μέσα σε ένα διαστημόπλοιο («Lisztomania», 1975).
Η Μέρι Σέλεϊ, παραμονές της συγγραφής του «Φρανκενστάιν», φιλοξενούμενη στον πύργο του Λόρδου Βύρωνα, να αποκτά οφθαλμικούς βολβούς στις ρώγες του στήθους της («Gothic», 1986).
Ο Γουίλιαμ Χαρτ πειραματιζόμενος με ψυχεδελικά ναρκωτικά μέσα σε μια δεξαμενή νερού να μετατρέπεται σε πιθηκοειδές («Ανεξέλεγκτες Καταστάσεις», 1980).

Και η λίστα δεν έχει τελειωμό, όσον αφορά το ξέσαλο καβουρντιστήρι που έχει αντικαταστήσει εδώ και δεκαετίες τον εγκέφαλο του Κεν Ράσελ, χαρίζοντάς μας μερικές από τις πλέον ντελιριακές, απροσάρμοστες, επιδειχτικές, βλάσφημες εικόνες του κινηματογράφου.
Πέρα από κάθε λογική, μέτρο και πολύ συχνά αισθητική, το σινεμά του Ράσελ -ενός σκηνοθέτη που το 1969 ποζάριζε ως σοβαρός οσκαρικός υποψήφιος με τις «Ερωτευμένες Γυναίκες»- έφυγε πολύ γρήγορα από την τροχιά του αντιληπτού και λογικά προσβάσιμου για να μεταφερθεί σε αυτή του πομπώδους, καμπαρετζίδικου, αυτοφλεγόμενου συμβολισμού μέσα από μία χωρίς προηγούμενο (και μάλλον επόμενο) εικαστική επίθεση στο ψαχνό του ανυποψίαστου θεατή. Για κάποιους, μοναδική κατάθεση ατόφιας τέχνης και οράματος. Για κάποιους άλλους, απλώς μια προχωρημένη κλινική περίπτωση. Σε κάθε περίπτωση, μια πραγματική εμπειρία.

ΤΑΣΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ


Ιnferno (1980) του Ντάριο Αρζέντο
Δεύτερο μέρος (μετά την εκπληκτική «Suspiria» του 1977 και το ανεκδιήγητο «La Terza Μadre» του 2007) της τριλογίας των «Τριών Μητέρων», η «Κόλαση» ίσως να αποτελεί την πιο παραγνωρισμένη ταινία τρόμου όχι μόνο του Ιταλού βιαστή της συνείδησης, αλλά και όλων των εποχών.


Αδύνατον να περιγραφεί με λόγια, σαν καθαρόαιμος εφιάλτης, το φιλμ υπονοεί το θανατηφόρο ξύπνημα δύο πανίσχυρων Μαγισσών στη Νέα Υόρκη των 80s, όπου ζει η ποιήτρια Ρόουζ Ελιοτ, και ταυτόχρονα στη Ρώμη, όπου σπουδάζει μουσική ο αδερφός της Μαρκ. Κατακερματίζοντας τη λογική συνέχεια - συνέπεια της αφήγησης, αλλά και μεταξύ όσων βλέπουμε και όσων ακούμε (το... διεστραμμένο soundtrack υπονομεύει παρά υποστηρίζει τα ανελέητα, επί της οθόνης, δρώμενα), μας υποβάλλει σε μια αναπάντεχα τραυματική εμπειρία. Που προκαλεί σπασμωδικές αντιδράσεις σε κάθε αίσθηση και αντανακλαστικό του σώματος. Αντιδράσεις τις οποίες πυροδοτεί ακούσια το μυαλό, αλλά αδυνατεί εκούσια να εξηγήσει. Και βραχυκυκλώνει. Αμετάκλητα στοιχειωμένο από τον πλανόδιο πωλητή με τον μπαλτά που περπάτησε στο νερό για να σκοτώσει... Πνιγμένο στο από άκρη σε άκρη πλημμυρισμένο σπίτι...

ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ


Donnie Darko (2001) του Ρίτσαρντ Κέλι

Τι κάνεις όταν ένας τύπος ντυμένος κουνέλι σου αποκαλύπτει ότι ο κόσμος θα τελειώσει σε 28 μέρες, 6 ώρες, 42 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα; Πώς ξεπερνάς το γεγονός ότι η τουρμπίνα ενός αεροπλάνου προσγειώνεται (δίχως την άτρακτο) στο καθιστικό σου; Πώς συνεχίζεις να παραμένεις έφηβος όταν ξέρεις (γιατί σου το έχει πει η Grandma Death) πως κάθε άνθρωπος πεθαίνει απολύτως μόνος του;

Ο Ντόνι Ντάρκο το κάνει γκαζώνοντας δίχως δισταγμό προς ένα μέλλον που μοιάζει να τυλίγεται γύρω από τον εαυτό του και ανακαλύπτοντας πως, ακόμη και στα στρωμένα με πράσινο γρασίδι προάστια, τίποτα δεν είναι όσο αθώο φαίνεται. Ο Ρίτσαρντ Κέλι, όπως κι εκείνη η τουρμπίνα, εμφανίστηκε από το πουθενά το 2001 με αυτή την ταινία που μοιάζει το ίδιο δύσκολο να την κατατάξεις όσο και να την περιγράψεις.

Κι έφτιαξε (πιθανότατα εν αγνοία του) μια ταινία που θα μπορούσε να είναι ο «Επαναστάτης Χωρίς Αιτία» μιας γενιάς αληθινά χαμένης. Με μια λαβυρινθώδη πλοκή, ένα σενάριο που μοιάζει με συμπυκνωμένο απόσταγμα εφηβικού άγχους και με αναφορές που ξεκινούν από τον πολτό του pulp κι εκτινάσσονται προς ιδέες που δεν θα περίμενες ποτέ να συναντήσεις σε μια συνηθισμένη teen movie, το «Donnie Darko» μοιάζει κάτι περισσότερο από μια απλή ταινία για τον Mad World της νεότητας. Αντίθετα δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα μουρμουρητό στο αυτί της ύπαρξης σου, μια φωνή που σου ψιθυρίζει «wake up Donnie» και που σε κάνει να αναρωτιέσαι τι δουλειά έχεις να κοιμάσαι στη μέση ενός γηπέδου του γκολφ, ή όπου αλλού βρίσκεσαι, όταν η ώρα να ξυπνήσεις έχει φτάσει...

Γιώργος Κρασσακόπουλος


Images (1972) του Ρόμπερτ Ολτμαν

Ο Ρόμπερτ Ολτμαν μπορεί να μην βρίσκεται πια ανάμεσά μας, αλλά δεν έφυγε ασυνόδευτος. Πήρε μαζί του πολλά καμένα εγκεφαλικά κύτταρα πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Τίποτα όμως δεν συγκρίνεται με το διανοητικό κεφαλοκλείδωμα του «Ιmages», ενός βελούδινου παραμυθιού με πολλαπλές προσωπικότητες όπου οι χαρακτήρες έχουν ο ένας το πραγματικό όνομα του άλλου, ενώ μεταμορφώνονται διαδοχικά ο ένας στον άλλο.


Μισό λεπτό να σας εξηγήσω: η Σουζάνα Γιορκ είναι η Κάθριν, η διαταραγμένη σύζυγος ενός πλούσιου Αμερικάνου, ενώ η Κάθριν Χάρισον είναι η Σουζάνα, η ανήλικη κόρη του καλύτερού του φίλου. Ο φίλος λέγεται Μαρσέλ, βλέπε Χιου Μιλέ, ενώ ο σύζυγος λέγεται Χιου ή αλλιώς Ρενέ Ομπερζονουά.
Το κουιντέτο της σύγχυσης ολοκληρώνεται με τον Ρενέ, δηλαδή τον Μαρσέλ Μποζουφί, που υποδύεται το νεκραναστημένο εραστή της Κάθριν. Κατά τη διάρκεια των τριών αυθεντικά σκοτσέζικων μηνών που διήρκεσαν τα γυρίσματα, η Σουζάνα Γιορκ συνέγραφε απόκοσμο παιδικό ανάγνωσμα με τίτλο «Ιn Search of Unicorns», το οποίο ο δαιμόνιος Ολτμαν θεώρησε καλό να συμπεριλάβει στην αφήγηση, σηματοδοτώντας τη φυγή της εύθραυστης ηρωίδας του από την πραγματικότητα.

Παγιδευμένη σε ένα πολυτελές σπίτι γεμάτο απίθανα αντικείμενα, η Κάθριν μετεωρίζεται ανάμεσα στο φανταστικό και το υπαρκτό κυνηγώντας αρχικά τον νεκρό εραστή της, που στη συνέχεια μετατρέπεται στον σύζυγο της, έπειτα στον φίλο του και τελικά στον εαυτό της. Ανίκανη να γλιτώσει από τον φαύλο κύκλο της παράνοιας αποφασίζει να αυτοκτονήσει, δηλαδή να σκοτώσει τον δεύτερο εαυτό της, που όμως αποδεικνύεται ότι είναι τελικά ο σύζυγος της, με αποτέλεσμα αντί για αυτόχειρας να γίνει δολοφόνος!

Αν δεν καταλάβατε, μπορείτε πάντα να πάρετε τηλέφωνο τον Ρόμαν Πολάνσκι, το μοναδικό επιζήσαντα της απόλυτης τριλογίας του απωθημένου που περιλαμβάνει την δική του «Αποστροφή» , την «Περσόνα» του Μπέργκμαν και το «Ιmages» του Ολτμαν. Αν και αμφιβάλλω αν θα είναι σε θέση να σας βοηθήσει.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΥΛΑΚΗ


Οδός Μαλχόλαντ (Mulholland Drive / 2001) του Ντέϊβιντ Λιντς
Εκανα το λάθος να δω μόνος μου την «Οδό Μαλχόλαντ», ένα παγωμένο βράδυ Γενάρη, στο Τριανόν. Λίγα ήξερα από πριν για το εγκεφαλικό παζλ του Λιντς (για την ακρίβεια, δεν ήθελα να ξέρω τίποτα), αν κι ήμουν ήδη προετοιμασμένος από τη «Χαμένη Λεωφόρο». Βγαίνοντας από την αίθουσα, κι οδηγώντας μόνος σπίτι, ένιωθα το κεφάλι μου σαν τρύπα έργων στη Μεσογείων. Θεωρίες στροβίλιζαν στο μυαλό μου, σεκάνς επανέρχονταν σε μορφή ονείρου, χαρακτήρες μπλέκονταν στη μορφή του ενός. Εφτασα σε σημείο να αμφιβάλλω για το αν είχα δει κάποιες σκηνές ή όχι. Και δεν είχα κανέναν να συζητήσω μαζί του για το φιλμ!


Η ιστορία της Μπέτι που φτάνει στο Χόλιγουντ για να γίνει διάσημη κι η γνωριμία με τη μυστηριώδη Ρίτα καταλήγει σε ένα φροϋδικών αποχρώσεων θρίλερ, ένα αίνιγμα με δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Οι θεωρίες συνωμοσίας που εξαπλώθηκαν με ταχύτητα φωτός σε περιοδικά και ίντερνετ δεν βοήθησαν καθόλου. Ποιος καθόταν να παρατηρεί το κόκκινο πορτατίφ, τα κλειδιά και τις λεπτομέρειες του κλαμπ «Silencio»;
Για μένα η ταινία παραμένει ένας άλυτος γρίφος, για τον οποίο όμως δε θέλω καμία λύση.

ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΟΡΕΛΗΣ


Το Χειρόγραφο Της Σαραγόσα (The Saragossa Manuscript / 1965) του Βόϊτσεκ Χας

Τι γίνεται όταν ένα αριστουργηματικό αλλά σχεδόν αδύνατο να το φανταστείς κινηματογραφημένο, αληθινά λαβυρινθώδες κείμενο, γραμμένο πριν από σχεδόν εκατόν πενήντα χρόνια συναντιέται με έναν κορυφαίο και αδίκως άγνωστο Πολωνό στυλίστα;

Η απάντηση είναι ένας ακόμη μεγαλύτερος γρίφος, οπτικός και ασπρόμαυρος για την ακρίβεια, αυτή τη φορά. Αν τα γραπτά του Γιαν Πότοτσκι, ενός προφήτη του Μπόρχες, αναζητούν τα κλειδιά μιας αέναης αφήγησης που χάνεται στο διηνεκές καθώς κάθε σελίδα της ανοίγει την πόρτα όχι απλά στην επόμενη, αλλά σε έναν καινούριο κόσμο, ο Χας καταφέρνει μέσα σε τρεις ώρες να συμπυκνώσει έναν πυκνογραμμένο τόμο σε ένα σχεδόν παραισθητικό ταξίδι συχνά γεωγραφικό, αλλά πρωτίστως εσωτερικό, σε μια σπειροειδή επίδειξη τού πώς η πλέον κατατεμαχισμένη τέχνη που είναι το σινεμά μπορεί να γίνει ο ιδανικός και ίσως ο μοναδικός καθρέφτης αυτού του αφηγηματικού κατακερματισμού. Ο Βέντερς έλεγε κάπου στην «Κατάσταση Των Πραγμάτων» ότι «είσαι νεκρός χωρίς μια ιστορία».

Ο κεντρικός ήρωας του «Χειρογράφου», ένας λοχαγός που περιδιαβαίνει την Ευρώπη των Ναπολεόντειων πολέμων, έχει τόσες πολλές να ζήσει δια ζώσης είτε μέσα από τις αφηγήσεις των άλλων που εύχεσαι το trip να μην τελειώσει ποτέ. Υπήρξε, καθόλου τυχαία, μια από τις αγαπημένες ταινίες του Μπουνιουέλ, των χίπις στο Σαν Φρανσίσκο και βέβαια του Τζέρι Γκαρσία των Grateful Dead και είναι η μεγαλύτερη κατάφαση στην άποψη ότι ζούμε λέγοντας ιστορίες.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΔΑΜΙΔΗΣ

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ