Υπάρχουν ταινίες, η παρακολούθηση των οποίων θα έπρεπε να γίνεται με συμβουλή γιατρού. Μιλάμε για εκείνες τις περιπτώσεις όπου ένα φιλμ είναι τόσο δυσνόητο ή κρυπτικό, τόσο ασυνάρτητο, τόσο αλλοπρόσαλλο, τόσο πέρα από κάθε φαντασία ή τόσο... πέρα γενικότερα που να σε φέρνει στην καλύτερη περίπτωση σε αμηχανιά, στην χειρότερη στα πρόθυρα εγκεφαλικού. Μερικές από τις ταινίες αυτές συνέλεξε η σύνταξη του περιοδικού και τις παρουσιάζει παρακάτω. Αντλώντας, φυσικά, από προσωπικά τραύματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Οι ταινίες που μας έκαψαν το μυαλό. Νο 2!
Τhe Truman Show (1998) του Πίτερ Γουίαρ
Προέβλεψε με ανατριχιαστική ακρίβεια την άνοδο της ριάλιτι τηλεόρασης (απέναντι στην οποία προσωπικά δεν διατηρώ κάποια θεμελιώδη αντίθεση), κάνοντας αδύνατη για εμάς την απόφαση για το κατά πόσο το μεγαλύτερο σοκ είχε έρθει τότε ή αν δημιουργείται σήμερα, παρακολουθώντας την ταινία υπό το φως μιας κοινωνίας όπου η παραβίαση της ιδιωτικότητας σε κάθε επίπεδο περνά στα ψιλά γράμματα.
Απόλυτα συνταρακτικό στη βάση του και βαθύτατα ανθρώπινο, παρά τον έντονο σατιρικό χαρακτήρα του, το προφητικό φιλμ του Πίτερ Γουίαρ έκανε όλο τον κινηματογραφικό πλανήτη να παραμιλά για το εξωγήινό του concept όταν προσγειώθηκε σε έναν προ-«Βig Βrother» πλανήτη Γη εν έτει 1998, τοποθετώντας έναν άνθρωπο χωρίς την επίγνωσή του στο κέντρο μιας ζωής-reality show που σπάει όλα τα κοντέρ θεαματικότητας.
Ενας Τρούμαν (true man, δηλαδή αληθινός άνθρωπος) όνομα και πράγμα, ζει μια ζωή πλαστή αναζητώντας δίχως να το γνωρίζει την ίδια του την ταυτότητα, αγνοώντας τις πολύ βασικές αλήθειες της ελεγχόμενης πραγματικότητάς του. Και μαζί του, ένας έφηβος θεατής (όπως ήμουν εγώ όταν είδα το φιλμ) βιώνει με οδηγό αυτό το ουμανιστικό ποίημα τις πρώτες του θεολογικές αναζητήσεις επί της μεγάλης οθόνης, αφήνοντας το μυαλό να περιπλανηθεί σε μονοπάτια ως τότε αδιανόητα και αχαρτογράφητα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ciao! Manhattan (1972) των Τζον Πάλμερ, Ντέϊβιντ Γουάϊσμαν
Πρόκειται για την ιστορία της Σούζαν Σούπερσταρ, μιας όμορφης πλην κατεστραμμένης μεγαλοαστής, που επιστρέφει στην έπαυλη της μητέρας της για να ξεπλυθεί από τη μολυσμένη ζωή της στο Μανχάταν, όπου διέπρεψε ως socialite. Μόνο που η ταινία βλέπεται καλύτερα ως ντοκιμαντέρ.
Ημιαυτοβιογραφία της διάσημης σταρ του Factory Ιντι Σέτζγουικ, συνδυάζει πρωτότυπο υλικό από τις glossy μέρες εκείνης και του Αντι Γουόρχολ, με εικόνες από τη Σέτζγουικ στην κανονική της κατάσταση κατά την περίοδο του γυρίσματος, τόσο καμένη από τα ναρκωτικά και τη νοσηλεία στο ψυχιατρείο που μετά βίας αναγνωρίζει την κάμερα. Σας έχει τύχει να είστε ο μόνος «καθαρός» σ' ένα πάρτι όπου όλοι οι καλεσμένοι είναι μαστουρωμένοι μέχρι το κόκαλο;
Κάψιμο - bonus: η Ιντι Σέτζγουικ πέρασε όλη της τη ζωή κυνηγώντας την καλλιτεχνική καταξίωση, αλλά στην πραγματικότητα το έργο τέχνης που παρέδωσε ήταν η περσόνα που καλλιέργησε με τη στυλιστική της πρωτοτυπία και την αλαφροϊσκιωτη αντιμετώπιση της ζωής. Το «Ciao! Μanhattan» είναι το μόνο πραγματικό έργο που παρήγαγε κι έγινε ιστορικό επειδή απεικονίζει τον πραγματικό της εαυτό!
ΛΗΔΑ ΓΑΛΑΝΟΥ
Η κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας (LE CHARME DISCRET DE LA BOURGEOISIE, 1972) / Το Φάντασμα Της Ελευθερίας (LE FANTOME DE LA LIBERTE, 1974) του Λουίς Μπουνιουέλ
Θα μπορούσε να ήταν μια ταινία χωρισμένη σε δυο μέρη. Ή ένα ταξίδι που γίνεται ταυτόχρονα με δύο, εντελώς διαφορετικά, μεταφορικά μέσα. Για να το κάνω ακόμη πιο mind fucking, φανταστείτε ένα τρένο κι ένα πλοίο να διασχίζουν την έρημο της Σαχάρας την ώρα που οι επιβάτες τους πιστεύουν ότι κατευθύνονται στο Βλαδιβοστόκ.
Το πιο ενδιαφέρον στο ταξίδι του Μπουνιουέλ, όμως, είναι ότι αυτός κατάφερε να οδηγήσει τους δικούς του επιβάτες στο σωστό Βλαδιβοστόκ: στη χώρα των ονείρων, του υποσυνείδητου, της φυγής, της ποίησης, της τρέλας.
Στη χώρα όπου η αστική ηθική έχει πεθάνει προ πολλού και το αυτονόητο του καθωσπρεπισμού έχει χαθεί για πάντα. Συμβατική ιστορία, φυσικά, αυτές οι ταινίες δεν έχουν. Ή μάλλον έχουν πολλές μικρές ιστορίες, σουρεαλιστικές και φευγάτες, αστείες, και καυστικές σαν υδροχλωρικό οξύ. Η πιο διάσημη είναι το επίσημο «δείπνο» μιας παρέας μεγαλοαστών οι οποίοι, γύρω από το τραπέζι, κάθονται σε τουαλέτες, ενώ στην τουαλέτα πηγαίνουν για να φάνε!
Αυθεντικός, ατόφιος σουρεαλισμός σε όλο του το μεγαλείο.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
Μια Γυναίκα Δαιμονισμένη (Possession, 1981) του Αντρέϊ Ζουλάφσκι
Κάποιες ταινίες σε βυθίζουν αμείλικτα στο διαταραγμένο μυαλό των απονενοημένων πρωταγωνιστών τους. Σε ένα magnum opus ανεξέλεγκτου πάθους και διαστροφής ο Ζουλάφσκι ακολούθησε αντίστροφη πορεία, αντικατοπτρίζοντας την παράνοια που κυριεύει την ηρωίδα του σε κάθε κύτταρο της δαιμονισμένης αυτής ταινίας.
Καθώς η Ιζαμπέλ Ατζανί εγκαταλείπει σύζυγο και εραστή, αναζητώντας απεγνωσμένα μια ελευθερία που αδυνατεί να ελέγξει, μεταδίδει την τρέλα στους γύρω της σαν αφροδίσιο νόσημα. Μην αναρωτιέστε μάταια γιατί αυτοτραυματίζεται, γιατί η ιερόδουλη φίλη της περνά όλη την ταινία με το πόδι στο γύψο, γιατί η δασκάλα του γιου της είναι η ίδια η Ατζανί αλλά με απόκοσμα πράσινα μάτια ή τι ακριβώς συμβολίζει το τερατώδες πλάσμα με το οποίο συνουσιάζεται.
Ο Ζουλάφσκι υποστήριξε ότι έβγαλε τα απωθημένα του δικού του βασανιστικού διαζυγίου «παίζοντας» τη συζυγική κρίση ενός ζευγαριού στη διαπασών, σε ένα ντελίριο υστερίας σαν να μην υπάρχει αύριο. Για άλλους απλά είχε πάρει πολλά ναρκωτικά. Το σίγουρο είναι ότι εσείς δεν χρειάζεται να γίνετε τοξικομανείς. το «ταξίδι» είναι εξασφαλισμένο. Για την επιστροφή πάλι δεν μπορώ να εγγυηθώ.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ
Οικογενειακή Γιορτή (Festen, 1998) του Τόμας Βίντερμπεργκ
«Φως, χασάπη!». Προφανώς η κόπια ήταν σκοτεινή. Κακοτυπωμένο βίντεο σε 35άρι. Ολα τα υπόλοιπα, όμως; Κουνημένη κινηματογράφηση, εξ ολοκλήρου κάμερα στον ώμο, jump cuts, ακατέργαστος ήχος, ηθοποιοί με πλάτη στο φακό ή εκτός πλάνου. Το βλέμμα λαχάνιασε - ασυνήθιστο στην πειραματική προχειρότητα.
Το μυαλό κουράστηκε, καθώς οι αφηγηματικοί κανόνες κατέρρεαν ο ένας μετά τον άλλον. Τι βλέπω; Γιατί μοιάζει με home video; Και πάνω απ όλα, γιατί έχουν καταργηθεί οι αποστάσεις, γιατί αισθάνομαι αποπνιχτικά - καθισμένη, ή μάλλον εγκλωβισμένη σ' αυτό το τραπέζι γενεθλίων; Οταν ο Κρίστιαν σήκωσε το ποτήρι του σε πρόποση του πατριάρχη της οικογενείας, όλα ανατινάχτηκαν.
Τίποτα δεν εξηγήθηκε, αλλά όλα έγιναν κατανοητά. Η φόρμα του κινηματογράφου όπως τον ξέραμε και τον διδασκόμασταν έπρεπε να σπάσει για να γυρίσουμε πίσω στην ουσία. Υπήρχε λόγος να αφουγκραστούμε το Λόγο, να επιτρέψουμε στον ηθοποιό να τον αρθρώσει και εμείς να τον ακούσουμε - όχι dolby surround, αλλά επειδή εμείς τεντώσαμε τ αυτιά μας. Ξαφνικά όλοι οι τεχνικοί περιορισμοί μεταμορφώθηκαν σε ευκαιρίες επίθεσης στο συναίσθημα του θεατή, κι όλες οι ατέλειες της εικόνας γέννησαν ειλικρίνεια κι έναν νέο, «δογματικό» νεορεαλισμό.
Οι επαναστάσεις (ευτυχώς!) έχουν ημερομηνία λήξης, αλλά το ντεμπούτο του Τόμας Βίντερμπεργκ έμεινε στην ιστορία, καθώς πήδηξε το μυαλό και χτύπησε κατευθείαν στις αισθήσεις - όπως το σινεμά οφείλει να κάνει.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
Fight Club (1999) του Ντέϊβιντ Φίντσερ
Οταν οι Pink Floyd εμπνέονταν το «Μomentary Lapse Of Reason», είμαι σίγουρος ότι δεν μπορούσαν καν να φανταστούν πόσο «lapse» θα μπορούσε να είναι ένα... «lapse» στο μυαλό κάποιου. Ενα στιγμιαίο ολίσθημα της λογικής. Μια λούπα δευτερολέπτου που μπορεί να δημιουργήσει κολοσσιαία τρικυμία στο μυαλό, να ανατρέψει τη λογική, να αντικαταστήσει την πραγματικότητα με μια σφοδρή φαντασίωση.
Οι Pink Floyd, σίγουρα, δεν μπορούσαν να φανταστούν την τρικυμία εν κρανίω που θα προκαλούσε το βιβλίο του Τσακ Πάλανιουκ και η ταινία του Ντέιβιντ Φίντσερ, ούτε είχαν αυτό το χάος στο μυαλό τους όταν έγραφαν το δισκάκι τους. Διότι το συγκεκριμένο χάος του «Fight Club» ήταν ένα παιχνίδι με τα όρια του μυαλού στο οποίο δεν καθόριζες εσύ τους κανόνες. Δημιουργούνταν μόνοι τους.
Θυμάμαι να μένω εμβρόντητος στο κάθισμα, διαπιστώνοντας την πλάνη του Εντουαρντ Νόρτον και προσπαθώντας να βγάλω άκρη για το αν αυτό το ψυχαναλυτικό κουβάρι που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια μου ήταν μια πραγματικότητα ή ένα παράλληλο σύμπαν που έβρισκε εύκαιρη μια σχισμή της αϋπνίας του ήρωα και στρογγυλοκαθόταν στη ζωή του για να δώσει λύση στο υπαρξιακό του.
Πίστεψα πολύ βαθιά ότι ο Τάιλερ Ντέρντεν, ο ήρωας της ταινίας, ήταν το alter ego που θα έπρεπε να βρω και σχεδόν στρατεύτηκα στον ιερό σκοπό του, μόνο που δεν έβρισκα γύρω μου πρόθυμους ανθρώπινους σάκους προς εκτόνωση. Παρότι ένιωθα και εγώ ένας τέτοιος ανθρώπινος σάκος...
ΜΑΡΚΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ
Τhe Last Movie (1971) του Ντένις Χόπερ
Ερώτηση: Πόσα καλώδια του εγκεφάλου του Ντένις Χόπερ θα μπορούσαν να έχουν καεί μετά το μισό στρέμμα μαριχουάνας που κάπνισε γυρίζοντας τον «Ξένοιαστο Καβαλάρη»;
Απάντηση: Τόσα, ώστε να σκηνοθετήσει την αμέσως επόμενη ταινία του, «Τhe Last Μovie».
Ανακάλυψα το «Last Μovie» σε μεταχειρισμένο VHS κάπου στη Νέα Υόρκη. Γνώριζα το φιλμ και ήθελα πολύ να το δω, γιατί ήμουν φαν του Ντένις Χόπερ, διάολε, του σκηνοθέτη του «Εasy -fuckin- Rider!».
Σήμερα κάνω fast forward στη σκηνή όποτε βλέπω την ταινία. Ε, όλο το «Last Μovie» είναι σαν αυτή την σκηνή. Εφιάλτης. Αδιέξοδο. Απελπισία. Πρέπει να σταματήσεις το DVD. Γιατί κινδυνεύεις. Απ όσο θυμάμαι, το θέμα της ταινίας ήταν τα προβλήματα στη δημιουργία ενός αμερικανικού φιλμ που γυρίζεται στο Περού.
Ειρωνικά τα προβλήματα που είχε στο γύρισμά του το «Last Μovie» έμελλε να γίνουν το ζωντανό παράδειγμα των προβλημάτων με τα οποία ασχολούνταν η πλοκή, αφού το χάος του θύμωσε τόσο πολύ τους χαρτογιακάδες της Universal που αποφάσισαν να «παγώσουν» για τα καλά τον Χόπερ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ