Σ ένα νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, άφησε την τελευταία του ανάσα από πνευμονία ο Πολ Μόρισεϊ.
Πάντοτε άδοξος είναι ο θάνατος, ιδίως συγκρινόμενος με τη ζωή κάποιων ανθρώπων που αφήνουν πίσω τους ένα έργο που σημειώνει, κι άλλοτε σφραγίζει, μια εποχή και τους ανθρώπους της. Ο Μόρισεϊ έζησε μια ζωή που θέλει δικές της βιογραφίες, biopics, συνεντεύξεις από ποικίλους ερωτηθέντες, από τους οποίους και θα ακούσει κανείς έναν υπέροχο αχταρμά απόψεων, μιας και το ωραίο κάποιων παρελθόντων είναι η έλλειψη φίλτρου, η απουσία του επικοινωνιακού καταναγκασμού. Δεν είναι όμως πια εν ζωή σχεδόν κανείς, ο Μόρισεϊ κλείνει την πόρτα.
Πάρτε για παράδειγμα το βίντεο αυτό, όπου ωραία, εύγλωττα και ισοπεδωτικά ο θανών εξαϋλώνει την «υπόθεση Γουόρχολ»:
Μέχρι βέβαια να φτάσουμε στα ύστερα χρόνια, το 1974 δηλαδή, όταν η σχέση των δύο πήρε ανεκδιήγητο κατήφορο και ο δημιουργός έθαβε τον Γουόρχολ όπου στεκόταν - με καλό λόγο: όντως ο Άντι οικειοποιούνταν υπέρμετρα δυσανάλογο εύσημο για δουλειές άλλων - είχαν προηγηθεί εποχές που οι δυο τους ανέθρεψαν, αν όχι γέννησαν, ένα συγκεκριμένο καλλιτεχνικό υπόστρωμα στη Νέα Υόρκη, ένα underground από το οποίο ξεμύτισαν πολλοί που σήμερα έχουμε για ιεράρχες.
Δεν ξέρω αν μπορείς να μην τον αγαπάς τον Μόρισεϊ, αυτόν τον ισόβιο Συντηρητικό με την συμπόνια και την ενσυναίσθηση για ένα περιθώριο που ποτέ πριν δεν είχε δει το σινεμά τόσο στο κέντρο. Η θεμελιώδης αντίφαση ενός τύπου που είναι στην καλλιτεχνικά απαγορευμένη πλευρά του πολιτικού φάσματος και κάνει ταινίες (το '60, το '70) με εθισμένους, πόρνες, τρανς, drag queens και διάφορες μορφάρες που περιηγούνταν το Factory τότε κι έμειναν στην ιστορία σαν οι Superstars του Γουόρχολ, αποδεικνύει μια κι έξω ότι το συναρπαστικο φωλιάζει στην αντίφαση, στην πραγματική διαφορετικότητα, όχι στην αποσιώπηση, την επιπόλαιη θεώρηση και την ορθότητα.
O Μόρισεϊ ήταν ένας «δικηγόρος του Διαβόλου» - με την κάλλιστη έννοια. Πίστευε έμπρακτα, και απίστευτα ακόμα και με σημερινά μέτρα, ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν μοίρα στον ήλιο, όλοι δικαιούνται και τους πρέπει έγνοια και συμπάθεια. «Οι ταινίες μου δεν σχετίζονται με τις πολιτικές μου θέσεις», έλεγε βάζοντας άπαντες στενόθωρους να ξύνουν το κεφάλι τους. Αν ήταν γνωστός σήμερα δεν θα του επιτρεπόταν, μάλλον, να κάνει ταινίες, δεν θα βρισκόταν εύκολα κριτική να τις νομιμοποιήσει.
Δεν έκανε, πάντως, πολλές αξιόλογες. Είναι όμως η ειδική ποιότητα κάποιων από αυτές. Προφανώς τα προαναφερθέντα αλλάζουν τον χάρτη (προσωπικά αγαπώ και το «Women in Revοlt», βίντεο πιο κάτω), έστω και αν η επίσκεψή του στα Τέρατα (Βαμπίρ - «Αίμα για τον Δράκουλα» και Φράνκενσταϊν - «Σάρκα για τον Φράνκενσταϊν») αφήνει μια επίγευση χαμένης ευκαιρίας. Και πάλι έχουν το αυτί της συναίσθησης, το βλέμμα της μούρλας, την ανησυχία της αφομοίωσης. Ακόμα και ως συγκριτικές αποτυχίες αποπνέουν ελευθερία.
Φυσικά η τριλογία («Flesh» - 1968, «Trash» - 1970 και «Heat» - 1972), είναι το στέμμα της κινηματογραφικής του επίδρασης. Έφερε τον Τζο Νταλεσάντρο στο προσκήνιο (προσκήνιο, υπερβάλλω), μια φιγούρα-τοτέμ μιας εποχής - και ο μόνος πια που βρίσκεται ακόμα εδώ, δεν ξέρω αν υπάρχει κανείς που ξέρει και που βρίσκεται. Ο Νταλεσάντρο υπήρξε o ιδεώδης αρσενικός εκδιδόμενος, ο ηρωινομανής, ο απελπισμένος, ο περιθωριακός που κλωτσάει τη ζωή του και τον κλωτσάει κι αυτή, ο ανίκητος από μια πλευρά, ο «πεντάμορφος χαμένος», ο «αήττητος νικημένος» για να δανειστώ φράσεις ενός μέγιστου (Λέοναρντ Κόεν) κι ας μην γράφτηκαν για την περίσταση.
Στον Μόρισεϊ (εντάξει και στον Γουόρχολ) οφείλουν όνομα και πρώτα βήματα κοτζάμ Velvet Underground, κοτζάμ Λου Ριντ και Nico. Οι φίλοι μας της μουσικής δημοσιογραφίας θα έχουν εδώ πολλά να πουν, εμείς εδώ δεν έχουμε παρά να επαναλάβουμε μια ισόβια υπόκλιση- μαζί μας πρέπει να είναι και καμμιά 10αριά χιλιάδες μπάντες που συστάθηκαν το επόμενο πρωινό του πρώτου δίσκου των VU. Στην διετία πριν τον δίσκο αυτό, ο Μόρισεϊ ήταν ο μάνατζερ - αν και όπως καταλαβαίνετε η λέξη manager δεν περιγράφει με σημερινούς όρους την κατάσταση.
Θέλετε άλλον ένα λόγο γιατί ο εκλιπών μας λείπει; Γιατί κάποτε, θα 'ταν δεν θα 'ταν 30λίγο, μετά τον Στρατό και τις Σπουδές του - φυσικά τα έκανε όλα, συντηρητικός είπαμε - άνοιξε ένα σινεμά στο Ανατολικό Village της Νέας Υόρκης για να παίζει ταινίες που έφτιαχνε και ταινίες που γούσταρε. Ξέρετε τι γούσταρε, μεταξύ άλλων; Τις πρώτες δουλειές κάποιου Μπράιαν Ντε Πάλμα. Ρωτήστε και τον Κουέντιν Ταραντίνο πόσο ψηλά θεωρεί ότι στέκονται από πλευράς επιδραστικότητας για την αναγεννησιακή γενιά του '70.
Καληνύχτα Πολ, ήταν πολύ καλύτερα που υπήρξες.