Michelle ma belle!

Γιορτάζουμε τα 65α γενέθλια της αγαπημένης μας Μισέλ Φάιφερ!

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Michelle ma belle!

Η Μισέλ Φάιφερ υπήρξε πρότυπο ομορφιάς, ταλέντου και σεμνότητας. Με αυτή τη σειρά, αφού η σεμνότητα ανυψώνεται ακόμα περισσότερο από τα προηγηθέντα της. Από το σίκουελ του «Grease», εκεί στις αρχές του ‘80, που την έφερε πιο κοντά στο κέντρο των πραγμάτων, στον «Σημαδεμένο» που την αποθέωσε σε μια φοβερά κρίσιμη στιγμή καριέρας, το νερό θα έμπαινε στο αυλάκι, για μια φορά, αβίαστα, εύλογα, δίκαια.

Η Φάιφερ δεν υπήρξε μια εκπαιδευμένη ηθοποιός, η ίδια αποδίδει τα εύσημα στον Μίλτον Κατσέλας, έναν σκηνοθέτη/παραγωγό αλλά και δάσκαλο υποκριτικής (με δασκάλους τον Στράσμπεργκ και τον Καζάν), που της έμαθε τα βασικά. Έγινε ηθοποιός, πιθανότατα, γιατί ήταν τόσο όμορφη. Τόσο που θα μπορούσε να είναι εμπόδιο, τόσο που, μεταξύ μας, απεδείχθη εμπόδιο. Η Φάιφερ, αν και το λέει η καρδιά της και είναι και αποφασισμένη να δουλέψει πολύ ακόμα, παρά μια σωρεία ρόλων που έχουν σφραγίσει και την δική μας σινεφιλία, δεν βρήκε, παρά σε μερικές εξαιρέσεις, το διαμέτρημα των ρόλων που θα την τοποθετούσαν τώρα ψηλότερα από πιο δοξασμένες συναδέλφους της.

Κι αυτό όχι γιατί είναι μικρότερο ταλέντο ή γιατί εργάστηκε λιγότερο σκυλίσια. Έως ότου αποφασίσει να περιορίσει την εργασία της και να αφοσιωθεί στην οικογένειά της (στην πραγματικότητα πρέπει να μέτρησε και η δέσμη αδυσώπητων κανόνων της βιομηχανίας και το ότι οι ρόλοι που της προτείνονταν ήταν φέσια) κάπου στις αρχές του 2000, η Φάιφερ περηφανεύεται ένα παλμαρέ που σου φέρνει δάκρυα (χαράς) στα μάτια.

«Into the Night», «Ο Λύκος και το Γεράκι», «Οι Μάγισσες του Ίστγουϊκ», «Tequila Sunrise», «Σχέσεις Πάθους» και, φυσικά, «Επικίνδυνες Σχέσεις» στην δεκαετία του ‘80. Δύο συνεχόμενες υποψηφιότητες για Όσκαρ στα δύο τελευταία. Ήσουν θαμπωμένος και έκπληκτος μαζί, ήταν από τη μια η Κιμ Μπέισινγκερ με μια σωματικότητα παραλυτική (επίσης κάλλιστη ηθοποιός, δεν μαθεύτηκε και ποτέ, πλην του Όσκαρ της) κι από την άλλη η κυριαρχία μιας όψης αλλοτινού ρομαντισμού διάχυτου σε μια ερμηνεία που έπαιζε από την μοιραιότητα (πιάνο, κόκκινα φορέματα και ο Τζεφ Μπρίτζες σφύριζε αδιάφορα) στην εύθραυστη νεύρωση, σ’ ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού.

Το ‘90 ξεκινά με «Ρωσική Εστία», άδικα ξεχασμένο, έξοχο ζευγάρωμα με τον Σον Κόνερι και τον κόσμο του Λε Καρέ. Συνεχίζει με «Φράνκι και Τζόνι», μόνο λάτρεις αυτό το έργο, και ο Πατσίνο να παραμιλά για το ταλέντο της. Catwoman στον ωραιότερο «Μπάτμαν» που γυρίστηκε ποτέ και όλοι να παραμιλάμε (και) για το ταλέντο της. Τρίτη (και τελευταία ως σήμερα!...) υποψηφιότητα στον «Τόπο του Έρωτα». Μαντάμ Ολένσκα στα «Χρόνια της Αθωότητας», μια επιτομή της ικανότητάς της να συσσωρεύει ανέκφραστο συναίσθημα, να παίζει με τα μάτια της, να καταλαμβάνεται από νευρικό ρεύμα, να σαστίζει, να παγώνει και όλα να γίνονται κτήμα και κοινωνία σου. Λόρα Άλντεν στο «Wolf» του Μάικ Νίκολς, στην απίστευτη ακμή της γοητείας της – κι ας είναι μέτριο (αλλά διασκεδαστικό) το έργο.

Κάπου εκεί αρχίζει να φαίνεται ότι η τύχη των προτάσεων στερεύει, ότι κι η ίδια δεν έχει την πρόθεση να εμπλακεί περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται - η βιομηχανία δείχνει το τυπικό προφίλ της. Γεννάει και το πρώτο της παιδί κι επιστρέφει με την «Ασυμβίβαστη Γενιά», που έγινε μερική επιτυχία λόγω και του τραγουδιού του, συνεχίζει με το «Υπόθεση Πολύ Προσωπική», που έχει το ρεντφορντικό του βεληνεκές και την δένει τέλεια με τον άνθρωπο που ήξερε να αναδεικνύει τις κινηματογραφικές κυρίες του.

Και σιγά-σιγά…έκλειψη. «Μια Θαυμάσια Μέρα» αλλά μια καθόλου θαυμάσια ταινία, με κινηματογραφικά πρωτόβγαλτο Κλούνεϊ, «Τα Χίλια Εκτάρια» (και περιμέναμε τόσο την αναμέτρηση με την Τζέσικα Λανγκ…), «Η Βαθιά Άκρη του Ωκεανού» (να μην πω ψέμματα, δεν θυμάμαι καρέ), «Ένοχο Μυστικό» υψηλού προφίλ, χαμηλών αποήχων, δίπλα στον Χάρισον Φορντ σε ικανή σκηνοθεσία Ζεμέκις. Πολλά εισιτήρια, λίγη ανταπόδοση και η απόφασή της να αραιώσει στεριώνει. Ο ρόλος στο «never go full retard» «Ι am Sam», ξεχειλίζει το ποτήρι, παρότι εκείνο το «Η Αγάπη είναι Γένους Θηλυκού», όπου κυριεύει τις Ζελβέγκερ και Ράιτ (Πεν, τότε), απέχει του μετρίου.

Όταν πια θα επιστρέψει, τέσσερα χρόνια μετά, θα επιστρέψει, ενδεικτικά, με το «Ο Καινούργιος της Μαμάς μου». Καταλαβαίναμε κι εμείς ότι η Μισέλ, αν και ακάθεκτα όμορφη, ήταν πια…μαμά για το Χόλιγουντ και τις ανάλογες κομεντί του. Από όλο αυτό το μετέπειτα διάστημα δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ούτε μία ταινία «να θυμάσαι», έστω κι αν το «Cheri» του Φρίαρς είναι συμπαθέστατο ή κάποιοι εξ ημών ανήκουμε στους θαμώνες του «Dark Shadows» του Τιμ Μπέρτον, που την βλέπαμε και να ξεχωρίζει. Το αυτό ισχυρίζονται και όσοι είδαν το δεύτερο «Maleficent» απέναντι στην Αντζελίνα Τζολί και το «French Exit» του Αζάζελ Τζέικομπς.

Ίσως το «ξεχωρίζει» να είναι και η λέξη για την Μισέλ. Ναι μεν η ομορφιά, που σε έφερνε και σε μια αμηχανία τελικά ίσως (ο Κόνερι το παίζει τέλεια αυτό στην «Ρώσικη Εστία»), αλλά τελικά δεν είναι η μόνο η ομορφιά ο λόγος. Είναι που με λυσσαλέα επιμονή (είχε και τη φήμη της δύσκολης, τελειομανούς συνεργάτιδας) και προσήλωση, έσκαβε κάτω από την όψη των χαρακτήρων που υποδύθηκε. Τους έκανε έτσι χαρακτήρες της διπλανής πόρτας και δεν ξέρω πόσες «όμορφες» το επιχείρησαν, υπερκερνώντας τη ματαιοδοξία με σεμνότητα, και το κατάφεραν αυτό. Και «διπλανής πόρτας» σημαίνει ανθρώπους αναγνωρίσιμους, ανθρώπους που μπορείς να συγγενέψεις μαζί τους ως θεατής, να διεισδύσεις στα μυστικά τους και να συμπάσχεις. Κι αυτό τελικά είναι η ουσία του καλού ερμηνευτή.

Να είναι γερή.