Ποιος φυλάει τους Watchmen;

Μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες προσπάθειας, το Χόλιγουντ μετέφερε το επικό graphic novel "Watchmen" του Αλαν Μουρ στη μεγάλη οθόνη με τον Ζακ Σνάιντερ των «300» στο τιμόνι. Πώς ένας νεαρός σκηνοθέτης κατάφερε αυτό που κανείς άλλος δεν τόλμησε, δεν μπόρεσε ή απλά φοβήθηκε να κάνει πράξη;

Ποιος φυλάει τους Watchmen;

Μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες προσπάθειας, το Χόλιγουντ μετέφερε το επικό graphic novel του Αλαν Μουρ στη μεγάλη οθόνη με τον Ζακ Σνάιντερ των «300» στο τιμόνι. Πώς ένας νεαρός σκηνοθέτης κατάφερε αυτό που κανείς άλλος δεν τόλμησε, δεν μπόρεσε ή απλά φοβήθηκε να κάνει πράξη;


Από τον Θοδωρή Δημητρόπουλο


Μπορείτε να φανταστείτε το «Βohemian Rhapsody» των Queen διασκευασμένο σε ποίηση; Το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» του Σεργκέι Αϊζενστάιν περιορισμένο στις σελίδες μιας νουβέλας; Η το χαμόγελο της Μόνα Λίζα σχεδιασμένο ξανά ως κόμικ; Ζούμε πολύ βαθιά σε μια κουλτούρα ανακύκλωσης, οπότε ίσως η έννοια της διασκευής να έχει πάψει να χτυπάει άσχημα, αλλά υπάρχουν ακόμα κάποια δείγματα τέχνης, τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα με το μέσο από το οποίο προέρχονται, που θα έκαναν κάθε άλλο μέσo να φαντάζει φτωχότερο, κατώτερο, λιγότερο, στην προσπάθειά του να αγκαλιάσει όλα τους τα επίπεδα. Το «Watchmen» των Αλαν Μουρ και Ντέιβ Γκίμπονς είναι ένα από αυτά τα διαχρονικά αριστουργήματα, μια ιστορία που εκμεταλλεύεται στο έπακρο και αναδεικνύει όλες τις δυνατότητες του κόμικ ως τέχνη, μια ιστορία που όσο τη βλέπεις να ξετυλίγεται ξανά και ξανά μπροστά σου σε όλο της το μεγαλείο, όλο και πιο αδύνατο φαίνεται να μπορούσε να έχει ειπωθεί σε κάποιο άλλο μέσο.



«ΜΗ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΗΣΙΜΟ»
Τo «Watchmen» διαδραματίζεται σε μια εναλλακτική δεκαετία του '80 όπου ο Ρίτσαρντ Νίξον είναι ακόμα Πρόεδρος και η σχέση της Αμερικής με τη Σοβιετική Ενωση παραμένει τεταμένη.

Με αφορμή ένα στοιχειώδες whodunnit στόρι (άγνωστου ταυτότητος κακοποιός δολοφονεί κυβερνητικό υπερήρωα), ο Αλαν Μουρ εξερευνεί τα όρια του ελέγχου στην κοινωνία και εμβαθύνει στο ανθρώπινο γίγνεσθαι, πίσω από μια ιστορία για την παράνοια, την πολιτική, τον τρόμο και το υπεράνθρωπο, αποδομώντας παράλληλα το ίδιο το είδος στο οποίο ανήκει.


Το βιβλίο θα κέρδιζε αμέτρητα βραβεία και διακρίσεις εντός και εκτός της καθαρόαιμα κόμικ σκηνής και σήμερα όχι μόνο εξακολουθεί να αποτελεί το απόλυτο σημείο αναφοράς για την υπερηρωική μυθολογία, αλλά θεωρείται κι ένα από τα σημαντικότερα σύγχρονα έργα ανεξαρτήτως μέσου. Η επιρροή του στη σύγχρονη παραγωγή κόμικς με υπερήρωες είναι ανυπολόγιστη, ενώ χωρίς αυτό πιθανότατα οι αντίστοιχες κινηματογραφικές μεταφορές θα έμοιαζαν πολύ πιο σαχλές.

Το περιοδικό Entertainment Weekly το τοποθέτησε στη 13η θέση της λίστας των καλύτερων βιβλίων από τα τελευταία 25 χρόνια, το ΤΙΜΕ το συμπεριέλαβε στη λίστα των 100 σημαντικότερων αγγλόφωνων βιβλίων από το 1923 και τα διάφορα εξειδικευμένα έντυπα τού χαρίζουν ρουτινιάρικα την κορυφή της αντίστοιχης αποκλειστικής για κόμικς λίστας. Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά του στοιχεία είναι οι τεχνικές συμμετρικής αφήγησης που χρησιμοποιεί ο Μουρ, καθώς και η παράθεση ψευδό-αρχειακού υλικού (ντοκουμέντα, επιστημονικά άρθρα, φωτογραφίες) πάνω στο παρελθόν του σύμπαντος που χτίζει, στοιχεία που ενισχύουν την επικρατούσα άποψη περί αδυναμίας κινηματογράφησης του έργου.

Κάπως έτσι μάλλον ένιωσε και ο Τέρι Γκίλιαμ όταν, στις αρχές της δεκαετίας, παραιτήθηκε οριστικά της προσπάθειας κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου. Μη μπορώντας να εξασφαλίσει τον απαραίτητο προϋπολογισμό και αισθανόμενος όλο και περισσότερο ότι η μόνη μορφή στην οποία θα μπορούσε να αποδοθεί σωστά η πλούσια και πολυεπίπεδη αφήγηση θα ήταν εκείνη μιας 5ωρης μίνι-σειράς, άφησε οριστικά πίσω του το πρότζεκτ που τον κυνηγούσε για σχεδόν ολόκληρη τη δεκαετία του 90, χαρακτηρίζοντάς το «μη κινηματογραφήσιμο».

Ο Γκίλιαμ είχε προηγουμένως ολοκληρώσει για τη Fox και τη Warner Bros, μαζί με τον τακτικό του συνεργάτη Τσαρλς ΜακΚίοουν («Μπραζίλ», «Οι Περιπέτειες Του Βαρόνου Μινχάουζεν»), μία από τις πολλές σεναριακές διασκευές που έμελλε να δει το Χόλιγουντ πριν βρει αυτή τελικά που θα ήταν τυχερή. Αλλοι δύο κολοσσοί προσπάθησαν και απέτυχαν, όταν η συνεργασία των Universal και Paramount απέφερε ένα σενάριο που θα κατέληγε κι εκείνο στον κάδο.

Υπεύθυνος αυτή τη φορά ήταν ο Ντέιβιντ Χέιτερ του πρώτου «Χ-Μen» (που, όπως και ο Γκίλιαμ, αρχικά πρότεινε τη μεταφορά ως μίνι σειρά για το τηλεοπτικό δίκτυο ΗΒΟ), ο οποίος μετέφερε την ιστορία σε ένα πιο σύγχρονο πλαίσιο και, προτού αυτοπροταθεί για την καρέκλα του σκηνοθέτη είδε ονόματα όπως οι Ντάρεν Αρονόφσκι («Ρέκβιεμ Για Ενα Ονειρο») και Πολ Γκρίνγκρας («Πτήση 93») να προσλαμβάνονται, λίγο πριν το όλο σχέδιο ναυαγήσει για μια ακόμη φορά. Ο ίδιος ο Μουρ, μάλιστα, αν και ποτέ του δεν θα ενέκρινε πλήρως τη μεταφορά κάποιου έργου του, ακόμα θεωρεί πως το σενάριο του Χέιτερ έφτασε όσο κοντά θα μπορούσε να φανταστεί να φτάνει κάποιος στο πνευματικό του τέκνο. Αλλά «το βιβλίο μου είναι ένα κόμικ», επιμένει. «Οχι ταινία, όχι νουβέλα. Κόμικ. Εχει φτιαχτεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο κι έχει σχεδιαστεί ώστε να διαβάζεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο».


ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΟΠ ΚΟΡΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟΧΩΝΕΥΤΟ
Τι άλλαξε στη συνέχεια; Οι συνθήκες. Οι ίδιες συνθήκες που επέτρεψαν σε ένα θεοσκότεινο φιλμ σαν τον «Σκοτεινό Ιππότη» του Κρίστοφερ Νόλαν να στρογγυλοκάθεται στην κορυφή της λίστας των μεγαλύτερων εμπορικών επιτυχιών της δεκαετίας. Η μετά την πτώση των Δίδυμων Πύργων ποπ κουλτούρα, αντικατοπτρίζοντας την κοινωνία στο επίκεντρο της οποίας ζει και αναπνέει, παράγει σκοτεινή διασκέδαση για τις σκοτεινές μας μέρες.

Το σημερινό πολιτικό κλίμα δεν μοιάζει καθόλου ασυνεπές με εκείνο που τόσο ανατριχιαστικά αναπαράγει (προβλέπει;) ο Μουρ στις σελίδες του βιβλίου του. Επιπλέον, το κοινό έχει πλέον αφομοιώσει την κουλτούρα των υπερηρώων, στο πανί τουλάχιστον. Ηταν το «Χ-Μen» του ίδιου του Ντέιβιντ Χέιτερ και του Μπράιαν Σίνγκερ που εισήγε ένα ολόκληρο σύμπαν ιστοριών στον κινηματογράφο και το οποίο, στα χρόνια που ακολούθησαν, μοιάζει να έχει κυριεύσει κάθε θερινή περίοδο στα multiplex.


Είτε μιλάμε για αφελείς χαζομάρες («Fantastic Four»), είτε για αξιοπρεπέστατες περιπέτειες («Spiderman 2», «Ιron Μan»), είτε για φιλοσοφικές και ψυχολογικές αναζητήσεις που αφορούν την κοινωνία και το άτομο («Ο Σκοτεινός Ιππότης», το παρεξηγημένο «Ηulk» του Ανγκ Λι), αυτό που έχουμε τελικά στα χέρια μας είναι ένα γιγαντωμένο νέο κινηματογραφικό είδος που αποτελεί ουσιαστικά τη χρυσή χήνα του σημερινού Χόλιγουντ. Ετσι, το σχέδιο που πριν 15 χρόνια έμοιαζε με εξεζητημένο και πανάκριβο καλλιτεχνικό άλλοθι του μεγαλοπαραγωγού Τζόελ Σίλβερ, είναι σήμερα σχεδόν επιτακτική ανάγκη. Ποτέ οι συνθήκες για την κινηματογραφική μεταφορά του «Watchmen» δεν υπήρξαν τόσο ιδανικές όσο μοιάζουν ακριβώς αυτή τη δεδομένη στιγμή.

Κατόπιν, λοιπόν, της αδυναμίας της Paramount να βάλει μπροστά το σχέδιο, τα δικαιώματα του βιβλίου επέστρεψαν στη Warner (η εμπλοκή σχεδόν όλου του Χόλιγουντ κατά τη διάρκεια των ετών ήταν φυσικά λογικό να δημιουργήσει νομικά μπλεξίματα: η Fox κέρδισε τη δίκη για τα δικαιώματα της κινηματογραφικής μεταφοράς απέναντι στη Warner, κάτι που βάζει ένα μεγάλο ανησυχητικό ερωτηματικό στην προγραμματισμένη κυκλοφορία της ταινίας μέχρι τις στιγμές που γράφονται αυτές οι γραμμές.

Το στούντιο ανέπτυξε νέο σενάριο, επαναφέροντας την ιστορία στα ψυχροπολεμικά 80s, και επέλεξε τον Ζακ Σνάιντερ, φανατικό του κόμικ, για τη θέση του σκηνοθέτη όντας εντυπωσιασμένο από τη δουλειά του στους «300», δηλαδή μιας ακόμα μεταφοράς-ξεπατικώματος διάσημου κόμικ του Φρανκ Μίλερ.

Κόντρα στην τάση του παρελθόντος που ήθελαν, σύμφωνα με φήμες, τους κεντρικούς ρόλους να προσφέρονται σε μεγάλους σταρ (ο θρύλος λέει πως το βασικό σημείο τριβής ανάμεσα στον Γκίλιαμ και τον Τζόελ Σίλβερ ήταν η επιθυμία του δεύτερου να δώσει τον σχεδόν πρωταγωνιστικό ρόλο του Δρ. Μανχάταν στον Αρνολντ Σβαρτζενέγκερ!) και χωρίς πλέον την ανάγκη κάποιου μεγάλου ονόματος για να ανοίξουν μια ταινία με υπερήρωες, το στούντιο και ο Σνάιντερ συμφώνησαν σε ένα καστ αποτελούμενο από ηθοποιούς όπως ο Πάτρικ Γουίλσον, ο Τζέφρι Ντιν Μόργκαν ή ο Μπίλι Κρούνταπ, όχι ακριβώς σταρ πρώτου μεγέθους δηλαδή.


Η ταινία που πολλοί προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν αλλά κανείς δεν μπόρεσε, ήταν πια γεγονός.


Ο ΑΛΑΝ (ΔΕΝ) ΠΑΕΙ ΣΤΟ ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ
Η στάση του Αλαν Μουρ, φυσικά, παραμένει αναλλοίωτη, κάτι μάλλον αναμενόμενο αν αναλογιστεί κανείς την τύχη παλαιότερων κινηματογραφικών διασκευών βασισμένων σε δουλειές του.

To «League Οf Extraordinary Gentlemen» («Η Συμμαχία») δεν ήταν παρά μια ασύνδετη φασαρία που πρόδιδε το λογοτεχνικό πνεύμα του πρωτότυπου έργου, ενώ το «From Ηell» («Επισκέπτης Από Την Κόλαση») ήταν τόσο άσχετο με το βιβλίο του Μουρ που σε κάνει να απορείς για ποιο λόγο πληρώθηκαν δικαιώματα για τη μεταφορά της ιστορίας. Το «V For Vendetta» ήταν μια καλή ταινία, αλλά συνυπέγραφε την προσβλητική στάση που πολύ συχνά κρατά το Χόλιγουντ απέναντι στην 9η τέχνη. Αν το καλύτερο στο οποίο έχει να ελπίζει ο Μουρ από το «Watchmen» είναι μια ασφυκτικά κυριολεκτική μεταφορά στη λογική του «Sin City» ή των «300», όπου στούντιο και σκηνοθέτες είδαν τα κόμικς και αναφώνησαν «Ετοιμα storyboards!», τότε πώς να μην έχει επιλέξει την αποχή;


Συνεπής με την αντίστοιχη θέση του στο παρελθόν, ο Βρετανός συγγραφέας αφαίρεσε και πάλι το όνομά του από τα credits τα οποία έτσι αναφέρουν μόνο τον σχεδιαστή Ντέιβ Γκίμπονς ως δημιουργό του κόμικ, αφήνοντας όλα τα έσοδα από τα δικαιώματα σε εκείνον, ενώ δηλώνει απερίφραστα την αντίθεσή του με την επιλογή σκηνοθέτη. «Είναι ο άνθρωπος που έκανε τους 300. Δεν μου άρεσε το βιβλίο, είχα πολλά προβλήματα με αυτό, και όλα όσα έχω δει ή ακούσει για το φιλμ τα επιβεβαιώνουν: ήταν ρατσιστικό, ομοφοβικό, και πάνω από όλα ήταν μεγαλοπρεπώς ηλίθιο».

Εκείνο όμως που σίγουρα δεν μπορεί κανείς να προσάψει στον Σνάιντερ είναι η απουσία ενθουσιασμού. Ο νεαρός σκηνοθέτης πήρε το χρίσμα από τη Warner χάρη στο πείσμα του και την άνευ όρων αγάπη του για το πρωτογενές υλικό. Επέμεινε στην απουσία μεγάλων σταρ για να μη βγαίνει ο θεατής από τη λογική του έργου και ήθελε όλα να είναι όσο πιο πιστά στο βιβλίο γινόταν. Κάτι που βέβαια αφήνει πολλά ερωτηματικά μπροστά από την ανεξήγητη και σοκαριστικά άστοχη κατεύθυνση που φέρεται να παίρνει η ταινία προς το φινάλε της, σύμφωνα με ιντερνετικά ρεπορτάζ.

Ακόμα και στοιχεία του βιβλίου που δε θα ήταν δυνατόν να χωρέσουν στη διάρκεια της ταινίας θα προσφερθούν έστω και ξεχωριστά: η παράλληλη αφήγηση του κόμικ-μέσα-στο-κόμικ με τίτλο «Τales of the Black Freighter» θα γυριστεί ως ταινία κινουμένων σχεδίων που θα κυκλοφορήσει σε DVD μαζί με το ψευδο-ντοκιμαντέρ «Under Τhe Ηood» που θα εξιστορεί τη γένεση των υπερηρώων στο σύμπαν του «Watchmen», βασισμένο στα αντίστοιχα στοιχεία που περιγράφονται στο βιβλίο. Και Αλαν Μουρ μπορεί να μην είναι, αλλά τουλάχιστον ο Σνάιντερ έχει την έγκριση του Κέβιν Σμιθ («Υπάλληλοι»), ο οποίος είδε το φιλμ σε πριβέ προβολή και δήλωσε ενθουσιασμένος από το αποτέλεσμα. Ο,τι κι αν σημαίνει αυτό!



Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΡΧΕΤΑΙ, ΑΡΓΑ Η ΓΡΗΓΟΡΑ
Μπορεί όντως ο Σνάιντερ να κατάφερε να φιλμάρει το αδιανόητο; Μπορεί να παραδώσει ένα φιλμικό έπος αντάξιο του κόμικ ή θα έχει απλώς να λέει οτι προσπάθησε; Το τρέιλερ προϊδεάζει για κάτι θεαματικό, αλλά κάτι επιτηδευμένα επικά πλάνα και η αλόγιστη χρήση «κουλ» slow-motion δράσης (δηλαδή όλη η αισθητική των «300») δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τον νηφάλιο τόνο του έργου του Μουρ.

Ετσι κι αλλιώς, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, όλοι όσοι αγαπούν το βιβλίο θα μπορούν, αν μη τι άλλο, να αισθάνονται ασφαλείς στην αλήθεια μιας παλαιότερης δήλωσης του δημιουργού του όταν, ερωτώμενος για το αν ανησυχεί για την υστεροφημία του έργου του μετά από ταινίες σαν την «Συμμαχία», εκείνος απάντησε πως δεν φοβάται καθόλου: «Τα έργα μου παραμένουν ασφαλή στο ράφι της βιβλιοθήκης μου». Για τους υπόλοιπους, η ταινία του Σνάιντερ μπορεί τουλάχιστον να αποτελέσει αφορμή για την εισαγωγή στο έργο ενός αληθινά μεγάλου συγγραφέα, το οποίο και μετά από χρόνια συνεχίζει να αποκαλύπτει νέες του πτυχές στους αναγνώστες που επιστρέφουν σε αυτό.


ΟΙ ΗΡΩΕΣ


DR. ΜΑΝΗΑΤΤΑΝ (Μπίλι Κρούνταπ)
Υποψήφιοι για τον ρόλο: Κιάνου Ριβς, Χοακίν Φίνιξ, Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ


Η απόλυτα ντετερμινιστική φιγούρα της μυθολογίας του «Watchmen», ο επιστήμονας Τζον Οστερμαν μεταμορφώνεται, κατόπιν ατυχήματος, σε έναν μελαγχολικό υπεράνθρωπο που έχει τη δυστυχία να ζει έξω από τη ροή του χρόνου όπως την αντιλαμβανόμαστε, βιώνοντας ταυτόχρονα όλες τις στιγμές.



ΤΗΕ COMEDIAN (Τζέφρι Ντιν Μόργκαν)
Υποψήφιοι για τον ρόλο: Ρον Πέρλμαν

Κυνικός, μηδενιστής και πατριώτης. Ο Comedian («Κωμικός»), ο μοναδικός (μαζί με τον Δρ. Μανχάταν) εγκεκριμένος από την κυβέρνηση υπερήρωας, είναι ήδη νεκρός όταν ξεκινάει η ιστορία, με τη δολοφονία του να βάζει μπροστά την πλοκή και τα διαρκή φλάσμπακ να προσθέτουν στοιχεία για τον μυστηριώδη χαρακτήρα του.



RΟRSCΗΑCΗ (Τζάκι Ερλ Χέιλι)
Υποψήφιοι για τον ρόλο: Σάιμον Πεγκ, Ντάνιελ Κρεγκ

Ορκισμένος πολέμιος του εγκλήματος, διερευνά τη δολοφονία του Comedian και την πιθανότητα πίσω από αυτή να κρύβεται μια γενικευμένη απειλή εναντίον των «Watchmen». Η φιλοσοφία του (υπάρχει το Καλό, υπάρχει το Κακό) τον φέρνει σε αντίθεση με τον Δρ. Μανχάταν, ο οποίος απορρίπτει εξ ολοκλήρου της ιδέα της ηθικής.



ΟΖΥΜΑΝDΙΑS (Μάθιου Γκουντ)
Υποψήφιοι για τον ρόλο: Τζουντ Λο, Τομ Κρουζ

Ο πάμπλουτος, πανέξυπνος και μεγαλομανής επιχειρηματίας Εϊντριαν Βέιντ έχει παραιτηθεί από την ενεργό υπερηρωική δράση από τότε που οι ήρωες κηρύχθηκαν εκτός νόμου, αλλά εξακολουθεί να κατατρύχεται από το σύνδρομο του σωτήρα. Πιστεύει δίχως αναστολές πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.



ΝΙΤΕ OWL (Πάτρικ Γουίλσον)
Υποψήφιοι για τον ρόλο: Τζον Κιούζακ

Διαστρεβλωμένη εικόνα ενός Μπάτμαν, ο Nite Owl ζει σε απομόνωση, χωρίς να έχει κάποιο συγκεκριμένο σκοπό στη ζωή του και δίχως κάποιον αυστηρό ηθικό κώδικα να τον καθοδηγεί. Στην πορεία της δράσης θα συνεργαστεί με τον Rorschach για να φτάσουν στην αλήθεια που κρύβεται πίσω από τη δολοφονία του Comedian.



SILK SPECTRE (Μαλίν Ακερμαν)
Υποψήφιες για τον ρόλο: Σιγκούρνι Γουίβερ

Σύμμαχος του Nite Owl, έγινε υπερηρωίδα ακολουθώντας τα βήματα της μητέρας της, πρώτης Silk Spectre (στην ταινία η Κάρλα Γκουτζίνο). Στο κόμικ χρησιμοποιείται από τον Αλαν Μουρ ως σχόλιο πάνω στον τρόπο με τον οποίο τα υπερηρωικά κόμικς, συχνότερα από ό,τι πρέπει, βλέπουν τις γυναίκες ως αντικείμενα.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ