Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ: Ο δικός μας «Withnail» έχει γενέθλια

Εγκάρδια χρόνια πολλά σ’ έναν ηθοποιό χαμηλών τόνων και θεόρατου φλέγματος, που είναι και θα είναι πάντα συνοδοιπόρος μας, αν μη τι άλλο, για έναν εμβληματικό ρόλο. 

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ: Ο δικός μας «Withnail» έχει γενέθλια

Ακούγεται άδικο είναι όμως (και) ευλογία. Ο Ρίτσαρντ Γκραντ έχει μια διόλου ευκαταφρόνητη καριέρα στο σινεμά, το θέατρο και την τηλεόραση. Η έντιμη καριέρα και η εκθαμβωτική «περσόνα» του (εισαγωγικά διότι μοιάζει πέρα για πέρα για αυθόρμητη για να είναι τεχνητή), εγκλωβίζονται υπέροχα σ’ έναν φάκελο που από τη μια μεριά έχει τον Withnail της ταινίας του Μπρους Ρόμπινσον «Ο Φίλος μου κι Εγώ» (1987) και από την άλλη το πρόσφατο «Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις», όπου κατά μία έννοια ξαναβλέπουμε τον Withnail 31 χρόνια μετά, την μόνη ουσιαστικά ταινία που απέφερε κατεστημένη αναγνώριση στον ηθοποιό.

Ο Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ γεννήθηκε στην Σουαζιλάνδη, η σημερινή Εσγουατίνι, στη νοτιοανατολική Αφρική. Η ρίζα του είναι εγγλέζικη, αφρικάνερ, ολλανδική και γερμανική, ωστόσο μεγάλωσε με τρόπο που ανακαλούσε για τους Εγγλέζους του ‘80 που τον πρωτοαντίκρισαν (και κυρίως πρωτάκουσαν) μια ήδη περασμένη, παλιομοδίτικη εποχή. «Τα αγγλικά σου μοιάζουν σα να έρχονται από την δεκαετία του ‘50», του είπαν. Έτσι είχε μεγαλώσει ο Γκραντ. Όχι μεγαλοαστικά ή πλούσια αλλά με τον τρόπο που στο βρετανικό προτεκτοράτο της Σουαζιλάνδης συντηρούσαν την μνήμη της μητέρας πατρίδας.

Στο Λονδίνο των αρχών του ’80 η φτώχεια ήταν επιπέδου «σοφίτα με τη βδομάδα» παρότι ο Γκραντ ερχόταν με μια θεατρική παιδεία και μια κάποια εμπειρία στην Αγγλία για καριέρα. Το 1986 γίνεται η συνάντηση κλειδί με τον Μπρους Ρόμπινσον κι αυτός βλέπει στον Γκραντ τον «Withnail» που ήταν «πάντα εκεί». Για να περιγράψεις τον χαρακτήρα αυτόν πρέπει να καταφύγεις σε μια λογοτεχνίζουσα φρασεολογία που, όπως και ο χαρακτήρας, δεν είναι του συρμού. Βλέπεις ο Withnail είναι σαν ένας σαθρός κόμης, ανάμεσα Όσκαρ Ουάϊλντ και Γουίλιαμ Μπάροουζ, στο τραγικωμικό του fin de siècle, δυτικά του λυπημένου 1969 της ταινίας, στην κόψη μιας δεκαετίας ελπίδας και μιας δεκαετίας (διαγραφόμενης;) παρακμής. Είναι ένας βαθύς, ανέλπιδος πότης χωρίς αιτία, με την αλκοολική τρέλλα να αντικρίζει τον θάνατο στα μάτια. Ο Γκραντ, που σημειωτέον δεν μπορεί να αγγίξει αλκοόλ λόγω οργανικής δυσανεξίας, εξαφανίζει στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας όποιον πάει να σταθεί δίπλα του και αποτυπώνει αυτούς που χωρίς έρωτα εξέπεσαν, απαγγέλλοντας, απαράμιλλα, τον δικό του Άμλετ στη βροχή, ενώ «η λευκότερη απόχρωση του ωχρού» από τον King Curtis στο βάθος, μπορεί να σε αφήσει διαλυτικά και σένα σε μια αναπόληση που αυτό το έργο βρήκε και για πάντα αποτύπωσε.

Με άλλα λόγια ο «Withnail and I» (το δικό μας essential cinema εδώ) είναι μια βιωματική ταινία, βλέπεται απ’ τον καθένα φυσικά (είναι και εξωφρενικά αστεία), σε κάποιους όμως θα κλειδώσει μέσα και θα πετάξει και τα κλειδιά. Κι όλ’ αυτά, δίχως να υποτιμάς κανέναν από το καστ και την παραγωγή, οφείλονται πρώτα στον Ρόμπινσον και κύρια στον Γκραντ.

Υπήρχε κάτι που απέτρεψε τη μεγάλη καριέρα. Το οφθαλμοφανές είναι πως ένας ψηλόλιγνος, έξοχα φλεγματικός, ανδρόγυνα γοητευτικός, Λονδρέζος δεν είναι το ψωμοτύρι του Χόλιγουντ. Το άλλο είναι και πως ο ίδιος (φαίνεται να) είναι ένα ενθουσιώδες, ιδιοφυές παιδί που δεν πετάει τη σκούφια του για «καριέρα». Το δοκίμασε στο «Hudson Hawk», εκείνη τη βόμβα που αποδιάρθρωσε και ανασυγκρότησε το Χόλιγουντ στις αρχές του ’90. Η ταινία απέτυχε, η εμπειρία του ήταν απεχθής. Τον ήθελαν διάφοροι μεγάλοι σε μικρούς ρόλους. Ο Κόπολα στον «Δράκουλα», ο Όλτμαν στον «Παίκτη» και το «Prêt-à-Porter» (και αργότερα στο «Gosford Park»), ο Κάουφμαν στο «Χένρι και Τζουν», ο Σκορσέζε στα «Χρόνια της Αθωότητας», η Κάμπιον στο «Πορτρέτο μιας Κυρίας». Κάποιοι από εμάς, όπου τον δούμε, εντυπώνεται. Το έπαθαν και μερικοί σκηνοθέτες.

Μεγάλο ρόλο όμως, σε παραγωγή βεληνεκούς, δεν του έδωσαν. Δουλειά υπάρχει πάντα (και τώρα τελευταία έχει πάρει και πάνω της σε διασημότερα σχέδια), πολλή τηλεόραση, audiobooks (ποιος μπορεί να μην θέλει να ακούσει βιβλίο από τον Ρίτσαρντ Γκραντ;), ακόμα και μια ταινία που με μύριες δυσκολίες σκηνοθέτησε ο ίδιος, το παραγνωρισμένο «Wah-Wah» του 2005 που βασίζεται και σε δική του (αυτοβιογραφική) ιστορία κι σενάριο. Η ταινία είχε προβληματική διανομή, χλιαρή κριτική αντιμετώπιση κι έχασε λεφτά. Είναι όμως αντιπροσωπευτική του συναισθηματισμού πίσω από το φλέγμα του Γκραντ.

Το 2018, με το «Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις», ο Withnail, δίπλα στην ανυποχώρητη Μελίσα ΜακΚάρθι, επέστρεψε. Με τις ταιριαστές ανέκαθεν ρυτίδες, την αέναη τρέλα, την άφατη μελαγχολία μιας ζωής που δεν συντροφεύθηκε (όπως προέβλεπε άλλωστε), τον ενθουσιασμό του σπαρταριστού εφήβου στο ηλικιωμένο πια σώμα. Το όνομα στην ταινία δεν είναι βέβαια το ίδιο, η αναφορά όμως είναι σαφής. Και, για μια φορά, η Ακαδημία τον πρόσεξε και τον έθεσε υποψήφιο Β’ Ανδρικού Ρόλου – χάνοντας τελικά από τον ρόλο του Άλι του «Πράσινου Βιβλίου». Ρόλο που το 2049 δεν θα θυμάται κανείς.

Από το 2016 πάντως οι συμμετοχές σε μείζονες (οικονομικά) παραγωγές της βιομηχανίας εμφανίστηκαν δειλά-δειλά. Στο «Logan», απέναντι στον Τζάκμαν, στον «Καρυοθραύστη και τα Τέσσερα Βασίλεια» (δεν έχουμε τύχη, το είπαμε), στο κύκνειο άσμα του «Πολέμου των Άστρων» και στο «Loki» του Disney+.

Δηλώνεται αδυναμία στον Ρίτσαρντ Γκραντ, είναι ωραίος τύπος, έχει λατρεία (και άγαλμα!) στην Μπάρμπαρα Στρέιζαντ (γνωστή η ιστορία την περίοδο των Όσκαρ τότε), δεν έχει απασχολήσει ποτέ με ανοησίες, παρουσίασε με ιδιαίτερη χάρη τα φετινά BAFTA, έχει παράσημο και το ωραιότερο ντεμπούτο στην ιστορία του σινεμά - μετά τον Όρσον Γουέλς, δεκτό.

Να είναι γερός.