Ρόμπερτ Τάουνι (1934-2024): Ο κινηματογράφος έχασε έναν από τους μετρ σεναριογράφους του

Ο οσκαρούχος της «Τσάιναταουν» υπήρξε σύμφυτος του Νέου Χόλιγουντ και παρότι εργάστηκε περιστασιακά μέχρι και τον 21ο αιώνα, το όνομά του χαράσσεται με χρυσά γράμματα γύρω από την δεκαετία του ’70.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Ρόμπερτ Τάουνι (1934-2024): Ο κινηματογράφος έχασε έναν από τους μετρ σεναριογράφους του

Ήταν περίεργη περίπτωση ο εκλιπών. Ωραία περίεργη. Από εκείνους που λες θα μπορούσε να έχει αφήσει πίσω του περισσότερα του ενός μνημεία. Ή, έστω, αλυσίδες σεναρίων που υποβοήθησαν μεγάλα έργα. Αλλά ήταν περίεργος. Από εκείνους τους συγκρουσιακούς, τους ημιτελείς, τους ghostwriters άφθονων σεναρίων που έγιναν καλύτερα αλλά δεν ανέγραψαν το όνομά του, τους κάπως σαν ανασφαλείς και μαζί macho που λες και απέφευγαν την ευθύνη της ανάληψης, ενώ ταυτόχρονα ήταν alpha males ως φήμη στη δουλειά. Βασικά ένας τύπος άνδρα-δημιουργού που βρίσκεται σε έκλειψη, εξού και η κάποια θλίψη παρά τις πλήρεις ημέρες του. Με τόσες καταχρήσεις άλλωστε, θα τον έλεγες και κινητή διαφήμιση ότι κάνουν καλό…

Ο Τάουνι ξεκίνησε από την τηλεόραση, ύστερα από μια μάλλον προνομιούχα παιδική και φοιτητική ηλικία, κι έναν έρωτα με το σινεμά που ξεκίνησε από τα 7 του όταν είδε τον «Λοχία Γιορκ» του Χάουαρντ Χοκς. Αμέσως μετά την τηλεόραση συνάντησε έναν άλλον μεγάλο εκλιπόντα της χρονιάς που διανύουμε, τον Ρότζερ Κόρμαν. Έγραψε και το σενάριο του «Tomb of Ligeia», το οποίο οι φανς των «μεταφορών Πόε» του Κόρμαν έχουμε ψηλά.

Το νερό είχε μπει στο αυλάκι με την γνωριμία του με τον Νίκολσον, οπότε και με τον Μπίτι. Ήταν ανώνυμος «γιατρός σεναρίου» στο «Μπόνι και Κλάιντ». Το ίδιο και στο ντεμπούτο του Νίκολσον στην σκηνοθεσία («Drive, He Said»).Το ίδιο και στο «McCabe and Mrs. Miller» του Όλτμαν. Κάπου εκεί γράφει το «Τελευταίο Απόσπασμα» για τον Άσμπι (και τον Νίκολσον), ένα τυπικό παράδειγμα του ρεαλισμού του, της αντίληψης του διαλόγου, της εκ των έσω κριτικής του ανδρισμού, της περιγραφής της ψυχής του, της φιλίας, της ηθικής ενηλικίωσης δίχως δράμι ηθικολογίας. Πρώτη υποψηφιότητα για Όσκαρ.

Την επόμενη φορά «διορθώνει» την «Υπόθεση Πάραλλαξ» για τον Μπίτι και τον Πάκουλα και γράφει σε μια χρονιά το απολαυστικό «Yakuza» για τον Πόλακ και την «Τσάιναταουν». Με τον Πολάνσκι, όπως έχει μείνει στην ιστορία, σκοτώνονται επί καθημερινής βάσης. Τρανό παράδειγμα ότι οι συνεργασίες δεν απαιτείται «να τα βρίσκουν», χρειάζεται να ταιριάζουν πνευματικά. Διαφωνούν για το φινάλε, περνάει του Πολάνσκι – ο Τάουνι δεν σήκωνε ατιμώρητο Κακό. Παραδέχτηκε ότι το έρεβος του Πολάνσκι ταίριαζε καλύτερα. Πολλοί λένε ότι είναι το καλύτερο σενάριο την ιστορία του σινεμά. Πήρε Όσκαρ. Ένας από τους ηττημένους της ίδιας οσκαρικής πεντάδας είναι όντως το καλύτερο. Το έγραψε αυτός που ανέλαβε, την ίδια πάντα χρονιά (!!), τον «Μεγάλο Γκάτσμπι» για τον Κλέιτον και τον Ρέντφορντ, επειδή ο Τάουνι έπρεπε να γράψει την «Τσάιναταουν».

Το 1975 ξαναβρίσκει τον μέγιστο Χαλ Άσμπι του «Τελευταίου Αποσπάσματος» και, καθώς Μπίτι στο έργο, γράφει το παραγνωρισμένο, αλλά πολύ, «Shampoo». Τρίτη συνεχόμενη οσκαρική υποψηφιότητα. Συνεχίζει τις αφανείς διορθώσεις – μία εκ των οποίων το «Ας Περιμένει ο Παράδεισος», ο πρώτος θρίαμβος του Μπίτι (που επίσης πήρε σεναριακή υποψηφιότητα!)

Αποφασίζει να περάσει πίσω από την κάμερα ως σκηνοθέτης. Στα πλατώ του οι φήμες πάνε κι έρχονται, ο γάμος νοσεί, η κόκα πάει κι έρχεται κι αυτή, κυρίως έρχεται, το «Personal Best» είναι εμπορική αποτυχία και άξιο entry ενός δημιουργού που εγκαταλείπεται από την εποχή του. Γράφει το σενάριο του «Γκρεϊστόουκ», το πιστεύει πολύ, αλλά το σκηνοθετεί ο Χιου Χάντσον και ο Τάουνι (εύλογα) το αποκηρύσσει – μολονότι η Ακαδημία του δίνει την 4η σεναριακή υποψηφιότητα. Κάπου εκεί πασχίζει να σώσει και το έμελλε-να -είναι κύκνειο άσμα του φίλου Άσμπι, «8 Εκατομμύρια Τρόποι να Πεθάνεις». Δεν σωζόταν, απεδείχθη ένας από τους τρόπους.

Προτού παραδώσει το «Tequila Sunrise» (γνωστό ως «πώς ήταν το σέξι τρίο mainstream, Λούκα Γκουαντανίνο»), ξαναβοηθά, με άριστα αποτελέσματα τον Πολάνσκι στο «Frantic» του και γνωρίζει τον Τομ Κρουζ που του δίνει λευκή κάρτα για μια ταινία ενδεικτική του πώς το σινεμά του ’70 κατέληξε το 1990. «Μέρες Κεραυνού». Μια επαγγελματική δουλειά, απολύτως ξεχάσιμη με άλλο πρωταγωνιστή και δίχως Ντιβάλ. Αλλά οκ, αγαπάμε. Ο Ταραντίνο ορκίζεται σε δαύτο. Ο Τάουνι συναντά ήδη τον παλιόφιλο Τζακ. Θέλουν να στήσουν σίκουελ του «Τσάιναταουν». Σκοτώνονται οι δυο τους – ίσως και γιατί ο Τάουνι ήθελε και την σκηνοθεσία – ψυχραίνονται αναπόφευκτα, θα κρατούσε χρόνια το ψύχος. Το υπέγραψε τελικά ο Τζακ, στην τελευταία του σκηνοθεσία. Είναι έστω κι έτσι πολύ καλύτερο από ότι η Ιστορία το σταχυολογεί – ίσως κάποτε αναγνωριστεί.

Ο Τάουνι έκτοτε βοηθά Τομ (γράφει την «Φίρμα», κάλλιστη), βοηθά Μπίτι («Ένας Μεγάλος Έρωτας», μοναχικά αγαπώ), ξανά Τομ (δύο πρώτες «Επικίνδυνες Αποστολές») και ο Τομ αντιγυρίζει κάνοντας την παραγωγή στις δύο τελευταίες σκηνοθεσίες του, το πολύ καλό «Χωρίς Όρια» (1998) και το πολύ συμπαθές «Ask the Dust» (2006). Έκτοτε πρακτικά ησυχία. Πλέον σιωπή.

Κι όμως, πάντοτε ήξερε τις λέξεις ο Τάουνι. Ποιος θα τις πει, πώς θα τις πει, πότε. Τώρα η βιογραφία τελείωσε. Το έργο θα είναι πάντα εκεί.

Το Εγγλέζικο blues της Βίβιαν ΛιMaxxxine: Ένα αλλιώτικο «final girl»