Το 1985 ο Σιλβέστερ Σταλόνε, με το 2ο Ράμπο και το 4ο Ρόκι ήταν στον κολοφώνα της εμπορικής δόξας του (παίρνοντας δύο από τις τρεις πρώτες θέσεις της χρονιάς εκείνης στα ταμεία) και στο ναδίρ της κριτικής εκτίμησης. Λειτουργεί και σαν καλό παράδειγμα πάνω στην κριτική εμπάθεια που έχει και κάκιστη όψη όταν αρνείται να δει λειτουργίες που επιτελούν εξαιρετικά επιτυχημένα φιλμ ή υποτιμά κάλλιστες κατασκευές εξαιτίας προφανών (ή μήπως φαινομενικών;) ελαττωμάτων.
Το 4ο Ρόκι αντιμετωπίστηκε τότε (ας πούμε στην χώρα μας) σαν ξερή ψυχροπολεμική προπαγάνδα, σαν ένα δυτικό αμερικανοκίνητο έμεσμα που κατέρριπτε πολιτικάντικα και δημαγωγικά την σοβιετική ουτοπία. Ο Σταλόνε, πιο ευφυής βέβαια από την mainstream κριτική της εποχής του, είχε φτιάξει φυσικά ένα επι-φαινόμενο, ένα φαινόμενο πάνω στο φαινόμενο αν προτιμάς, μια ταινία που έπαιρνε τον δημοφιλή του ήρωα, κρατούσε αλώβητο τον πυρήνα του χαρακτήρα του κι από κει κι έπειτα «πείραζε» την εικόνα του τόσο με αιχμές κατά του σοβιετικού ολοκληρωτισμού όσο (ακριβώς ή και παραπάνω) υπονόμευε την διαφημιστική, τηλεοπτική, φιγουρατζίδικη σαπουνόπερα έθνους που ήταν η Αμερική της εποχής.
Στο μέσο έμενε μόνο ο Ρόκι Μπαλμπόα, σχεδόν ακέραιος, «χαλασμένος» σε σχέση με την απλότητα των καταβολών του (που ξαναβρίσκει σεναριογραφικά εντός του έργου) σαν συμβολικός φορέας της ανθρωπιάς των απλών ανθρώπων που υποκινούνται από τους προσωπικούς τους λόγους (ο τελικός αγώνας δεν είναι μόνο για την επιβολή ενός way of life αλλά και για την τιμή μιας ζωής) αλλά δεν έχουν καμμιά διάθεση να αλληλοσκοτώνονται τρομοκρατημένοι. Το φινάλε της ταινίας, απλοϊκό για τους κυνικούς, ρομαντικό για τους πραγματιστές αλλά απολύτως ευθύ σε σχέση με τον χαρακτήρα του ήρωα, ήταν ακριβώς αυτό.
Να πέντε πράγματα που πρέπει να θυμάσαι μπαίνοντας στο σίκουελ την επόμενη Πέμπτη:
1. Ο Απόλλο Κριντ, ο μπαμπάς του Τζόρνταν για όσους τώρα είδατε φως, έχει αποσυρθεί μετά την προ τετραετίας ήττα του από τον Ρόκι στην δεύτερη ταινία, τον έχει προπονήσει στην τρίτη, έχουν γίνει αδελφικοί φίλοι και καθώς τα λένε, πλούσιοι και δίχως ίχνος eye of the tiger πια, βλέποντας το βίντεο του αγώνα τους, ο Απόλλο προσπαθεί να πείσει τον διστακτικό Ρόκι να είναι στη γωνία του για έναν αγώνα επίδειξης με τον θηριώδη Ιβάν Ντράγκο (Ντολφ Λούντγκρεν) που έχει έρθει από την Σοβιετική Ένωση για να κάνει μια δήλωση αθλητική αλλά και μια δήλωση πολιτικής υπεροχής. Ας θυμίσουμε πως την ειδυλλιακή εκείνη δεκαετία είχαν γίνει Ολυμπιακοί Αγώνες στη Μόσχα που είχε μποϋκοτάρει η Αμερική (και οι δορυφόροι της) και Ολυμπιακοί Αγώνες στο Λος Άντζελες (την προηγούμενη του φιλμ χρονιά) που είχε μποϋκοτάρει η Σοβιετική Ένωση – και οι δορυφόροι της. Στον αγώνα της ταινίας ο Απόλλο Κριντ βγαίνει σε χορευτικό Τζέιμς Μπράουν (δυο μαύροι που η λευκή κουλτούρα χρησιμοποιεί σαν τσίρκο επίδειξης για πλούσιους λευκούς), τρώει ένα βρωμόξυλο από τον Ρώσσο και πέφτει νεκρός στον δεύτερο γύρο με το Ρόκι να κρατάει το χέρι τη λευκή πετσέτα που ο Κριντ του είχε απαγορεύσει στο όνομα της φιλίας τους να πετάξει.
2. Ο Ρόκι αποδέχεται την πρόσκληση να παίξει (βλέπε πολεμήσει) άτυπα τον Ντράγκο μέσα στη Μόσχα, ανήμερα των Χριστουγέννων κι επιβλέποντος του πολιτικού γραφείου του Κόμματος (Γκορμπατσόφ παρόντος), με την γυναίκα του να του λέει ότι δεν μπορείς να νικήσεις, θα σκοτωθείς (παιδί μου) κι εκείνος να απαντάει πως για να χάσει θα πρέπει όντως να σκοτωθεί αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει ο Ντράγκο να έχει το νεύρο να σταθεί απέναντί του. Έτσι ο Σταλόνε εδώ βρίσκει μια ακόμα ευκαιρία να μιλήσει για την έννοια του ανδρισμού, όχι σαν το machismo που εύκολα του καρφιτσώθηκε εκείνη την εποχή, αλλά σαν την απαίτηση στον (και από τον) ανδρικό ρόλο να ανταπεξέρχεται ιδίως και παρά τον φόβο σε δυσκολίες με ενάντιες πιθανότητες.
3. Οι προπονήσεις των δύο είναι επικό παράδειγμα μανιχαϊσμού με τον Ρώσο να γυμνάζεται σε υπερσύγχρονα γυμναστήρια (και σε ένα πλάνο να παίρνει και αναβολικά – υπήρχε τότε μια μεγάλη συζήτηση για τις επιδόσεις, ιδίως γυναικών του ανατολικού μπλοκ, στον αθλητισμό - στους Αμερικάνους δεν θα μπορούσε μια τέτοια αμερικάνικη ταινία να το πει αυτό…) και τον Ρόκι να τρέχει στα χιόνια και να σηκώνει κάρα σε στάβλους με σάουντρακ-ευλογία μέχρι σήμερα σε κάθε αθλούμενο και βιντεοκλίπ αίσθηση τραβηγμένη στο όριο της ωφελιμότητας για μια δραματουργία.
4. Ο Ντράγκο, παρότι σε πρώτη εντύπωση παρουσιάζεται σαν ένα αμίλητο τέρας, κρατάει από τον Σταλόνε την (ατομικιστική) αξιοπρέπεια του μαχητή που αγωνίζεται για τον εαυτό του ακόμα κι όταν αυτό τον φέρνει αντιμέτωπο με τον εξευτελισμό των προπονητών του. Που καταλήγουν στην πέμπτη σειρά των θεατών όταν τον προσβάλλουν κατά την διάρκεια του αγώνα. Ο ίδιος δε ο φαντεζίστικα χορογραφημένος αγώνας είναι μια αναμέτρηση προφανώς σωματικά άνιση ταυτόχρονα όμως αξιοσημείωτα «δημοκρατική» ως προς τους δύο αγωνιστές βλέποντάς τους σαν ίσους.
5. Καθώς εμφανίζεται ο 12ος γύρος του αγώνα ο δημοσιογράφος παρατηρεί «a few cheers for Rocky Balboa», μια σχεδόν απίθανη (όσο και αναπόφευκτη) κίνηση εκ μέρους του σεναριογράφου Σταλόνε που από τη μια οφείλει το λαοπρόβλητο στον ήρωά του από την άλλη όμως συλλαμβάνει μια εντυπωσιακή διείσδυση στο φίλαθλο αίσθημα υπέρ του αδυνάτου. Έτσι χαρίζει στους, φαινομενικά πάντα, κακούς Ρώσους το μεγαλείο της αναγνώρισης του αντιπάλου (κάτι που ας πούμε δεν το έδωσε ποτέ στον φίλο του κι εντελώς Αμερικάνο Απόλλο Κριντ) και ανοίγει τον δρόμο για το φιλειρηνικό μήνυμα του φινάλε που είναι όσο μελοδραματικό χρειάζεται ο Ρόκι και όσο προφητικό οραματιζόταν η τότε φοβισμένη ανθρωπότητα. Την ίδια χρονιά έγινε άλλωστε η ιστορική πρώτη συνάντηση Ρίγκαν-Γκορμπατσόφ…
Τέλος, το «Ρόκι 4» είναι καταδικασμένο στην συνείδηση των επικριτών ή των άτυχων που δεν το έζησαν στον καιρό του, να είναι μια ταινία της εποχής της, παρά τις όποιες αρετές μπορεί να τις βρει ο σοβαρός σημερινός θεατής. Μένει να αποδειχθεί πόσο black is back θα είναι το φετινό σίκουελ, πόσο θα παίξει με τα πάθη του πρώτου «Creed» αλλά και του «Ρόκι 4», πόσο θα καταφέρει να κλείσει το μάτι στην ηλικία και τη σοφία της χωρίς κοροϊδέψει μια saga που συνοδεύει τη ζωή της γενιάς που θα γεμίσει τις αίθουσες για ακόμα μια φορά.