Ρότζερ Κόρμαν (1926-2024): Σημειώσεις για την ζωή ενός θρύλου

Η έξοδος του Ρότζερ Κόρμαν σηματοδοτεί την τελική στροφή μιας διαδρομής που όχι μόνο περιέχει σημαντικό μέρος του αμερικανικού μεταπολεμικού σινεμά, αλλά και προικίζει την τελευταία, ως σήμερα, αναγέννηση του αμερικανικού κινηματογράφου στην ιστορική δεκαετία του ’70.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Ρότζερ Κόρμαν (1926-2024): Σημειώσεις για την ζωή ενός θρύλου

Αν είναι κανείς που του αρέσει η ιστορική αναδίφηση γεννητόρων φυσιογνωμιών στην τέχνη, μιλώντας για τον Ρότζερ Κόρμαν θα μπορούσε να χωρέσει ολόκληρο το αμερικανικό σινεμά των τελευταίων 50+ ετών. Οι άνθρωποι που πέρασαν από τα χέρια του, που υπήρξαν βοηθοί του, σκηνοθέτες του, ηθοποιοί του, σεναριογράφοι, φωτογράφοι και στ’ αλήθεια ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί, συνθέτουν έναν πανίσχυρο στόλο ονομάτων. Από τον Νίκολσον ως τον Κόπολα, από τον Πίτερ Φόντα και τον Ντένις Χόπερ ως τον Μάρτιν Σκορσέζε και τον Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, από νεότερους όπως ο Καρλ Φράνκλιν και ο Τοντ Φιλντ, μέχρι λίγο παλαιότερους όπως ο Τζον Σέιλς και ο Τζόναθαν Ντέμι (που σε κάθε ταινία του τον καλούσε για ένα cameo), από τον Τζέιμς Κάμερον ως τον Νίκολας Ρεγκ, κι από τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ ως τον Ρόμπερτ Τάουνι. Ή τον Κέρτις Χάνσον. Ή τον Τζο Ντάντε. Ή τον Ρον Χάουαρντ. Έχω παραλείψει κάμποσους. Κι αν πιάσεις τους αναφερθέντες και πολλαπλασιάσεις με παρουσίες μπρος και πίσω από την κάμερα στις ταινίες που ενεπλάκησαν, ένας κυριολεκτικός γεωγραφικός Άτλας του Χόλιγουντ που υφίσταται ακόμα ως σήμερα θα ζωγραφιστεί. Ο Ρότζερ Κόρμαν ήταν – και πάντα θα μνημονεύεται ως – κεφαλαιώδης. Απλά δεν έκανε θόρυβο. Και ήταν επιχειρηματίας ολκής.

Καταραμένη να είναι ελλειμματική τούτη η αναφορά, σας προσκαλεί, όσους ενδιαφερόμενους, σε πρόσθετη μελέτη του φαινομένου ενός ανθρώπου που ξεκίνησε αθόρυβα με σπουδές στο Στάνφορντ, υπηρεσία στο Ναυτικό κατά την διάρκεια του 2ου ΠΠ, ένα εξάμηνο Αγγλικής Φιλολογίας στην Οξφόρδη και μετά από ένα διάλειμμα οριζόντων στο Παρίσι είσοδο στον κόσμο του Χόλιγουντ. Από την πίσω πόρτα των στούντιο, από τον αντίποδα των κεφαλόσκαλων, από «βοηθός, βοηθού του βοηθού», παρότι άνθρωπος που έγραφε, είχε ιδέες, μάθαινε με ρυθμούς που άλλοι δεν κατόρθωσαν ποτέ.

Ο Κόρμαν ήταν πάνω από όλα παραγωγός. Αυτοαποκαλούνταν – και το εννοούσε ο αθεόφοβος με την μηδενική σπουδαιοφάνεια – «ο Όρσον Γουέλς των κακών ταινιών», μόνο που ήταν μακράν πληθωρικότερος ακόμα και του Γουέλς. Και τελείωνε τις δουλειές του, εν αντιθέσει με τον γίγαντα. Για την ακρίβεια τις τελείωνε εν ριπή οφθαλμού. Ο μέσος χρόνος των παραγωγών του ήταν 10-15 μέρες (όταν στο mainstream ξεκινάμε από τις 10-12 εβδομάδες). «Το Μικρό Μαγαζάκι του Τρόμου» έγινε σε δύο μέρες και μια νύχτα. Ο Κόρμαν ήταν ο Πάπας του ανεξάρτητου, του μηδενικού budget, του drive in, του παράλληλου κυκλώματος. Σκηνοθετούσε άνετα 6-7 ταινίες τον χρόνο. Στο imdb συναντάς περίπου 500 παραγωγικά credits. Πρακτικά, ωστόσο, οι σκηνοθεσίες του συνωστίζονται από τα μέσα του ’50 έως τις αρχές του ’70. 15 χρόνια περίπου, για σχεδόν 50+ ταινίες.

Για το κείμενο αυτό δεν μπορώ να μην επιμείνω στα πετράδια του σκηνοθετικού στέμματος, τον περίφημο «Κύκλο του Έντγκαρ Άλαν Πόε» (μια ωραία αναφορά εδώ). Ούτε για κύκλος πήγαινε, ούτε του Πόε είναι επακριβώς (τι επακριβώς δηλαδή…), παρότι τα δάνεια πηγαινοέρχονται. Μια κινηματογραφική ζώνη όπου το ονειρικό, το campy, το ψυχαναλυτικό, το ακέραια σινεματικό, συνωθούνται. Είναι όμως, κι ας είναι το σύγχρονο μάτι παντελώς απροπόνητο (και απρόθυμο) να εισέλθει κατανοώντας ένα παραγωγικό πνεύμα (μισό Βαλ Λιούτον, μισό Ντέιβιντ Ο΄Σέλζνικ  - ο Κόρμαν δεν έχανε ποτέ λεφτά) και μια χειροποίητη κινηματογραφική αισθητική του less is more, μια σινεάκ λογική που βλέπει την ταινία ως παιδικό θεό, έγχρωμο, παιχνιδιάρικο, παγανιστικό, άφοβο στο γέλιο, ανοιχτό στην κάποτε λίαν τρομακτική συνέπεια, ανά πάσα στιγμή γονυπετή μπροστά στην πραγματική θεότητα του σινεφίλ, τον κόσμο του κινηματογραφικού κάδρου. Είναι θρησκευτικά πράγματα αυτά, θεολογούμε τώρα, δεν είναι εύκολα επικοινωνήσιμα σε Θωμάδες του ορθολογισμού που κατακλύζουν την δημόσια σφαίρα.

Μόνο μερικοί τίτλοι ενδεικτικοί. Ο Κόρμαν παρήγαγε το «Grand Theft Auto» – που υπήρξε το ντεμπούτο του Ρον Χάουαρντ. Ναι, από εδώ ο τίτλος των videogames που υπάρχουν ακόμα.  Το ’54 παρήγαγε το «The Fast and the Furious», το έδωσε στον πρωταγωνιστή του, Τζον Άιρλαντ να το σκηνοθετήσει – ναι από εδώ κι ο άλλος σημερινός τίτλος. «The Intruder», με έναν νεαρό κι άγνωστο ακόμα Γουίλιαμ Σάτνερ, προτού έρθει ένα Star Trek στην ζωή του. «Μεγάλη ταινία», αν και στον Κόρμαν δεν άρεσαν αυτοί οι χαρακτηρισμοί – δεν «πουλούσε» ποτέ τον εαυτό του έτσι. Παρότι, επαναλαμβάνω, το «να βγάλει λεφτά η ταινία» ήταν ο απαρέγκλιτος οδηγός του. Δεν γίνεται και δεν νοείται σινεμά αλλιώς. «Highway Dragnet», βασισμένο σε δική του ιστορία, ένα κοσμηματάκι που σκηνοθέτησε ο Νέιθαν Γιούραν το ’54, πάλι δεν του άρεσε του Κόρμαν, η σχέση του με τα στούντιο ήταν εξαρχής σε λεπτό νήμα, βαριόταν πάντα τις προτάσεις τους – όπως κι εκείνοι παραξενεύονταν από τις δικές του. Αγαπημένος Poe Cycle; Όλα ανεξαιρέτως, η κριτική (όσο «καταλάβαινε» βέβαια, ανέκαθεν αυτό) διάλεγε πάντα την «Πτώση του Οίκου των Άσερ» ή την «Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου», ασφαλείς, άψογες επιλογές, όμως είναι το «Πηγάδι και το Εκκρεμές» που τελειώνει την παρτίδα ή εκείνο το παροιμιώδους ομορφιάς «Haunted Palace», το ίδιο (που είναι βέβαια Λάβκραφτ στην καρδιά του, αλλά δεν πειράζει, «Κύκλος Πόε» κι αυτό). Δείτε τα όλα.

Έκανε το έξοχο-έξοχο-έξοχο «The Trip» με έναν Νίκολσον που κάποτε είπε ανάμεσα σε ύμνους για τον Κόρμαν ότι «αυτός με κουβάλησε για χρόνια». Η ταινία απεικόνιζε και άφηνε στην αιωνιότητα την εποχή του flower power. Όχι σαν εγκώμιο, σαν φωτογραφία. Η μυθοπλασία ενίοτε είναι το καλύτερο ντοκιμαντέρ. Όταν «βαριόταν», ο Κόρμαν γινόταν διανομέας. Κανείς δεν ενδιαφερόταν να φέρει στην Αμερική Μπέργκμαν, Φελίνι, Κουροσάβα, Λόουζι, Σλέντορφ, Γουίαρ. Τα έφερε αυτός. Αγόραζε το «Κραυγές και Ψίθυροι» του πρώτου για πενταροδεκάρες και έβγαζε εκατομμύρια. Μόνος του ως διανομέας είχε περισσότερα Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας απ’ όσα οι μεγάλοι αγοραστές και τα στούντιο.

Και πάρα-πάρα πολλά ακόμη. Εναπόκειται στον Άλλο Θεατή η έρευνα, η ανάγνωση και η αναγνώριση που μόνο η θέαση φέρνει.

Θα κλείσω με μια προσωπική νότα. Πριν περίπου 25 χρόνια το έφερε η επαγγελματική μοίρα να τον γνωρίσω. Όχι ως συνεντευξιαζόμενο, άλλωστε έχω παροιμιώδη αλλεργία στην λειτουργία αυτή και το τέλειο ήταν πόσο ανακουφισμένος έδειχνε που ήταν μια απλή κουβέντα. Φυσικά εστίασα στον Κύκλο του Πόε, ίσως προβλέψιμα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την έκπληξή του. Ίσως δεν πίστευε ότι ένας νεαρός στην Ελλάδα μπορούσε να έχει, 40τόσα χρόνια μετά από τις ταινίες, τέτοια έξαψη για ένα σινεμά ήδη εγκαταλειμμένο από τα χρόνια του από το κυρίως κύκλωμα. Με τα χρόνια όμως, θυμούμενος την ευγενική φυσιογνωμία, με εκείνο το υπομειδίαμα «been there done that» σεμνότητας, νομίζω ότι η έκπληξή του ήταν γιατί κι ο ίδιος, ίσως σαν γνήσιος Αμερικάνος, δεν θεωρούσε ποτέ ότι θα εκλαμβανόταν ως καλλιτέχνης στην ίδια πρόταση με auteur μιας εποχής που ίδρυσαν την λέξη. Ήταν όμως, και παραμένει. Απλά η έννοια χρειαζόταν, ανέκαθεν, μια διεύρυνση (ήδη από τον Βαλ Λιούτον ήταν αυτό αναγκαίο). Ο Ρότζερ Κόρμαν, αυτός ο κινηματογραφικός homo universalis, ήταν η αποθέωση της «διεύρυνσης» αυτής. Και το καλό είναι ότι φεύγοντας από τα εγκόσμια πιστοποιείται ότι η συνεισφορά του μένει απτόητα εδώ. «I think it was ok», μου είπε σε κάποια φάση, φοβισμένος ίσως (…), ενώ νομίζω ότι παραληρούσα νεανικά για την «Πτώση του Οίκου των Άσερ». Ίσως αυτό είναι το…rosebud ενός μεγάλου. Ενός μεγάλου που ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του ως τέτοιον. Και ίσως γι’ αυτό ήταν, αλλά ακόμα περισσότερο, ίσως γι’ αυτό δεν έπαψε ποτέ να δημιουργεί.

Χάρβεϊ Καϊτέλ: Ένας ηθοποιός στη σκιά της «μεθόδου»«Ο χριστιανισμός είναι ένα είδος αποπλάνησης»: Το cinemagazine συναντά τη σκηνοθέτιδα Τζέσικα Χάουσνερ