Ρότζερ Μίτσελ (1956-2021): Βαρύ, ξαφνικό, πλήγμα για το βρετανικό σινεμά

Ένας ικανότατος δημιουργός, θαυμάσιος κάτοχος του βρετανικού ιδιώματος, έφυγε προχθές σε ηλικία 65 ετών, μεσούσης της περιόδου παρουσίασης της τελευταίας του ταινίας, «The Duke».

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Ρότζερ Μίτσελ (1956-2021): Βαρύ, ξαφνικό, πλήγμα για το βρετανικό σινεμά

Ένας τρόπος για να καταλάβεις την απώλεια του Ρότζερ Μίτσελ είναι να παρακολουθήσεις τον Ρίτσαρντ Κέρτις. Έναν προφανώς ικανό σεναρίστα που στο σινεμά τουλάχιστον έχει δύο μεγάλες στιγμές: Το «Τέσσερις Γάμοι και μια Κηδεία» και το «Μια Βραδιά στο Νότινγκ Χιλ». Πολλοί προσθέτουν και το «Love Actually», που μπορεί να είναι για τους λόγους της γενεαλογική χριστουγεννιάτικη ταινία, αλλά είναι γεμάτη κινηματογραφικά ελαττώματα. Έτσι μένουν δυο ταινίες και μια σειρά συμπαθών αποτυχιών, καλής ιδέας, νερόβραστης εκτέλεσης, εξαιρώντας το «Άλογο του Πολέμου» (που έχει σκηνοθέτη) και το «Bean» - που έχει ιδιοφυή πρωταγωνιστή, άλλωστε ο Κέρτις ορίζεται μέσα από την συνεργασία με τον Άτκινσον από τις αρχές του. Οι δύο μεγάλες του στιγμές οφείλονται στον Μάικ Νιούελ και τον εκλιπόντα.

Ο Μίτσελ, μεγαλωμένος με τον κλασικό βρετανικό τρόπο των κλασικών σπουδών, της λογοτεχνικής βάσης, της εμπέδωσης του ιδιώματος δηλαδή και εν συνεχεία τον εργατικό δρόμο θεάτρου, τηλεόρασης, κινηματογράφου, ήταν ένας σκηνοθέτης ραφιναρισμένος, με γούστο, λεπτότητα και οικονομία. Ακόμα και με τις rom-com συμβάσεις του «Νότινγκ Χιλ», η πληθώρα των στιγμών που βρίθουν του ιδιώματος, του χιούμορ και της υποδήλωσης τεκμηριώνουν την συνεισφορά του.

Πριν την τεράστια επιτυχία του 1999, ο Μίτσελ έκανε ένα τηλεοπτικό «Persuasion» (1995) που έδειξε τα δόντια στον βρετανικά απαραίτητο κόσμο της Τζέιν Όστεν, έδειξε την καρδιά του στο «Titanic Town» (1998), που παραμένει εν πολλοίς άγνωστο σήμερα και εκτοξευόμενος από την Τζούλια Ρόμπερτς και τον Χιου Γκραντ έκανε το πέρασμα στο Χόλιγουντ.

Εκεί αναδείχθηκε σαν ένας φίνος επαγγελματίας που μπορούσε να παίξει σε πολλά είδη. Το «Σε Αντίθετο Ρεύμα» δείχνει την άνεσή του με μεγάλο προϋπολογισμό, βεντέτες αλλά και ανάδειξη μιας ενοχλητικότητας που Αμερικανοί ομόλογοί του δεν περνούσαν με τόσο στιλ. Η «Μητέρα» είναι μια θαυμάσια ταινία σε σενάριο Χανίφ Κουρέισι, που δεν εκτιμήθηκε, ούτε καν ειδώθηκε, όσο έπρεπε (κι έχει και Ντάνιελ Κρεγκ, λίγο πριν την 007 δόξα). Δοκιμάστηκε σε διασκευή Ίαν ΜακΓιούαν στο «Enduring Love», χρίζει επανεκτίμησης τώρα πια ειδικά, πόσοι πάντως τα πήγαν καλά σε μεταφορές του συγγραφέα, μερικοί (Πολ Σρέιντερ ακούς;) κατεδαφίστηκαν σύγκορμοι.

Μια μεγάλη στιγμή ήρθε το 2006 με το «Venus», ξανά σε σενάριο του Κουρέισι, με έναν τεράστιο Πίτερ Ο’ Τουλ (οσκαρική υποψηφιότητα), έπειτα ήρθε μια μετωπική με την χολιγουντιανή διασημότητα (Φορντ, ΜακΆνταμς) στο «Πρωινό Ξύπνημα», δεν βγήκε, αλλά δεν βγήκε ευπαρουσίαστα, «Σαββατοκύριακα στο Χάιντ Πάρκ» και «στο Παρίσι», το δεύτερο ήταν καλύτερο, κυρίως γιατί η συνεργασία με τον Κουρέισι είναι αγαστή, επιστροφή στο εγγλέζικο περιβάλλον με την «Εξαδέλφη μου την Ραχήλ» (με την…Ραχήλ Βάις), Δάφνη ντυ Μωριέ, πάντα παρούσα αυτή η εκλέπτυνση, αυτό το ιδίωμα που όσοι το ζήσαμε στο αγγλικό σινεμά δεν το ξεπεράσαμε.

Στο τραγικά πρόωρο δειλινό της καριέρας του ήρθε ένα ντοκιμαντέρ-σφραγίδα της προαναφερθείσας αγγλικότητας: «Τσάι με τις Κυρίες», όπου κυρίες βλέπε Ντάμες Τζούντι Ντεντς, Μάγκι Σμιθ, Τζόαν Πλόουραϊτ και Άϊλιν Άτκινς, να πίνουν αφέψημα και να συνομιλούν για τις καλλιτεχνικές ζωές τους, τόσο ευχάριστο, τόσο φλεγματικό, τόσο εγγλέζικα αυθεντικό, μια έκπληξη θεαματική σε ένα είδος (αλλά όχι έναν τρόπο) αλλιώτικο από αυτό που τον είχαμε συνηθίσει. Και τώρα, δυστυχώς, το «Duke» του, με τον Τζιμ Μπρόντμπεντ και την Έλεν Μίρεν, που τόσο το περιμένουμε κάποιοι (απολαμβάνει ήδη ευμενέστατων σχολίων), θα έρθει ορφανό από τον δημιουργό του.

Ελαφρύ το χώμα, πρόωρη απώλεια, αισθητό πλήγμα για το Βρετανικό σινεμά και τους θιασώτες μιας μανιέρας που φθίνει. Κρίμα.