Αν δεις άλλους, ανάλογα μεγάλους, της γενιάς που εμφανίστηκε και αναδείχθηκε από τα μέσα του '90 και μετά (Νόρτον, Σέιμουρ Χόφμαν, Φίνιξ), θα διαπιστώσεις του χαρακτηρισμού «μεγάλος χαμένος» το αληθές. Όλοι τους έχουν ένα (τουλάχιστον) σημαντικό έργο να στεγάσει την εξίσου σημαντική ερμηνεία τους. Ο Μαρκ Ράφαλο έχει κι αυτός μια μεγάλη (ίσως και περισσότερο από των υπολοίπων) ταινία δεν είναι όμως το πρώτο βιολί της, δεν ταυτίστηκε μαζί της. Κι αυτό είναι το παράξενα διπλό χαρακτηριστικό του: Ο Ράφαλο είναι γεννημένος καρατερίστας, όχι χολιγουντιανός πρωταγωνιστής. Όχι ότι δεν «μπορεί» φυσικά. Το υλικό του είναι χρυσάφι ατόφιο. Το είδος όμως του ερμηνευτή που είναι, ο εσωτερικότατος, ενίοτε στωικός, τρόπος παιξίματός του (σαν τον Μπράντο χωρίς την υπόσχεση της έκρηξης), δεν αναζητείται πρωταγωνιστικά στο μείζον Χόλιγουντ. Ο Ράφαλο, έτσι δείχνει το πράγμα στα 53 του πια, να είναι καλά, θα είναι το κόσμημα ταινιών που απαιτούν ρολίστα μεγάλης ολκής, έναν «6ο παίκτη» που θα απογειώσει το ensemble, θα κάνει την ταινία καλύτερη κι απ' ότι ήλπιζε πως θα μπορούσε να γίνει.
Με μέτρο (και αναλογική οδύνη), διαλέξαμε μόλις 7 ρόλους μιας πορείας αλάνθαστων εμφανίσεων.
«Στηρίξου Πάνω μου» (2000) του Κένεθ Λόνεργκαν
Η τιμή της αξιοποίησης ανήκει στον ωραίο, συνεπή δημιουργό που άνθισε τον Ράφαλο και επί σκηνής, του έδωσε και αυτόν τον θαυμάσιο ρόλο σε μια από τις πιο άξιες δημιουργίες του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά. Χωρίς την ελάχιστη δόση υπερβολής το βάρος του Ράφαλο δια μιας και δια παντός στο έργο δικαιολόγησε αντιπαραβολές με τιτάνες της ερμηνευτικής ιστορίας (Μπράντο δηλαδή - αλλά και Ντιν που δεν συγκαταλέγεται στους τιτάνες πάντως). Η ιστορία δικαίωσε και δικαιώνει, αλλά με τον τρόπο του Ράφαλο, δηλαδή χαμηλότονα, εσωτερικά και, δυστυχώς, κινηματογραφικά κάπως άτυχα.
«Zodiac» (2007) του Ντέιβιντ Φίντσερ
Η μεγάλη ταινία που αναφέρθηκε πιο πάνω με τον Ράφαλο, στο έτσι κι αλλιώς τέλειο κάστινγκ, να πρυτανεύει σ' αυτό που ξέρει τόσο άριστα να κάνει - και αυτό που θα τον δείτε εκ νέου να πραγματοποιεί στα «Σκοτεινά Νερά»: Την εσωτερικευμένη μανία που δεν είναι παρά η αδιανόητη, φθοροποιός εμμονή του ανθρώπου που βλέπει να συμβαίνει ένα κακό και δεν μπορεί ούτε να κάνει κάτι γι' αυτό, ούτε όμως και να σταματήσει να προσπαθεί.
«Ο Κώδικας του Εγκλήματος» (2008) του Μπράιαν Γκούντμαν
Σχετικά άγνωστη ταινία που γνώρισε προβλήματα με τη διανομή της, έργο «μικρό», αν πρέπει να είσαι αντικειμενικός, ωστόσο ωραιότατο, θεαματικό στην ερμηνευτική κόντρα Ίθαν Χοκ-Μαρκ Ράφαλο και επιβλητικό στην διεύρυνση της γκάμας του τελευταίου που μετρημένα και ουσιαστικά αποδεικνύει πως η επιφανειακή γαλήνη μιας απωανατολικής προσέγγισης της ερμηνείας μπορεί κάποτε να δώσει τη θέση της και στην λυσσώδη έκρηξη. Άριστα και εδώ.
«Τα Παιδιά Είναι Εντάξει» (2010) της Λίζα Χολοντένκο
Σε μια ταινία που ανήκει στο λεσβιακό κέντρο της γαμήλιας σχέσης της Τζούλιαν Μουρ με την Ανέτ Μπένινγκ, ο Ράφαλο παρεισφρέει ως ο διπλός δότης σπέρματος των παιδιών τους αλλά και ως μποέμ τύπος που φέρνει στην επιφάνεια (εν γένει) γαμήλιες αδυναμίες. Τέτοια πράγματα ο Ράφαλο τα παίζει στα δάχτυλα, όλοι τους συζητήθηκαν στα Όσκαρ εκείνης της χρονιάς, Μπένινγκ έφτασε στην πεντάδα ενώ και ο Ράφαλο σημείωσε την πρώτη από τις τρεις του υποψηφιότητες - όλες για υποστηρικτικό ρόλο.
«Πάρ'το από την Αρχή» (2013) του Τζον Κάρνι
Από τον άνθρωπο που έκανε το «Once» ήθελες και περίμενες καλύτερο έργο (πήρε μια ρεβάνς με το «Sing Street» του 2016), όμως είναι ξανά ο Ράφαλο, ζεστός και λιτός και θαυμάσιος σε μια ρομαντική δραμεντί, που ιπποτικά (και ορθά) δεν κλέβει ποτέ το έργο από την παρτενέρ του (Κίρα Νάιτλι) αλλά δεν παραλείπει και ποτέ να παρέχει αφειδώς ειδικό βάρος και συνοχή στην ερμηνευτική καρδιά του έργου.
«Foxcatcher» (2014) του Μπένετ Μίλερ
Ο συνεπώς σκηνοθετών μεγάλα έργα Μίλερ, στην δεύτερη μεγάλη έμπνευση των επιλογών των ηθοποιών του (η πρώτη είναι βέβαια ο Καρέλ σε δραματικό και τέτοιο ρόλο), «βλέπει» στον Μαρκ Ράφαλο, που τον λες και προσωποποίηση της γλυκύτητας, έναν άγριο παλαιστή, χρυσό Ολυμπιονίκη. Ο Ράφαλο βάζει 15 κιλά, εξοντώνεται στην παλαιστική προπόνηση με τον Τέιτουμ, δύσκολο να διαλέξεις ποιος απ' όλους είναι καλύτερος, η ψήφος μας (και της Ακαδημίας) πήγε σε Καρέλ (έστω και με βαρύ μέικ απ) και Ράφαλο, ξανά, για υποστηρικτικό ρόλο. Μόνο που σ' αυτόν το μέικ απ ήταν εκ τον ένδον δουλεμένη, «αβοήθητη», ερμηνευτική κατάκτηση.
«Spotlight» (2016) του Τομ ΜακΚάρθι
Η Καλύτερη Ταινία στα Όσκαρ εκείνης της χρονιάς, πέρα από τις γνώμες και το γούστο καθενός μας, μπορεί να διατυμπανίζει με όλη της την έπαρση και πάλι το σημερινό μας τιμώμενο πρόσωπο, που όπως το συνηθίζει (τουλάχιστον αν σε εκφράζει ο τύπος της ερμηνείας του), παίρνει το ρόλο ενός δημοσιογράφου, τον φορτώνει με '70ς ιδεαλισμό και μετατρέπει, ιδίως σε μια «οσκαρική» σκηνή, όλη τη φόρτιση του κοινού περί δικαίου αισθήματος σε μεγάλη κινηματογραφική ερμηνεία. Τρίτη υποψηφιότητα για Όσκαρ, περιέργεια για το πότε θα έχει την εύνοια να το κατακτήσει κιόλας.