Σαμ Μέντες: Απ' το Covent Garden στην καρδιά του Χόλιγουντ

Ένας σκηνοθέτης για να παίξει στο γήπεδο των μεγάλων θέλει τύχη, ταλέντο βέβαια, όραμα και θέλει και τα κότσια να αντιμιλάς σε παραγωγούς της επανάληψης και της ευκολίας αντιπαραθέτοντας άλλους καλλιτεχνικούς προορισμούς. Ο Σαμ Μέντες τα έχει όλα.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Σαμ Μέντες: Απ' το Covent Garden στην καρδιά του Χόλιγουντ

54 σήμερα ο Σαμ Μέντες, η ιδιόμορφη εκείνη περίπτωση σκηνοθέτη που ξεκινά από το θέατρο και, παραδόξως, είναι και κινηματογραφικά ενδιαφέρων. Οι Άγγλοι έχουν βέβαια την παράδοσή τους σ' αυτήν την ιδιομορφία (Ολίβιε, Μπράνα), όμως ο Μέντες πατάει στο δικό του έδαφος. Έχοντας εντυπωσιάσει στο αγγλικό θέατρο από πολύ νεαρή ηλικία – καλλιτεχνικός διευθυντής μιας σκηνής του Κόβεντ Γκάρντεν από τα 23! - και διάσημος ήδη θεατράνθρωπος πριν καλά-καλά κλείσει τα 33 (όταν και μπαίνει και στο σινεμά), ο Μέντες έχει στο θεατρικό ενεργητικό του ρηξικέλευθες παραστάσεις του «Καμπαρέ» (υποψήφιος για Τόνι) και του «Oliver!», βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου για τον «Βυσσινόκηπο» και βραβείο Λόρενς Ολίβιε για τον «Γυάλινο Κόσμο» και το «Company».

Κάπου εκεί, στο κλείσιμο του αιώνα, έρχεται και η «Αμερικάνικη Ομορφιά», μια τέλεια, βιτριολική (κι ελαφρώς μισανθρωπική) σάτιρα της...Αμερικάνικης Ομορφιάς, των προαστίων, των εκπνέοντων γάμων, των σαθρών οικογενειών, του χρήματος και του σεξ ως συμπεριφοράς παρά ως αισθήματος. Ο Μέντες γίνεται ο μόλις έκτος σκηνοθέτης που παίρνει όσκαρ σκηνοθεσίας στο ντεμπούτο του, η ταινία σαρώνει γενικώς, ο δρόμος έχει ανοίξει, όμως ο Μέντες δεν είναι τυχαίος, βλέπει έναν άλλο δρόμο για επόμενο σχέδιο, τον επίφοβο Δρόμο για το Perdition, την ηθική έκπτωση, και κάπου εκεί βεβαιωνόμαστε πως το θρέμμα της Οξφόρδης δεν είναι τυχαίο.

Το «Road to Perdition» είναι αριστοκρατικό, νεοκλασσικό σινεμά, ενώνει Νιούμαν με Χανκς, τους βάζει να παίξουν και πιάνο μαζί σε μια σκηνή πολυεπίπεδα συμβολική, πραγματεύεται σχέσεις ακανθώδεις με όρους τραγωδίας – άρα και λύτρωσης, είναι εντυπωσιακή δεύτερη ταινία, καταλαβαίνεις πως τούτος δω δεν θα φέρει τα ψυχολογικά του εδώ πέρα, έχει άποψη και βλέμμα ευθυτενές ως προς την τέχνη του.

Η τρίτη ταινία θέλει να μπει βαθύτερα στην καρδιά του αμερικανικού σκότους, το «Jarhead» πάει στον Κόλπο καταπιανόμενο με κιουμπρικικές θεματικές πάνω στην δημιουργία του κτήνους, τον πόλεμο και τον άνθρωπο εν μέσω αυτού, είναι έντιμη, σοβαρή ταινία, όχι όμως (για την ώρα τουλάχιστον, θέλει επανεξέταση, ομολογώ) ελκυστική ταινία.

Η αγγλική ειρωνεία χτυπάει κόκκινο στην επόμενη ταινία, ένα διπλό σίκουελ, θα το έλεγε κανείς. Το «Revolutionary Road» συνεχίζει την θεματική της «Αμερικάνικης Ομορφιάς», όμως εκεί ο τόνος ήταν σατιρικός, εδώ είναι ευθύβολα ελεγειακός, τραγικός, θεόπικρος, βάζοντας για ζευγάρι του τα sweethearts του «Τιτανικού» (νυμφευμένος τότε την Κέιτ Γουίνσλετ, ο Μέντες), επιτιθέμενος μετωπικά στις προσδοκίες του μεγάλου κοινού. « Ο Δρόμος της Επανάστασης» είναι μεγάλη ταινία, αμφίβολα ελκυστική αποδείχθηκε, εύλογα, για τους περισσότερους, αποτελεί όμως ανατομία όψεων της Αμερικής που η ίδια χρειαζόταν, συχνότατα, ξένους (Σερκ, Γουάιλερ, Καζάν) να την διεκπεραιώσουν.

Για λόγους οικονομίας περνάμε το «Away we Go», που ήταν διάλειμμα απ' τα «μεγάλα» (είναι ωραιότατο πάντως, κι ας μην το είδε κανείς), στην στιγμή που ο Μέντες στρίβει τη γωνία, αφήνει πίσω του την Αμερική και αποφασίζει να διαπραγματευθεί με την πιο μεγάλη Εικόνα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, την Α.Μ. τον 007. Το «Skyfall» είναι ο εντελώς απροσδόκητος Bond, εδώ που τα λέμε είναι μόλις οριακά μια προσθήκη του franchise. Με το Μέντες στο τιμόνι ο 007 ξεφεύγει στην στρατόσφαιρα του μύθου και των καταβολών του.

Στα χαρτιά φαίνεται μεταμοντερνισμός, είναι, αλλά στο πανί, είναι μια από τις ωραιότερες ταινίες των '10ς, ένα έργο που αντιπροσωπεύει την πατρίδα του σε μια εποχή που τα εθνικά χαρακτηριστικά απονευρώνονται, μια ιδεολογική σήμανση που μαζί με την υπεράσπιση του «χάρτινου» πράκτορά της αναλαμβάνει ν' αντιπροσωπεύσει έναν τρόπο ζωής, μια νοοτροπία αγγλικότητας, ίσως ακόμα-ακόμα και μια ιδέα καθαρού Διαφωτισμού σε περιόδους παγκοσμιοποιημένου σκότους. Τέλεια περιπέτεια σε πορτοκαλί ημίφως (Ντίκινς διευθυντή φωτογραφίας...), κι ένα καμμένο παρελθόν σαν μοναδική αφετηρία μιας νέας αρχής, δεν είναι αυτό που θα έλεγες «τυπικός 007», παρ' όλ' αυτά το έργο θριαμβεύει σε όλα τα επίπεδα και ο Μέντες καλείται εκ νέου να σκηνοθέτήσει και τον επόμενο.

Το «Spectre», απογοήτευσε πολλούς, σταθερός κίνδυνος μετά από συγκλονιστικά reboot, κάνουν λάθος οι πολλοί, είναι άριστο και τούτο, αλλά, για κακή του τύχη, άριστο σ' ένα περιβάλλον που πλέον ανοιχτά δεν είναι Μποντ νέας εποχής, είναι Μποντ στο νεκροκρέββατο που συνομιλεί με τον εαυτό του – και μόνο. Συνεπώς, οι πραγματικοί λάτρεις μείναμε εκστατικοί, κάποιοι θεωρητικοί θαμπώθηκαν από το τόλμημα Μέντες και λοιπών υπευθύνων, αλλά «ως εδώ» είπαν οι ιθύνοντες, ευχαριστούμε πολύ, σε πενήντα χρόνια θα φανεί τις σας έφτιαξε, λέμε κι εμείς.

Να 'ναι καλά, αυτό που σκαρώνει (διαβάστε περισσότερα στο άρθρο Σαμ Μέντες και Στίβεν Σπίλμπεργκ καλούν ένα all-star καστ για το «1917») πάντα μας κεντρίζει το ενδιαφέρον, στην ομάδα των ευφυών δημιουργών τούτης της γενιάς ανήκει οπωσδήποτε.