Το σινεμά του Ράιαν Κούγκλερ εξετάζει την αφροαμερικανική εμπειρία μέσα από ρεαλιστικά δράματα (το συγκλονιστικό ντεμπούτο του «Fruivale Station»), εμποτίζει μία φρέσκια αντίληψη στο ρινγκ των franchises (αναζωογόνησε χωρίς αμφιβολία το ενδιαφέρον στο μύθο του Ρόκι με το «Creed») και αφήνει έντονο κοινωνικό αποτύπωμα ακόμα και σε μία MCU συνταγογραφημένη ανάθεση (οι δυο ταινίες «Black Panther»). Φέτος, επιστρέφει με μία πρωτότυπη ιδέα που ενώνει την πολιτική αλληγορία του Τζον Κάρπεντερ με την gory γλαφυρότητα ενός Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ και συστήνει έναν κόσμο «αμαρτωλών» βαμπίρ υπό τη μουσική σκέπη της κουλτούρας των μπλουζ.
Οι «Αμαρτωλοί» μας πηγαίνουν πίσω στα 1930s, στον αμερικανικό νότο των βαμβακοφυτειών. Εκεί δυο δίδυμα αδέρφια (ο ηθοποιός - φετίχ του Κούγκλερ, Μάικλ Μπ.Τζόρνταν σε διπλό ρόλο) επιχειρούν μία νέα αρχή στη γενέτειρά τους: τα εγκαίνια ενός νυχτερινού κέντρου που θα εκτονώνει μέσα από την μπλουζ μουσική επίκληση, την αγωνία και τον πόνο ενός σκλαβωμένου λαού. Την ρυθμική έξαψη της μπλουζ, όμως, θα διαταράξει ένα αρχέγονο κακό που διψά για country και... αίμα.
Το ΣΙΝΕΜΑ cinemagazine.gr είχε την τύχη να παρακολουθήσει τη Συνέντευξη Τύπου των «Αμαρτωλών», όπου ο σκηνοθέτης και σύσσωμο το καστ (που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την υποψήφια για Όσκαρ Χέιλι Στάινφελντ, τον Τζακ Ο’ Κόνελ του «71», τον θρυλικό Ντελρόι Λίντο και την αποκάλυψη της ταινίας, Μάιλς Κάτον), εξομολογήθηκαν τα μυστικά αυτού του «νέου οράματος τρόμου». Εσείς βυθιστείτε, ακόμα κι αν είναι Μεγάλη Εβδομάδα (!), στον κόσμο των «Αμαρτωλών» και αναζητήστε «μουσική» άφεση στην κινηματογραφική αίθουσα.
Από την ευρωπαϊκή πρεμιέρα της ταινίας
A dynamic duo
Κούγκλερ και Τζόρνταν είναι συνοδοιπόροι (ή καλύτερα cine-οδοιπόροι) από το 2013 με το «Fruitvale Station». Πώς έχει εξελιχθεί η επαγγελματική τους σχέση πέντε ταινίες και 12 χρόνια μετά; «Η συνεννόηση μεταξύ μας έχει γίνει πιο δυνατή με τα χρόνια, ειδικά τώρα που το "Sinners" ακολούθησε το σκηνοθετικό μου ντεμπούτο [σ.τ.σ. «Creed III»]. Έχω πλέον μια βαθύτερη κατανόηση και ενσυναίσθηση για το τι περνάει ο Ράιαν καθημερινά, όλους τους ρόλους που καλείται να αναλάβει και στα τόσα μέρη που πρέπει να βρίσκεται ταυτόχρονα. Ειδικά σε αυτή την ταινία, μπορούσα να είμαι ένα επιπλέον ζευγάρι μάτια για εκείνον. Να βοηθάω όπου μπορούσα ή να προβλέπω τις κινήσεις ή τις ανάγκες του», αναφέρει ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν. «Είναι απλώς μια αμοιβαία κατανόηση. Δεν μπορώ να εξηγήσω τη μη λεκτική επικοινωνία που έχουμε αναπτύξει».
Από την πλευρά του ο Κούγκλερ συμπληρώνει πως «σε μια βιομηχανία όπου το άγχος μπορεί να είναι πολύ υψηλό και η τοξικότητα συχνή, είναι υπέροχο να έχεις δίπλα σου κάποιον που καταλαβαίνει την αξία του να κρατάς την ατμόσφαιρα γεμάτη αγάπη και σεβασμό. Αυτό είναι που εκτιμώ περισσότερο στον Μάικλ. Το άλλο στοιχείο είναι ότι θέλει συνεχώς να προκαλεί τον εαυτό του. Αυτό το πνεύμα διέπνεε κάθε μέλος του καστ. Όποιος μπήκε στη διαδικασία και πάτησε το πόδι του στο πλατό, προσπαθούσε να είναι καλύτερος από την προηγούμενη ταινία του. Και πιστεύω ότι θα είναι ακόμα καλύτεροι στην επόμενη. Τέτοιους ανθρώπους προσλάβαμε - και αυτή η κουλτούρα ξεκινά από τον Μάικλ. Εγώ απλώς στάθηκα τυχερός που όλοι ήρθαν με αυτή τη νοοτροπία, και ήμουν πολύ χαρούμενος γι' αυτό».
Μία «αμαρτωλή» αποκάλυψη
Στην ταινία, ο πρωτοεμφανιζόμενος Μάιλς Κάτον αναλαμβάνει έναν σημαντικό δραματικό - όσο και μουσικό - ρόλο. Πώς βρέθηκε να «αμαρτάνει» για λογαριασμό του Ράιαν Κούγκλερ; «Ξεκίνησα όταν ήμουν 16 χρονών με την H.E.R., είχα την ευκαιρία να κάνω φωνητικά για εκείνη στην περιοδεία της σε όλο τον κόσμο. Ανοίγαμε τις συναυλίες των Coldplay. Προς το τέλος εκείνης της περιοδείας, χτύπησε το τηλέφωνο και μου είπαν: "Μικρέ, ήταν κάποιος στο κοινό που σε άκουσε να τραγουδάς και θέλει να κάνεις οντισιόν για έναν ρόλο". Έστειλα ένα self-tape, έπειτα με κάλεσαν ξανά. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι πήγα στο Λος Άντζελες και είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον Μάικλ και τον Ράιαν. Μπόρεσα να μιλήσω μαζί τους για τον ρόλο και να δώσω τον καλύτερό μου εαυτό. Το να βρίσκομαι σε αυτό το πρότζεκτ με βοήθησε να εξελιχθώ τόσο πολύ. Κάθε μέρα ήταν ένα μάθημα. Από τη στιγμή που πάτησα στο πλατό μέχρι το τέλος των γυρισμάτων, κάθε μέρα πίεζα τον εαυτό μου να γίνει καλύτερος. Βρισκόμουν δίπλα σε ηθοποιούς επιπέδου και μου έδειξαν τεράστια αγάπη. Το να βρίσκομαι εδώ αυτή τη στιγμή, με κάνει να νιώθω πραγματικά ευλογημένος».
White evil
Στους «Αμαρτωλούς» ο ταλαντούχος Τζακ Ο'Κόνελ που γνωρίσαμε στο δεξιοτεχνικό «71» του Γιαν Ντεμάνζ δίνει πρόσωπο στο «κακό». Μόνο που στο σύμπαν του Κούγκλερ, η πολιτική αλληγορία δεν κινείται με αφέλεια στην ευκολία του άσπρου/μαύρου. «Υπάρχει ένας πιο εύκολος τρόπος για να δηλώσεις μία κατάσταση, αλλά στην ταινία επιλέγουμε τον δύσκολο δρόμο. Για τον χαρακτήρα μου όλα έχουν να κάνουν με τη συντροφικότητα και την... αγάπη! Το μόνο που θέλει είναι να σε δαγκώσει λίγο στον λαιμό, κι αυτό είναι αγάπη που κρατάει για πάντα. Μόνο ένα μικρό δάγκωμα. Υπάρχει πραγματικός πλούτος, πραγματικό βάθος στη γραφή του Ράιαν. Αυτό που κυνηγούσαμε ήταν κάτι που δεν θέλαμε να φανεί επιφανειακό. Ήταν θεμελιωμένο, ριζωμένο στην ιστορία. Αυτό ήταν άλλωστε και το βασικό στοιχείο που με τράβηξε στην ταινία, ο πολιτισμικός πλούτος που αντιπροσωπεύουν οι χαρακτήρες μας», αποσαφηνίζει ο Ο'Κόνελ.
Ένας αναπάντεχος ήρωας δράσης
Προτεινόμενος για Τόνι και SAG, ο Ντελρόι Λίντο που σχετικά πρόσφατα μας είχε καθηλώσει στο «Da 5 Bloods» του Σπάικ Λι ως βετεράνος του Βιετνάμ, χρησιμοποιεί τη σωματικότητά του σε έναν εκρηκτικό ρόλο για τις ανάγκες των «Αμαρτωλών». Πώς ανταπεξήλθε στις προσδοκίες του σκηνοθέτη του; «Όταν ήμουν νεότερος είχα κάνει μαθήματα χορού και οι σκηνές δράσεις στον κινηματογράφο ή στο θέατρο μοιάζουν με χορογραφία. Μάλιστα όσο πιο βίαιη είναι μια σκηνή μάχης, τόσο πιο σημαντικό είναι να είναι απόλυτα οργανωμένη. Δουλέψαμε πολύ μεθοδικά για να το πετύχουμε, οπότε μέχρι να φτάσουμε να γυρίσουμε τις σκηνές μπροστά στην κάμερα, ξέραμε όλοι ακριβώς τι κάναμε και ποια ήταν η ευθύνη μας. Και κάτι ακόμα. Υπήρχε μία γενναιοδωρία που ξεκινούσε από τον Ράιαν και τον Μάικλ. Σε κάποιες σκηνές μου πρότειναν πράγματα και ρώτησα "Μπορώ να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό;" και φυσικά, υπήρχε πάντα χώρος για να ενσωματωθεί αυτό που ένιωθα πιο φυσικό ως ηθοποιός», αναφέρει για την θεαματική σκηνή αιματοκυλίσματος στο νυχτερινό κέντρο.
True grit
Δεκαπέντε χρόνια μετά την υποψηφιότητά της για Όσκαρ με το «Αληθινό Θράσος» των αδελφών Κοέν, η Χέιλι Στάινφελντ ταξιδεύει ξανά στον αμερικανικό νότο ως μία εναλλακτική femme fatale που θα ανατρέψει την ισορροπία στη σχέση των διδύμων Σμόουκ και Στακ (Τζόρνταν). Πώς αντιμετώπισε τη «νυχτερινή» διαδρομή του χαρακτήρα της; «Οι νύχτες ήταν τρελές. Μπαίναμε στο σετ όταν είχε ακόμα φως και βγαίναμε τα ξημερώματα. Αυτό που αγάπησα, όμως, περισσότερο απ’ όλα στα γυρίσματα που έγιναν στο Juke Joint [σ.τ.σ. όρος που περιγράφει τα άτυπα, μικρά μπαρ που στεγάζονταν σε πρόχειρα κτίρια ή ξύλινες καλύβες και χρησίμευαν ως χώροι της αφροαμερικανικής κοινότητας για χορό, τραγούδι και ποτό] ήταν πως το ένιωθες σαν "σπίτι". Υπήρχαν τόσα πολλά στοιχεία μέσα σε αυτό τον χώρο που του έδιναν "ζωή", που το έκαναν να μοιάζει με σπίτι. Το φαγητό, οι άνθρωποι, και πάνω απ’ όλα, η μουσική [...] Η Μέρι, ο χαρακτήρας που υποδύομαι, ανήκει εκεί. Το νιώθει. Το να βρίσκεται μέσα στο juke, πάνω στη σκηνή, ακόμα και στον εξωτερικό περίγυρο, κοιτώντας τη δομή που χτίστηκε, ήταν σαν να έγινε το σπίτι της. Έγινε η σύνδεσή της με τη μητέρα της και με το παρελθόν από το οποίο είχε απομακρυνθεί για πολύ καιρό, ζώντας μια πολύ, πολύ διαφορετική ζωή».
Οι κουλτούρες του Νότου
Η ταινία δεν αποτυπώνει μόνο μία πτυχή της αφροαμερικανικής εμπειρίας, αλλά φροντίζει να συμπεριλάβει και λοιπές κουλτούρες διαφορετικών εθνοτικών ομάδων της περιοχής. Και τις προσεγγίζει με την ίδια λεπτομέρεια, προσοχή και σεβασμό. Βασική οδηγός εδώ, ο χαρακτήρας της Γκέις Τσόου που υποδύεται η Λι Τζουν Λι που θαυμάσαμε στο «Babylon» του Ντάμιεν Σαζέλ. «Δεν ήξερα καθόλου για την κινεζοαμερικανική κοινότητα στο δέλτα του Μισισιπή. Δεν είχα καμία ιδέα πως υπήρχε. Το μόνο που ήξερα από την οντισιόν ήταν ότι η ηρωίδα ήταν Κινεζοαμερικανίδα με πολύ έντονη, βαθιά νότια προφορά. Κι αυτό ήταν που μου κίνησε το ενδιαφέρον, πέρα φυσικά από το ότι θα συνεργαζόμουν με τον Ράιαν. Όταν ξεκίνησα την έρευνα ανακάλυψα κάτι συναρπαστικό. Οι Κινεζοαμερικανοί ήταν βασικό κομμάτι της κοινωνίας εκείνης της εποχής. Ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να ανοίξουν μπακάλικα και για τις μαύρες και για τις λευκές κοινότητες, παρότι υπέστησαν και οι ίδιοι έντονο ρατσισμό. Σε ένα ντοκιμαντέρ της σκηνοθέτιδας Ντόλι Λι, αναφέρονται αρκετά πρόσωπα της εποχής, και ανάμεσά τους μια γυναίκα που λεγόταν Φρίντα Κουάν, την οποία χρησιμοποιήσαμε και ως έμπνευση για την προφορά μου. Έλεγε πάντα πως "όσο μέναμε στις λωρίδες μας, όλα ήταν καλά. Τα προβλήματα άρχιζαν όταν ξεφεύγαμε". Μου άρεσε τρομερά το πόσο ανατρεπτικό ήταν να βλέπεις έναν άνθρωπο που έχει τη δική μου εμφάνιση και μιλάει έτσι. Κι όμως, ήταν πραγματικότητα! Έφτιαχναν κινέζικο φαγητό με νότιο στιλ, έχτισαν σταδιακά τη δική τους κοινότητα. Ήταν πραγματικά ένα δώρο το να μάθω όλα αυτά».
INFO
Η ταινία «Αμαρτωλοί» κυκλοφορεί την Πέμπτη 17 Απριλίου στους κινηματογράφους από την Tanweer.