Γιγαντόσωμος και με βροντώδη, αν ήθελε, φωνή, ο Γκάμπον είχε το ανυπολόγιστο και ιδιοφυώς χτισμένο χαρακτηριστικό του καρατερίστα που μπορούσε να είναι πληθωρικά βαρύς αλλά και σαλαμανδρικά λεπτοφυής είρων. Υπήρχε ένας κίνδυνος στην εκφορά του Γκάμπον – το θυμάστε ίσως όταν χρησιμοποιώντας μια αμερικάνικη νότια προφορά και πρακτικά ακίνητο κεφάλι απειλούσε ως επικεφαλής καπνοβιομηχανίας τον Ράσελ Κρόου στο «Insider». Είναι ακριβώς το είδος της σκηνής που μπορεί να βγάλει μια ολόκληρη κριτική πάνω στην ερμηνευτική διάνοια ενός ηθοποιού. Ο Μάικλ Γκάμπον είχε τον βρυχηθμό όσο τον ψίθυρο, την υπόκωφη ένταση που οι Βρετανοί μαθαίνουν με το μπιμπερό στα πάρκα (του Δουβλίνου αυτός) αλλά και τον ελιγμό της εξωστρέφειας. Ήταν άλλωστε σύμφωνα με αυτούς που τον ήξεραν ένας γιγάντιος ανεκδοτολόγος και ένας φαρσέρ περιωπής.
Το δοκίμασε, περίφημα, αυτό ακόμα και όταν στα 22 του στάθηκε ενώπιον του Λόρενς Ολίβιε, για λογαριασμό του νεοσύστατου τότε Εθνικού Θεάτρου της Αγγλίας, και σε οντισιόν για τον Άμλετ απήγγειλε Ριχάρδο τον ΙΙΙ. Ο Ολίβιε τον αγάπησε, συνεργάστηκαν πολύ και τον συμβούλευσε με τρόπο που εξασφάλισε στον Γκάμπον μιας θεατρική καριέρα μνημειώδη. Με τον Ολίβιε είχε και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο για τον «Οθέλλο» του (1965) – στην ίδια ταινία πρωτοεμφανιζόταν και ο Ντέρεκ Τζάκομπι!
Στον κινηματογράφο ο Γκάμπον, ανάλογα και με το που στέκει το ερμηνευτικό γούστο του καθενός, έκλεβε κάθε σκηνή που συμμετείχε. Είχε τον σωματικό όγκο και την παραδοσιακή «αγγλική φωνή» να το κάνει, όμως ακόμα πιο πολύ είχε αυτή την αμφισημία του είρωνα, αυτό το μαγικό χαρακτηριστικό ενός ηθοποιού να μοιάζει πώς ξέρει ακριβώς αυτό που πεθαίνεις να μάθεις. Άλλοτε μπορούσε απλά να γεμίζει τα πλάνα με μια κλάση ηθοποιού χαρακτήρων που στην εποχή του υποτιμημένου casting (και της χαμένης λεπτομέρειας) συναντά κανείς όλο και σποραδικότερα.
Τιμήθηκε με τέσσερα BAFTA, όλα για τηλεοπτικές παραγωγές (το «Singing Detective» του 1987 τον έκανε διάσημο σε μεγαλύτερο κοινό), ήταν 13 (!) φορές υποψήφιος για «βραβείο Ολίβιε», θεατρικό βραβείο βεληνεκούς, και το κέρδισε τρεις, όμως στο σινεμά δεν αναγνωρίστηκε από Ακαδημίες και λοιπούς. Αναγνωρίστηκε βέβαια από κοινό και, κυρίως, δημιουργούς. Κόντεψε τους 200 ρόλους χωρίς ποτέ να δεις τον ιδρώτα στο μέτωπό του, αν κάτι λέει αυτό.
Οι λάτρεις της Amicus τον είδαν στο «Beast Must Die» (1974), ήταν ο Κλέφτης στον «Μάγειρα…» του Πίτερ Γκρίναγουεϊ και επιβίωσε θριαμβευτικά στο οπτικό ντελίριο του Άγγλου, ήταν στην «Σκληρή Λευκή Εποχή» την επόμενη χρονιά (άντεξε απέναντι στον τελευταίο σοβαρό Μπράντο), κάποιοι τον θυμόμαστε στο «Mobsters» γιατί βλέπαμε ό,τι έβγαινε τότε (και με εισιτήριο κιόλας), ήταν άριστος και αλλιώτικος, πιο ελαφρύς (τηλεοπτικός) Μαιγκρέ για δυο μίνι-σεζόν, πατέρας της Τζούλια Ρόμπερτς στο «Mary Reilly» του Φρίαρς που δεν ξέρω γιατί το έχουμε λησμονήσει τόσο, μέσα στο θεσπέσιο «Wings of the Dove» του Ίαν Σόφτλι, την καλύτερη (παρόντος «Innocents») μεταφορά Χένρι Τζέιμς στο πανί, την ίδια χρονιά (1997) σπουδαίος τζογαδόρος στον ενδιαφέροντα ντοστογιεφσκικό «Παίκτη» του Κάρολι Μακ, «Insider», «Sleepy Hollow» πιο γνωστά και μετά ξεκινούν τα ‘00ς, όπου ο Γκάμπον παίζει σε μανιακά πολλές παραγωγές, μιλάμε για 8 ταινίες μέσα στο 2003 (καλύτερη το «Open Range» του Κόστνερ, πάλι σε ρόλο κακού), κλασικός στο «Gosford Park» του Όλτμαν και, να μην παραπονεθούν οι φανς, από το 2004 διάδοχος του θανόντος Ρίτσαρντ Χάρις ως Ντάμπλντορ (Dumblebore, κατά τον ίδιο) σε έξι μέρη του Χάρι Πότερ.
Εκ των πραγμάτων πολλές οι παραλείψεις, όπως άλλωστε και οι ελλείψεις του γράφοντα σε ό,τι αφορά τα θεατρικά του επιτεύγματα, ιδίως. Όπως μεγάλη θα είναι και η απουσία του ίδιου από δω κι εμπρός. Τρόπον τινά δηλαδή, αφού εμείς επιστρέφουμε και απολαμβάνουμε κάθε τρις και λίγο. (Top Gear συμπεριλαμβανομένου, οι λάτρεις θα εννοήσουν.) Όμως τα ensemble, τα δράματα, οι κατασκοπείες (ενός Ντέιβιντ Χερ ας πούμε, που υπήρξαν αγαστοί συνεργάτες, να στο «Page Eight» ας πούμε να απολαύσετε και Μπιλ Νάι), καθετί σε χρεία στέρεης λάμψης διφορούμενου, θα τον αναπολούν.
Αντίο κύριε (και Σερ από το 1998) Μάικλ Γκάμπον. Υπήρξατε χαρά και απόλαυσή μας.