Στην κοιλάδα από τρομάρες που σχηματίζεται μεταξύ του αμερικανικού «The Ring» και του «It Follows» (κριτική εδώ) εναποτίθεται το «Smile» σε σκηνοθεσία Πάρκερ Φιν, μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες - και εισπρακτικά επιτυχημένες να σημειώσουμε - προτάσεις τρόμου των τελευταίων ετών. Όχι του λεγόμενου αναβαθμισμένου τρόμου που μας έχουν συστήσει νεωτερικές περιπτώσεις δημιουργών όπως ο Τζόρνταν Πιλ και ο Άρι Άστερ, ούτε και τελείως mainstream, σαν εκείνο το πρώτο ριμέικ του «The Ring» με τα βαρβάτα κοψοχολιάσματα και μια μόνιμη ανατριχίλα να διατρέχει τη σπονδυλική στήλη. Το «Smile» έχει κι αυτό να κάνει με κατάρα, όπως και τα δύο προαναφερθέντα φιλμ, αφού εδώ μια κλινική ψυχολόγος αρχίζει να καταδιώκεται από μορφές με ένα απόκοσμο χαμόγελο που για όποιον τις βλέπει προμηνύουν θάνατο. Ωστόσο, στο κείμενο αυτό θα επιχειρήσουμε να κοιτάξουμε το μηχανισμό του τρόμου πίσω από την κουρτίνα του μεταφυσικού και μέσα από τη σκοπιά της επιστήμης. Ειδικότερα, μέσα από το φαινόμενο του Uncanny Valley.
Ο όρος Uncanny Valley - σ.σ. ας την αποδώσουμε ελληνικά με τον όρο Κοιλάδα της Αβεβαιότητας - αναφέρεται σε οπτικά ερεθίσματα, για τα οποία οι αντιληπτικές μας ικανότητες δυσκολεύονται να αποφασίσουν αν αποτελούν απειλή ή όχι. Το αποτέλεσμα της έντονης αμφισημίας τους είναι ένα ανοίκειο αίσθημα που συνήθως περιλαμβάνει δυσφορία, άγχος και εγρήγορση.
Πολύ καλύτερα από εμένα θα σας εξηγήσει το φαινόμενο ο Μάικλ Στίβενς του Vsause, ένα από τα απολαυστικότερα κανάλια επιστημονικού ενδιαφέροντος που θα βρείτε στο YouTube, στο βίντεο που ακολουθεί:
Το βίντεο αυτό προσφέρει μεταξύ άλλων πειστικές εξηγήσεις γιατί στο σινεμά έχουν κάνει καριέρα μασκοφόροι μακελάρηδες σαν τον Μάικλ Μάγιερς και τον Τζέισον, γιατί γενικώς παρατηρείται κατάχρηση της αποκριάτικης μάσκας στο είδος (από το «Valentine» μέχρι τα «Purge», τα παραδείγματα είναι άπειρα), αλλά και γιατί το πλήθος με τις βενετσιάνικες μάσκες στο «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» εντείνει το απροσδιόριστο αίσθημα απειλής και απομόνωσης που βιώνει ο Τομ Κρουζ, έπειτα από το πέρασμά του από την έπαυλη των τελετουργικών οργίων. Ταυτόχρονα, το βίντεο μας βοηθά να καταλάβουμε γιατί ακόμη και πριν εμφανιστεί «Το Αυτό» νιώθαμε ήδη άβολα - αν δεν τρέμαμε - στη θέα θεωρητικά άκακων μορφών όπως ένας κλόουν, μια κούκλα, ή ένα πρόσωπο με πλατύ, επίμονο χαμόγελο.
Στο «Smile», οι φιγούρες με το δυσοίωνο χαμόγελο μπορεί να είναι πρόσωπα είτε οικεία είτε παντελώς άγνωστα στο θύμα. Στην περίπτωση της κεντρικής ηρωίδας (στο ρόλο της Δόκτωρος Ρόουζ Κότερ η Σόσι Τέιλορ), το κακό ξεκινά όταν στο τέλος μιας βάρδιας, μια νεαρή ασθενής σε παραλήρημα αναφέρει πως την καταδιώκουν ανθρώπινες μορφές που της χαμογελούν. Όταν λίγο μετά η κοπέλα αυτοκτονήσει με ένα ανάλογο χαμόγελο παγωμένο στα χείλη μπροστά στην έντρομη Ρόουζ, το κακό θα έχει περάσει πια στην τελευταία, μεταδοτικά. Όπως περίπου συμβαίνει και στο «It Follows», σε λογική σκυτάλης. Η απειλή στην ταινία συνδέεται άρρηκτα με μια έκφραση κατά συνθήκη αθώα όπως ένα χαμόγελο, αγγίζοντας αυτό που λαϊκά ονομάζουμε «το χαμόγελο του τρελού». Σαν εκείνο του Άντονι Πέρκινς που σπάει τον τέταρτο τοίχο στο φινάλε του «Ψυχώ» (βλ. τη φωτογραφία που ακολουθεί), επαυξημένο ωστόσο εδώ από την ένταση και το πάγωμα της έκφρασης. Υπάρχει όμως κάτι πολύ συγκεκριμένο που μας αναστατώνει σε μια τέτοια συνθήκη, και αυτό είναι το απρόσφορο συναίσθημα, όπως θα έλεγαν οι ψυχολόγοι. Πρόκειται για το πρωτογενές τέχνασμα που χρησιμοποιεί το «Smile», που στα ελληνικά ο τίτλος έχει έξυπνα αποδοθεί με το προστακτικό «Χαμογέλα», υπογραμμίζοντας την εκφοβιστική επικακτικότητα της ευφορίας, μιας μάσκας χαμόγελου αν προτιμάτε, που σημειώνει στην κριτική του ο Γιάννης Βασιλείου.
Δεν αναφέρουμε τυχαία τον όρο απρόσφορο συναίσθημα, ο οποίος περιγράφει μια συναισθηματική έκφραση που - για να το θέσουμε απλά - δε συνάδει με αυτό που το υποκείμενο μας επικοινωνεί (π.χ. ένα νευρικό γέλιο να συνοδεύει την αφήγηση ενός τραυματικού γεγονότος). Οι χαμογελαστές μορφές που κατατρύχουν την ηρωίδα στο «Smile», πρακτικά εκπέμπουν αυτό το αποδιοργανωτικό για τις αντιληπτικές μας δεξιότητες μήνυμα που μας αφήνει έμπλεους στην Κοιλάδα της Αβεβαιότητας (Uncanny Valley), πλημμυρίζοντάς μας εγρήγορση στην προοπτική του τι θα συμβεί στη συνέχεια. Πίσω λοιπόν από το παραπέτασμα της κατάρας που η πλοκή μας πουλάει, υπάρχει ένας μηχανισμός συμπεριφοράς βαθιά ριζωμένος μέσα μας και εξελικτικά καθοριστικός για την επιβίωσή μας ως είδος, που αναλαμβάνει δράση, όποτε τα πράγματα γύρω μας μοιάζουν αμφίσημα. Προς όφελος, εν προκειμένω, του σασπένς και της ψυχαγωγίας μας, η οποία αποζητά εξάψεις και απειλές μέσα από την ασφαλή κατανάλωση μιας μυθοπλασίας.
Οι χαμογελαστές μορφές στο «Smile» πρακτικά εκπέμπουν αυτό το αποδιοργανωτικό για τις αντιληπτικές μας δεξιότητες μήνυμα που μας αφήνει έμπλεους στην Κοιλάδα της Αβεβαιότητας (Uncanny Valley)
Μαζί με αυτό βέβαια, φτάνει μέσα μας κι ένας απόηχος υπενθύμισης αυτού που ήδη ξέρουμε καλά: πως ακόμα και τα πλέον ασφαλή και φιλικά μηνύματα, προϋποθέτουν χρονικότητα και πλαίσιο για να εκληφθούν ως τέτοια. Η διαφορά ανάμεσα σε ένα χαμόγελο συγκατάβασης και ένα χαμόγελο που προκαλεί αμηχανία μπορεί να είναι μερικά δευτερόλεπτα. Παρεμπιπτόντως, θέλετε ένα έξοχο παράδειγμα εντελώς ανοίκειου χαμόγελου, έναν μίνι ορισμό ενδεχομένως του απρόσφορου συναισθήματος με κινηματογραφικούς όρους, που να έχει παγώσει προς στιγμήν το αίμα του κοινού και αφορά ταινία που δεν ανήκει στο είδος του τρόμου; Θυμηθείτε την έκφραση της εξαιρετικής Πηνελόπης Τσιλίκα στη «Μικρά Αγγλία», την ώρα που μαθαίνει τα νέα για το χαμό του αγαπημένου της. Κι αν δεν το θυμάστε, πατήστε απλά pause στο σημείο όπου χαμογελά με το μάτι να γυαλίζει και μείνετε για λίγο με την εικόνα αυτή. Τρομακτικό, έτσι;
Με αφορμή το παράδειγμα της Τσιλίκα η οποία είχε αποδώσει μοναδικά ένα ηφαίστειο συναισθημάτων στην πιο κρίσιμη σκηνή της ταινίας του Βούλγαρη, αξίζει πάντως να δοθούν εύσημα στο κάστινγκ του «Smile» για την επιλογή της Σόσι Mπέικον στον πρωταγωνιστικό. Τόσο ως φιζίκ όσο και σαν ερμηνεία, το παγωμένο και αμυντικό της πρόσωπο αποτέλεσε τον ενδεδειγμένο καμβά ώστε να κρυφτεί πίσω του η ευαλωτότητα της ηρωίδας, σε μια εσωτερική κατά βάση μάχη όπου ο ορθός λόγος συγκρούεται με το μεταφύσικο.
Κλείνοντας - μιας και αναφερθήκαμε στον ορθό λόγο που αποτελεί φυσικά εφαλτήριο της επιστημονικής σκέψης - ευκαιρία να σημειώσουμε ακόμα ένα στοιχείο που λειτούργησε ενισχυτικά για το φιλμ του πρωτοεμφανιζόμενου Πάρκερ Φιν. Στοιχείο που το συνδέει μάλιστα με το «The Ring» του Γκορ Βερμπίνσκι, μιας και από εκείνο δεν κρατάμε μονάχα το creepy ασυνάρτητο βίντεο που επίσης σχετίζεται με το φαινόμενο του Uncanny Valley, αλλά κυρίως την αδυναμία μιας εκπροσώπου του ορθού λόγου (εν προκειμένω της δημοσιογράφου που υποδύεται η Ναόμι Γουότς) να εξηγήσει τα γεγονότα γύρω της με βάση τη λογική. Το ίδιο ισχύει όχι μόνο για την ψυχοθεραπεύτρια ηρωίδα του «Smile» η οποία αρχίζει να καταρρέει ψυχολογικά μπροστά στο ανεξήγητο αφ’ ης στιγμής τα επιστημονικά και τα ορθολογικά της εργαλεία δεν επαρκούν, αλλά και την ασθενή της που θα επικαλεστεί την ιδιότητά της (σ.σ. υποψήφια διδάκτωρ) σε μία απέλπιδα προσπάθεια να εισακουστεί πως οι μορφές που βλέπει δεν είναι απλώς προϊόν ψυχωσικού επεισοδίου, αλλά αληθινές.
Η κοινή συνισταμένη αυτών των δύο ταινιών, όπως και αρκετών ακόμα, είναι πως ο μεταφυσικός τρόμος εμφανίζεται πειστικότερος κάθε φορά που βάλλει κατά υποκειμένων που εκπροσωπούν σε κοινωνικό επίπεδο τον ορθό λόγο και την αιτιοκρατία, όπως μία δημοσιογράφο, μία επιστήμονα, έναν γιατρό. Αντίθετα π.χ. με τον «Εξορκιστή» όπου οι εκπρόσωποι μιας ευρέως αποδεκτής μεταφυσικής αλήθειας (λέγε με θρησκεία) βλέπουν τα εργαλεία τους να ωχριούν μπροστά σε μια πρόσκαιρα ισχυρότερη μεταφυσική δύναμη, στο «Smile» καλούμαστε ως κοινό να «αντέξουμε» την εξαιρετικά ανησυχητική για τις ασφαλιστικές μας δικλείδες αφήγηση που θέλει μια ευσυνείδητη, άρτια καταρτισμένη ειδικό ψυχικής υγείας να καταλήγει στο έλεος της παράνοιας της. Αυτό κι αν μας σπρώχνει λίγο πιο κοντά στην Κοιλάδα της Αβεβαιότητας.